Ηταν τέλη Μαΐου του 1940, όταν ο Βισκόντι Πράσκα κλήθηκε στη Ρώμη από τον Μουσολίνι προκειμένου να του ανατεθεί η διοίκηση των μονάδων της Αλβανίας, σε αντικατάσταση του στρατηγού Κάρλο Τζελόζο. Τον συνόδευε ο υφυπουργός Πολέμου Ουμπάλντο Σοντού και μαζί πήγαν στο Παλάτσο Βενέτσια για να συναντήσει τον Ντούτσε. «Ο Μουσολίνι μού φάνηκε γερασμένος, αδυνατισμένος, με το δέρμα κίτρινο και ρυτιδιασμένο, και μιλούσε χωρίς ειρμό. Δεν έκανε μια συζήτηση αλλά μάλλον έναν μονόλογο. Το αριστερό του μάτι, γουρλωμένο, έμοιαζε να έχει βγει απ’ την κόγχη του. Με ρώτησε αν ήθελα να πάω στην Αλβανία (που εκείνη την εποχή λειτουργούσε σαν φέουδο της Ιταλίας). Απάντησα, «βεβαίως». Οι Αλβανοί μού ήσαν ανέκαθεν αρκετά πιστοί…».

Εξι μήνες αργότερα, μετά την πανωλεθρία των ιταλικών δυνάμεων στο αλβανικό μέτωπο, ο Πράσκα (1883-1961) θα θυσιαστεί από την Υψηλή Διοίκηση (Alto Comando) προκειμένου να σωθεί το γόητρο του Μουσολίνι, και θα αντικατασταθεί εσπευσμένα στις 9 Νοεμβρίου από τον Πιέτρο Μπαντόλιο. Στρατιωτικός καριέρας με αριστοκρατική καταγωγή, θα κρατήσει το στόμα του κλειστό εκείνη την εποχή, μάλιστα θα ξαναφύγει εθελοντικά στο μέτωπο το 1943, μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας (και την ένταξη της νέας αντιφασιστικής κυβέρνησης στο πλευρό των Συμμάχων) για να πολεμήσει αυτή τη φορά ως «εξηντάρης παρτιζάνος εναντίον του αγαπημένου μου εχθρού: των Γερμανών». Οι Γερμανοί θα τον συλλάβουν, θα τον καταδικάσουν σε θάνατο, θα τον φυλακίσουν, αλλά εκείνος θα καταφέρει να δραπετεύσει, θα ενωθεί με τη ρωσική εμπροσθοφυλακή και θα ζήσει από την πρώτη γραμμή την νίκη «εναντίον των προαιώνιων εχθρών μας». Με την επιστροφή του στην Ιταλία όμως, και προκειμένου να αποκαταστήσει το γόητρό του, θα αποφασίσει στα 63 του να καταθέσει την δική του εκδοχή για την ιταλική ήττα, στο βιβλίο του «Io ho aggredito la Grecia» («Εγώ επιτέθηκα στην Ελλάδα», 1946), απ’ όπου δημοσιεύουμε σήμερα χαρακτηριστικά αποσπάσματα.

Βασισμένος σε πλήθος ντοκουμέντα, ο Πράσκα εξηγεί το φιάσκο της Ιταλίας σε αυτό που η ελληνική παραδοσιακή ιστοριογραφία ονομάζει Αλβανικό Επος, επιμένοντας ότι οι μονάδες που ανέλαβαν την επίθεση εναντίον της Ελλάδας αφέθηκαν αβοήθητες: χωρίς τον απαραίτητο όγκο πολεμικών ενισχύσεων, χωρίς την ουσιαστική παρέμβαση της Αεροπορίας, χωρίς την αναμενόμενη προστασία από τη θάλασσα αφού απέτυχε η αποβατική επιχείρηση στην Κέρκυρα.

