Η κρίση του 1974 ήταν καταλυτική για το στρατιωτικό καθεστώς της Αθήνας, αφού η επίσημη στρατιωτική ηγεσία διαπίστωσε ότι η πολιτική του Δ. Ιωαννίδη όχι μόνο δεν διέθετε την αμερικανική υποστήριξη αλλά δημιουργούσε και συνθήκες ελληνο-τουρκικού πολέμου.

Ο Αλέξης Πανσέληνος ζωντανεύει τη μικροϊστορία εκείνων των ημερών του Ιουλίου, που οδήγησαν τελικά το χουντικό καθεστώς να προσκαλέσει τις προδικτατορικές αστικές πολιτικές δυνάμεις να σχηματίσουν κυβέρνηση υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Στην Κύπρο ο Γρίβας και η ΕΟΚΑ έχουν δράσει τρομοκρατικά μετά το 1971 για να αποσταθεροποιήσουν την κυβέρνηση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου που είναι αγκάθι στα σχέδια της χούντας.

Στην Αθήνα, η ομάδα Ιωαννίδη ανατρέπει τον Παπαδόπουλο στις 25/11/1973 και προκαλεί στη Λευκωσία την ανατροπή του Μακαρίου στις 15/7/1974. Τα τουρκικά στρατεύματα εισβάλλουν στην Κύπρο στις 20/7/1974 και το δικτατορικό καθεστώς κηρύσσει επιστράτευση, η οποία όμως αποτυγχάνει- εκεί επικεντρώνει τη λογοτεχνική ματιά του ο Πανσέληνος. Η αδυναμία της δικτατορίας να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την εισβολή είναι το τελευταίο γεγονός που οδηγεί στην κατάρρευση του χουντικού καθεστώτος.

Εχοντας κοιμηθεί ελάχιστα το βράδυ ο Φώτης σηκώθηκε υπνοβατώντας. Η Μυρσίνη, που δεν ήταν σε καλύτερη κατάσταση, ετοίμασε καφέ και έφερε στο τραπέζι το ψωμί. Το φως στο χολ, που ήταν και η τραπεζαρία τους, άναβε πάνω από το τραπέζι το πλαστικό αμπαζούρ, απομίμηση βιτρό, από ένα μαγαζί στην πλατεία Αμερικής, έστελνε ακανόνιστες σκιές στους τοίχους. Από την μπαλκονόπορτα του σαλονιού, πίσω τους, το χλομό φως της αυγής κατηφόριζε την οδό Καρπάθου και έγλειφε τα έπιπλα και τις αφίσες των τοίχων.

Η μόνιμη κακιά διάθεση, μέρες τώρα, με το πραξικόπημα της Κύπρου, δεν τους εμπόδιζε να χρησιμοποιούνε το baby talk που είχε καθιερωθεί από τις πρώτες βδομάδες του γάμου τους, μόλις το προηγούμενο καλοκαίρι. «Πρωινό με ρακούν σου! Ταρτίνες μικρού σου;». Αυτό ήταν η παράκληση για να της ετοιμάσει το ψωμί της όσο εκείνη έριχνε καφέ στις κούπες με τις ραβδώσεις – από το ίδιο εκείνο μαγαζί, που έβρισκαν σε καλές τιμές αντικείμενα για το νοικοκυριό τους. Στον μικρόκοσμο της συζυγικής τους τρυφερότητας, η Μυρσίνη ήταν ρακούν, ο Φώτης αρκούδα. Οι κοντινοί τους καμιά φορά τους άκουγαν να αποκαλούν έτσι ο ένας τον άλλον και χαμογελούσαν αμήχανα. Λίγοι καταφέρνουν να ξεπεράσουν τις ντροπές των διαχύσεών τους- και οι μέρες δεν προσφέρονταν για πολλά αστεία. Ο καθένας οργάνωνε μ΄ όποιον τρόπο μπορούσε τις άμυνές του ενάντια στην πραγματικότητα.

