Λάκωνας που μετανάστευσε στη Σουηδία πριν από 47 χρόνια και καταξιώθηκε ως συγγραφέας της σουηδικής γλώσσας, ο 73χρονος Θοδωρής Καλλιφατίδης, στο καινούργιο του βιβλίο, διηγείται ξανά την ιστορία του Ηρακλή με σκοπό να μας παρουσιάσει τη μοιραία πραγματικότητα που γέννησε τον μύθο. Μια πραγματικότητα σκληρή και άδικη, προσωπική όσο και συλλογική, ακατανόητη και παράλληλα αναγκαία.

Τραγικός φορέας της δύναμής του αλλά και της επιθυμίας του να είναι πάντα ελεύθερος, ο «άγιος Ηρακλής» περιπλανιέται σ’ όλη του τη ζωή με αποκλειστικό σκοπό να βρει τον εαυτό του, να μάθει τον σκοπό του και να λυτρωθεί. Βασικός του αντίπαλος, όμως, είναι ο ίδιος του ο εαυτός, ο οποίος τού είναι άγνωστος και ξένος. Ακολουθώντας την κλασική πλοκή του μύθου, ο Καλλιφατίδης εστιάζει όχι στα κατορθώματά του αλλά σ’ εκείνη την ανθρώπινη διάσταση του ήρωα, η οποία καθορίζεται μεταξύ ενός κακού που προηγείται και του καλού που ακολουθεί. Ο Ηρακλής θα γνωρίσει την υπερφυσική του δύναμη σκοτώνοντας τον δάσκαλό του Λίνο, έγκλημα από το οποίο θα εξιλεωθεί περνώντας εξόριστος έξι χρόνια στο βουνό και απαλλάσσοντας τη Θήβα από τους εχθρούς της.

Ως ανταμοιβή για το καλό που έκανε, ο βασιλιάς Κρέοντας θα του επιτρέψει να παντρευτεί την κόρη του, Μεγάρα. Μαζί της ο ήρωας θα γνωρίσει τον έρωτα και την ευτυχία και θα αποκτήσει τρεις γιους, τους οποίους όμως θα σκοτώσει κάποια στιγμή, μόνο και μόνο για να καταλάβει πως «δεν φοβόταν τους θεούς τόσο, όσο φοβόταν τον εαυτό του».

Δολοφόνος στην αρχή και παιδοκτόνος στη συνέχεια, θα συνεχίσει την αιματηρή αναζήτηση του εαυτού του, ως δούλος του βασιλιά Ευρυσθέα. Η ανάγκη του ήρωα για εξιλέωση και πάλι θα έχει ως αποτέλεσμα την περάτωση των δώδεκα άθλων και τη μυθοποίησή του, αλλά ο ίδιος θα διαπιστώσει πως είναι μονάχα ένας άνθρωπος που ενώ επιθυμεί να κάνει το καλό, καταλήγει πάντα να κάνει το αντίθετο.

Οντας ικανός να βιώνει τη δόξα και την ευτυχία ως συνέπεια και μόνο της οδύνης και της δυστυχίας που ο ίδιος προκαλεί – δίκαιοι σκοτωμοί διαρκώς διαδέχονται άδικα εγκλήματα, ο Ηρακλής συνεχίζει να σώζει ζωές και να βοηθάει τους αδυνάτους αλλά και να σκοτώνει, να σακατεύει και να βιάζει – και παρότι «η φιλοδοξία του δεν ήταν να γίνει θεός ή ημίθεος αλλά ένας ολοκληρωμένος άνθρωπος». Θα καταλήξει να καεί ζωντανός και να πεθάνει μέσα σε αφόρητους πόνους, πιο σίγουρος για το κακό παρά για το καλό που έκανε.

Το βιβλίο του Καλλιφατίδη θα μπορούσε να διαβαστεί ως σχόλιο πάνω στη σύγχρονη πραγματικότητα όπου η αποξένωση μοιάζει να είναι διαρκής κι επίπονη όσο και η αναζήτηση του εαυτού μας, ως επικαιροποίηση του μύθου με στόχο την ανάδειξη προβλημάτων όπως η διαφθορά (στάβλοι του Αυγεία) ή η τρομοκρατία (Λερναία Υδρα), ή απλώς ως νύξη του συγγραφέα για την δύσκολη και ακατανόητη ανθρώπινη κατάσταση. «Ισως» γράφει ο Καλλιφατίδης «η μεγάλη δοκιμασία γι’ αυτόν ήταν να μάθει να ζει χωρίς να κατανοεί».

Ετσι ο «άγιος Ηρακλής» αποδεικνύεται ένας αντιήρωας εν τέλει, που μας μοιάζει και μας παρηγορεί. Υποχείριο στα χέρια των θεών σύμφωνα με τον μύθο, έρμαιο του σκοτεινού και άγνωστου εαυτού του κατά τον συγγραφέα, αυτός ο μικρός θεός συνεχίζει να προσπαθεί και να μάχεται να κάνει τον κόσμο καλύτερο, παρότι αντιλαμβάνεται πως μάλλον δεν μπορεί.