Οι ιταλικές δυνάμεις, λέει, θα είχαν πολλές πιθανότητες να νικήσουν αν δεν τους έκοβαν τις φλέβες. Γιατί συνέβη αυτό; Η πιο καλόπιστη από τις εκδοχές που δίνει ο Πράσκα είναι η ελλιπής προετοιμασία των επιχειρήσεων στην Ιταλία, που οφειλόταν στην αυταπάτη της Υψηλής Διοίκησης ότι αυτός ο πόλεμος θα μπορούσε να αποφευχθεί – κάτι που εξηγεί γιατί η επιστράτευση των ιταλικών δυνάμεων δεν έγινε παρά στις 15 Οκτωβρίου, ημέρα που αποφασίστηκε ο πόλεμος. Οταν λοιπόν μετά από πάμπολλες αναβολές ο Μουσολίνι πήρε τη σχετική απόφαση, κανένας από την Υψηλή Διοίκηση δεν είχε το κουράγιο να του φέρει αντίρρηση και να αποκαλύψει ότι ο Στρατός του δεν ήταν έτοιμος. Εκείνο που δεν αναφέρει ο Πράσκα είναι ότι κι αυτός, όπως πλήθος ιταλοί αξιωματικοί, υποστήριζε ότι η φασιστική ιδεολογία θα ήταν κίνητρο ικανό να θεραπεύσει τις όποιες ανεπάρκειες στην προετοιμασία της επιχείρησης. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι οι αντίπαλοί του, Βρετανοί, τον χαρακτήριζαν ματαιόδοξο, με υπερβολική αυτοπεποίθηση, σαν ήρωα οπερέτας. Ο ίδιος ωστόσο υπονοεί στο βιβλίο του ότι τον σαμποτάρισαν: «Αν μου ζητούσαν να αποτιμήσω την τακτική και τη στρατηγική μας τον Οκτώβριο του ’40 δεν θα άλλαζα τίποτα στις επιχειρήσεις που προγραμματίζαμε εναντίον αυτού του εχθρού που μας πολέμησε τίμια. Αλλά προτού κάνω ένα βήμα επίθεσης θα είχα εξασφαλίσει τους στρατιώτες μου, έτσι ώστε η θυσία σε αίμα και πόνο που τους επιβλήθηκε να μην είναι μάταιη εξαιτίας σκοτεινών και δόλιων καταστάσεων στα μετόπισθεν. Ακριβώς αυτό όμως συνέβη τελικά τον Οκτώβριο του 1940, όταν επιτεθήκαμε στην Ελλάδα».

Στις 27 Οκτωβρίου, ο Πράσκα ήταν στον σταθμό διοικήσεως της Στρατιάς, στη Λιμποχόβα, και την επομένη στη Δερβιτσάνη. Οι Ιταλοί είχαν σίγουρη τη νίκη και ο Ντούτσε είχε μεταφερθεί στην Γκροτάλιε «με μια μικρή συνοδεία αυλικών». Σε τόνο ελαφρά ειρωνικό, ο Πράσκα σημειώνει: «Ο Μουσολίνι δεν είχε μόνον την ανυπομονησία ενός αρχηγού της κυβέρνησης που είχε ριχτεί σε μια περιπέτεια. Είχε και την ανυπομονησία ενός μάχιμου δημοσιογράφου του οποίου οι ιδέες πραγματώνονται με τη μορφή τίτλων σε πρωτοσέλιδα, και λαχταρά να δημοσιεύσει μια εντυπωσιακή είδηση. Είχε λοιπόν εγκατασταθεί σε απόσταση πτήσης μιας ώρας από τα Τίρανα, έτοιμος να σπεύσει στην Αλβανία με την αναγγελία της πρώτης επιτυχίας. Μου είπαν μάλιστα ότι τού είχαν έτοιμο ένα άσπρο άλογο για τη θριαμβευτική παρέλασή του, αλλά αυτή η πληροφορία μπορεί να είναι και για καλαμπούρι…».