Και η πραγματικότητα, από τη βραδιά του Πολυτεχνείου και μετά, έμοιαζε να ορθώνεται σαν τοίχος απέναντι σε κάθε ελπίδα κάτι ν΄ αλλάξει. Ο «ντροπαλός Ταξίαρχος», που είχε αντικαταστήσει τον παρανοϊκό Συνταγματάρχη, έριχνε πάνω από την Αθήνα τη σκιά του ωμού τρόμου. Ακόμα κι όσοι είχαν όμορφα βολευτεί με τη Χούντα ώς τότε, τώρα κρύβανε τις σκέψεις τους, μήπως η νέα ανατροπή τους εκθέσει. Η κατάσταση ακριβώς επειδή ήταν τόσο ωμή και βίαιη, έδειχνε πως δεν θα κρατούσε πολύ. Πάλι όμως, πού ξέρεις; Τα ίδια λέγανε και το 1967.

Το Πολυτεχνείο είχε ταρακουνήσει τον κόσμο, η ανατροπή του Παπαδόπουλου, που λίγο- πολύ οι περισσότεροι στο εξωτερικό τον είχαν αποδεχτεί, έστω ντε φάκτο, ξεσκέπαζε τελείως τον τυχοδιωκτικό χαρακτήρα της χούντας και στερούσε Αμερικάνους και Αγγλους από τα προσχήματα της «επανάστασης που δημιουργεί νομιμότητα». Λίγους μήνες ύστερα, και ενώ το Πολυτεχνείο εξακολουθούσε να πλανιέται στην ατμόσφαιρα, ήρθε η ανατροπή του Μακάριου από την ΕΟΚΑ Β΄- με την ΕΛΔΥΚ να πρωταγωνιστεί και Πρόεδρο- μαριονέτα. Οι Αμερικάνοι θέλανε να απαλλαγούν από τον Μακάριο, άρα ήταν πίσω από το πραξικόπημα, άρα πίσω από τον Ιωαννίδη- αμφίβολο αν θα γλιτώσουμε ποτέ, έλεγαν πολλοί. Από τη μια μέρα στην άλλη άλλαζαν όλα, ο φόβος περίσσευε. Οι Τούρκοι βρήκαν την αφορμή που έψαχναν, να υπερασπιστούν τους δικούς τους στο νησί. Εβαλαν πλώρη για την Κύπρο, η εισβολή είχε αρχίσει.

Δυο χρόνια είχε υπηρετήσει ο Φώτης, δυο δύσκολα χρόνια, χαρακτηρισμένος αριστερός. Και ο στρατός, εκτός από λίκνο της χούντας, χρησίμευε και σαν κολαστήριο για τουςεχθρούς της. Στη θητεία των δύο χρόνων, που όλοι έκαναν, κάποιοι έπρεπε να περάσουν αναμόρφωση, είτε με ασταμάτητες τιμωρίες είτε με την απειλή για χειρότερα, να δείξουν έμπρακτη μεταμέλεια, να αποκηρύξουν το ΚΚΕ και τις παραφυάδες του, να μιλήσουν στους άλλους για τη σωτηρία του τόπου από την 21η Απριλίου. Ο Φώτης δεν δέχτηκε να μιλήσει, εξακολούθησε να τρώει τη μια φυλακή μετά την άλλη και η απόλυση όλο και μάκραινε, η φυλακή μεταφραζόταν σε επιπλέον θητεία, ίση με τις μέρες για τις οποίες είχες τιμωρηθεί. Δεν έφτανε η απομόνωση στο κρατητήριο. Ο στρατός από λίκνο πατριωτισμού μεταμορφώνεται σε ποινή, κάνοντας και τον πατριωτισμό φυλακή.

Ο Πάκης, ο παλιός φίλος της Μυρσίνης, στενή τους παρέα, είχε υπηρετήσει την ίδια εποχή. Υπαξιωματικός εκείνος. Απόκαλή οικογένεια (ο μπαμπάς διάβαζε «Εστία» και με τη χούντα «τίποτα δεν είχε να μοιράσει»), έβαλε μέσο να μη γίνει αξιωματικός – και για να απολυθεί μια ώρα αρχύτερα και να μην τον καλούν κάθε τόσο για μετεκπαίδευση. Την είχε βγάλειζάχαρηστην Κρήτη, τρώγοντας στην καντίνα των ΝΑΤΟϊκών. Συχνά ερχόταν στην Αθήνα με άδεια. Πήγαινε τη Μυρσίνη κανένα σινεμά ή για φαγητό. Στα γράμματά της ο Φώτης διάβαζε για τις καλές υπηρεσίες που πρόσφερε στην παλιά του φιλενάδα ο κοινός τους φίλος. Με την αναπόφευκτη καχυποψία του φαντάρου, ένιωθε να τον τρώει η ζήλεια, αλλά πάλι σκεφτόταν για κάποιον λόγο πως προτιμότερο να βγαίνει με ένα παλιό της αμόρε η Μυρσίνη παρά με άγνωστους. Ανάμεσα στα άλλα προνόμια της εθνικοφροσύνης του, ο Πάκης την έβλεπε συχνότερα απ΄ όσο ο Φώτης τα δυο αυτά χρόνια. Αν και η Μυρσίνη τα είχε χαλάσει μαζί του πολλά χρόνια πριν, διατηρούσανε μια συμπάθεια ο ένας για τον άλλο, που δεν είχε υποχωρήσει όταν ξεκίνησε ο δεσμός της με τον Φώτη κι αργότερα τον παντρεύτηκε.

Πρέπει να ακούσω το επόμενο δελτίο, λέει τα χρώματα των απολυτηρίων. Κάποιοι δεν καλούνται, ας είναι Γενική η Επιστράτευση…

Ο Πάκης τον λυπότανε που υπηρετούσε σε Πειθαρχικό Λόχο. Δυο φορές που συναντήθηκαν στην Αθήνα, του ζωγράφιζε με τα πιο ζωηρά χρώματα την ωραία ζωή που έκανε ο ίδιος στη Βάση του Ακρωτηρίου. «Ομελέτα, λουκάνικα, μπέικον,τρία είδη μαρμελάδες … οι Αμερικάνοι τρώνε steaks για πρωινό…»- οι περιγραφές έδιναν το μέτρο της διαφοράς ανάμεσά στις ζωές τους και στις τύχες τους. Ο Φώτης κλεισμένος στο στρατόπεδο, με πατάτες μπλουμ και βοδινό Αργεντινής, που ερχόταν σε κατεψυγμένα μπούτια που τεμάχιζαν με τα σκεπάρνια οι σιτιστές, λιμπιζότανε τις λιπαρές ομελέτες και τα τοξικά κοντοσούβλια του Οβελιστήριου, απέναντι από την πύλη, απ΄ όπου, με μέσο κάποιον συμπονετικό αλφαμίτη, μπορούσε καμιά φορά να προμηθεύεται τις περιπόθητες εκείνες λιχουδιές.

Μέσα σε δυο στιγμές ο εφιάλτης βρισκόταν πάλι ολοζώντανος μπροστά στον Φώτη. Τη μέρα που έπαιρνε το απολυτήριό του, ο αξιωματικός του 3ου Γραφείου, ο υπολοχαγός Γιαννηλόης, τον είχε κοιτάξει με το κρύο, γαλάζιο μάτι της βλάχικης καταγωγής του και τον είχε στ΄ αστεία απειλήσει: «Μη θαρρείς, κουμμονι, πως θα γλιτώσεις έτσι από το Ελληνικό Στράτευμα! Σύντομα θα ξαναβρεθείς στα χέρια μου!».

11 η ώρα το πρωί (20 Ιουλίου ήτανε, η επέτειος του γάμου τους με τη Μυρσίνη) δεν είχε ακόμα φύγει από το σπίτι. Τηλεφώνησε στη δουλειά πως πρέπει να καθυστερήσει και είχε το ραδιόφωνο ανοιχτό. Γενική Επιστράτευσις, καλούνται… Οι έφεδροι τάδε και δείνα και έτσι κι αλλιώς… διατάσσονται όπως παρουσιαστούν πάραυτα εις τα οικεία στρατολογικά γραφεία ή τη μονάδα που αναγράφει το απολυτήριό τους…

Πού ήταν το απολυτήριο; Δεν μπορούσε να θυμηθεί. Σκέφτηκε να πάρει τη Μυρσίνη να τη ρωτήσει, μα πριν απλώσει το χέρι στο ακουστικό το τηλέφωνο χτύπησε. Ηταν εκείνη.

-Αρκούδα μου, πόλεμος, πόλεμος. Γενική επιστράτευση, όλοι έφυγαν από το γραφείο, καλά που δεν κατέβηκες Πειραιά… Φεύγω, έρχομαι! Τι ακούς; Τι γίνεται μ΄ εσένα;

-Δεν ξέρω… Ψάχνω να βρω το απολυτήριο. Ακούω το ράδιο…

-Ερχομαι! Μη φύγεις αν δεν έρθω, φωνάζει η Μυρσίνη κλαίγοντας και κλείνει.

Το χειρότερο σημάδι καταστροφής σ΄ αυτόν τον τόπο είναι όταν το ράδιο παίζει δημοτικά και εμβατήρια. Οι διακοπή τους- ύστερα από τα βραχνά κλαρίνα και τις παράτονες φυσικές κλίμακες του βιολιού- κρατάει μια μόνο στιγμή. Αμέσως ξανακούγεται ο καταραμένος «Τσομπανάκος» με τη φλογέρα του ΕΙΡ και τις κουδούνες των τράγων και οι στομφώδεις εκφωνητές. Ο Εχθρός… Ο θρασύδειλος Εισβολεύς… Η Ηρωική Μεγαλόννησος (που μακάρι να τη ρυμουλκούσε ο Θεός και να την έριχνε για πάντα στον Ατλαντικό!)… αι Εθνικαί Δυνάμεις προβάλλουν σθεναρά αντίστασιν… Θα ριφθούν στη θάλασσα… Η Μητέρα Ελλάς θα εκπληρώσει το Ιερόν Καθήκον της… Γενική Επιστράτευσις…

Και πάλι το επίφοβο τροπάριο της απαγγελίας των ΕΣΣΟ, οι κατηγορίες, οι ειδικότητες, τα χρώματα των απολυτηρίων… Τι χρώμα είχε το απολυτήριό του; Ούτε θυμόταν. Τό ΄χε χώσει στο τσεπάκι κι είχε πάρει τα πόδια του στον ώμο, ν΄ απομακρυνθεί το γρηγορότερο από τις αγκάλες του Ελληνικού Στρατεύματος.

Κουδούνι. Ξέχασε η Μυρσίνη τα κλειδιά της; Οχι. Ο Πάκης με τζιν και με μπουφάν, με ταξιδιωτική τσάντα στο χέρι. Ηρθε με τα πόδια στην οδό Ρόδου από το σπίτι του, στην Αγίου Μελετίου- ένα παλιό αρχοντικό διαμέρισμα προπολεμικής πολυκατοικίας, με ψηλά ταβάνια, ωραία πατώματα, χωρίσματα και αλκόβες.

-Με κάλεσαν, φεύγω,είπε ο Πάκης και ήταν κάτασπρος, τα χείλια του είχαν εξαφανιστεί σφιγμένα κάτω από τα δόντια του. Πάω στο Ρουφ. Εσύ; Είπα μήπως ξέρεις… να παίρναμε το ίδιο ταξί- αν και ζήτημα αν θα βρούμε τέτοια ώρα. -Δεν ξέρω. Ψάχνω να βρω το απολυτήριο, είπε ο Φώτης και καθώς μιλούσε τού ήρθε μια ιδέα και άνοιξε την ντουλάπα στην κρεβατοκάμαρα. Στο κάτω μέρος είχε μια τσάντα με τη φόρμα αγγαρείας που κατάφερε να μην την παραδώσει και την έφερε μαζί του. Εχωσε το χέρι και έψαξε στα τυφλά τον πάτο. Ενα χαρτί τσάκισε στα δάχτυλά του, το τράβηξε και το κοίταξε με τρόμο. Το Εθνόσημο, τα τυπωμένα στοιχεία με γραμμές από τελίτσες για να συμπληρώνει ο γραφέας με το μελάνι τα στοιχεία του απολυομένου, οι στρογγυλές σφραγίδες του Τρίτου Γραφείου και η υπογραφή του Υπολοχαγού Γιαννηλόη έκαναν την καρδιά του να σφιχτεί από τρόμο. Το ραδιόφωνο ακόμα ξεφώνιζε ΕΣΣΟ, ειδικότητες, μονάδες και στρατολογικά γραφεία, ο Πάκης έκοβε βόλτες πάνω κάτω στο χολ και μονολογούσε χολιασμένος με την ατυχία του και έντρομος με την Επιστράτευση.

Η Μυρσίνη έφτασε λίγη ώρα κατόπι. Επεσε κλαίγοντας στην αγκαλιά του Φώτη. Ηταν σίγουρη πως θα φύγει, θα επιστρατευθεί και θα σκοτωθεί σ΄ αυτόν τον πόλεμο. Τον έσφιγγε πάνω της μη τολμώντας να ξεστομίσει την παρότρυνση, τη μάταιη ευχή, να μην πάει, να μην παρουσιαστεί, να κρυφτεί και να δραπετεύσει στο εξωτερικό. Δεν είπε τίποτα απ΄ όλα αυτά που σκεφτόταν μες στο τρόλεϊ καθώς επέστρεφε, ανάμεσα σ΄ έναν κόσμο που παραληρούσε από τα ίδια αισθήματα και μεγαλόφωνα καταριόταν τη Χούντα, την Επιστράτευση, τους Τούρκους (κάποιοι και την Κύπρο!). Φίλησε στα δυο μάγουλα τον Πάκη που από άσπρος τώρα είχε αρχίσει να πυρώνει από αδημονία. Ούτε κι εκείνος ήξερε για ποιον λόγο είχε έρθει στο σπίτι των φίλων του αντί να πάρει τον δρόμο κατευθείαν να παρουσιαστεί εκεί που έπρεπε. «Πάω Ρουφ. Εκεί λέει».

-Αρκούδα μου, εσύ;

-Πρέπει να ακούσω το επόμενο δελτίο, λέει τα χρώματα των απολυτηρίων. Κάποιοι δεν καλούνται, ας είναι Γενική η Επιστράτευση… Ορίστε. Πλην όσων έτυχον απολυτηρίου χρώματος λευκού! Το άκουσες; Το ακούσατε; φωνάζει ο Φώτης και ανεμίζει στον αέρα το απολυτήριο.

-Εγινε και προνόμιο νά΄ σαι χαρακτηρισμένος, με τη Χούντα!λέει ο Πάκης στο άνοιγμα της πόρτας, μ΄ ένα χαμόγελο στο σφιγμένο στόμα του.Φεύγω. Εσύ μικρέ… να προσέχεις, έτσι; Αρκετά τράβηξες ώς τώρα.

-Δε φαντάζομαι να έχουν κι εκεί τριών ειδών μαρμελάδες, του είπε αγκαλιάζοντάς τον ο Φώτης.

– Τώρα αυτό, γιατί το είπες;παρατήρησε μέσα στα δάκρυα της ευτυχίας της η γυναίκα του.

Εκείνος δεν απάντησε. Μια ηρεμία απλωνόταν τώρα μέσα του. «Θα τα πούμε και μ΄ εσένανε, εν καιρώ…», σκέφτηκε κοιτώντας την σαν αφηρημένος.

Ο Αλέξης Πανσέληνος είναι συγγραφέας. Από τα καλύτερα έργα του είναι η «Μεγάλη πομπή», «Ζαΐδα ή η καμήλα στο χιόνι», «Τέσσερις ελληνικοί φόνοι». Τη Δευτέρα: η δολοφονία του Ούλοφ Πάλμε. Από τον Μιχάλη Μιχαηλίδη

Με κάλεσαν, φεύγω, είπε ο Πάκης και ήταν κάτασπρος, τα χείλια του είχαν εξαφανιστεί σφιγμένα κάτω από τα δόντια του