Μήπως γινόμαστε πολύ ποπ ως κοινωνία; Οι καλλιτέχνες ανησυχούν. Τα ραδιόφωνα και οι δισκογραφικές, λένε, έχουν εξορίσει το λαϊκό. Οι δε πίστες είναι έτοιμες να πολεμήσουν…


Το τελευταίο λαϊκό σουξέ που ένωσε πανελληνίως όλες τις φυλές των μουσικόφιλων, από τους υπερασπιστές της «κουλτούρας»- των έντεχνων – μέχρι και τους φανατικούς των γαρίφαλων, είναι η «Πριγκιπέσα» του Σωκράτη Μάλαμα, επιτυχία που σφράγισε και την πίστα με τη φωνή του Βασίλη Καρρά.

Κατά τα άλλα, είναι εμφανής πλέον η στροφή του ήχου της καθημερινότητάς μας (από το ραδιόφωνο και τις προκάτ playlists, την τηλεόραση, τα ringtones κ.λπ.) σε ένα παγκοσμιοποιημένο ποπ τραγούδι και πολλές φορές μπαίνεις στον πειρασμό να σκεφτείς πώς και γιατί σταμάτησε (ξαφνικά) να γράφεται τραγούδι σε ρυθμό 9/8. Ή μήπως δεν σταμάτησε και απλώς έχει- και – το ραδιόφωνο τον αντίπαλό του;

Όποιο λαϊκό τραγουδιστή και να ρωτήσεις θα εξάρει το ένδοξο παρελθόν με τους μεγάλους συνθέτες και στιχουργούς και θα γκρινιάξει για την πενία του σήμερα.

«Έχω τσαντιστεί πολύ με το ραδιόφωνο», λέει ο Δημήτρης Μητροπάνος. «Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί έχουν αποκλείσει το μπουζούκι. Είναι μίασμα; Κάνει κακό στον κόσμο;».

Οι νεώτεροι συνάδελφοί του πώς αντιμετωπίζουν το λαϊκό τραγούδι; «Για να τους πείσεις να πουν τραγούδι της προκοπής- γιατί υπάρχουν τραγούδια- ιδρώνεις», λέει.

Προβληματισμένη μοιάζει και η Ελευθερία Αρβανιτάκη: «Είναι μια καλή ευκαιρία να το ψάξεις ως θέμα», μου είχε πει εμπιστευτικά στην τελευταία μας κουβέντα. Η έλλειψη λαϊκών τραγουδιών δηλώνει απλώς τη μετακίνηση του κοινού σε άλλον ήχο; «Δεν ξέρω», απάντησε. «Θα έλεγα ότι είναι και θέμα ραδιοφώνου και του τι υποστηρίζεται γενικώς. Μάλλον ζούμε σε μια εποχή λίγο πιο ποπ. Σαν να θέλουν όλοι να είναι πιο χαρούμενοι. Ας πούμε ότι είναι μια εποχή που έχει ανάγκη το ροζ. Δεν ζούμε όμως σε ροζ εποχές. Είναι σαν να μη θέλουμε να δούμε».

Ο τελευταίος δίσκος της έχει διεθνοποιημένο ήχο (παραγωγός και ενορχηστρωτής είναι ο Χαβιέ Λιμόν), γεγονός που υποδηλώνει την επιθυμία της να επικοινωνήσει και με το ξένο κοινό, πέρα από τη θολούρα της ελληνικής πραγματικότητας. «Είναι όλοι αμήχανοι σήμερα», λέει. «Ως κοινωνία είμαστε αμήχανοι, πόσω μάλλον εμείς οι καλλιτέχνες… Αυτό βγαίνει αναπόφευκτα και στο τραγούδι».

Τα τελευταία- κυρίως δύο- χρόνια δεν είναι εύκολο να ανακαλέσει κάποιος τους στίχους ενός λαϊκού τραγουδιού που ένωσε γούστα, γενιές, κοινωνικές τάξεις. Ένα τραγούδι που να το αγάπησε το ραδιόφωνο, να το ακούσαμε σε ταξί, να το τραγούδησαν οι φίλοι μας, οι φίλοι των παιδιών μας, οι ηλικιωμένοι συγγενείς μας.

Όχι ότι δεν έχουν γραφτεί ωραία λαϊκά τραγούδια – ένα από αυτά, το «Ζωή νταλίκα κόκκινη» του Σταμάτη Κραουνάκη για τον Δημήτρη Μητροπάνο. Κανένα όμως δεν έτυχε να συνοδεύσει την καθημερινότητά μας. Είναι θέμα τύχης άραγε;

«Είναι προκατασκευασμένη ιστορία», λέει ο Βαγγέλης Κορακάκης, από τις τελευταίες δυνάμεις στο λαϊκό και ως συνθέτης. «Αυτό που συμβαίνει πηγαίνει κόντρα στο κοινό αίσθημα. Το βλέπω στο μαγαζί. Είναι ζωντανό το λαϊκό τραγούδι στον Έλληνα. Αυτό λαχταράει. Με αυτό διασκεδάζει. Θα σας πω και ένα άλλο παράδειγμα. Η «Σκέψη της τρελής» παίχτηκε από το ραδιόφωνο και αγαπήθηκε. Το «Πρώτο φθινόπωρο» δεν παίχτηκε σχεδόν καθόλου. Παρ΄ όλα αυτά, όπου και να πάω στην Ελλάδα μου λένε γι΄ αυτό. Είναι απίστευτο, αλλά έχει λειτουργήσει από στόμα σε στόμα».

«Αν σκάσει ένα μεγάλο λαϊκό σαν το «Αυτή η νύχτα μένει» του Κραουνάκη ή η «Πριγκιπέσα» του Μάλαμα, δεν υπάρχει περίπτωση να μην το παίξουν οι ραδιοφωνικοί σταθμοί», λέει ο Οδυσσέας Ιωάννου, στιχουργός και διευθυντής του ραδιοσταθμού Μελωδία.

Ναι, αλλά αυτά είναι τραγούδια χρόνων. Είναι τυχαίο που δεν έχει βγει τόσο καιρό κάτι καινούργιο; «Είναι και θέμα δημιουργών», λέει. «Δεν είναι ότι έχουμε απομακρυνθεί από τον ήχο του λαϊκού, όχι. Από το σήμα του έχουμε απομακρυνθεί. Το λαϊκό τραγούδι πρέπει να έχει άμεσο, καθαρό, δυνατό σήμα. Να εκφράζει τον άνθρωπο του σήμερα σε μια ευρύτερη γκάμα. Η ταυτότητα του Έλληνα όμως είναι κατακερματισμένη. Και οι δημιουργοί δεν είναι τίποτα άλλο παρά παιδιά της εποχής τους, μπερδεμένοι, χαμένοι, ασταθείς- μιλάω και ως δημιουργός. Ό,τι μπορεί να περάσει ως «θετικό» στα άλλα είδη τραγουδιού – ακόμα και μια δήθεν θολούρα- στο λαϊκό δεν περνάει. Θέλει συμπαγές πράγμα, δυνατό. Ποιος είναι ικανός να γράψει έτσι;».

Στροφές


Ελευθερία Αρβανιτάκη: Από το «Κόκκινο φουστάνι» στον διεθνοποιημένο ήχο του «Και τα μάτια και η καρδιά».

Ελεονώρα Ζουγανέλη: Από τα λαϊκά με την Εστουδιαντίνα έστριψε… δυτικά προς την ποπ.

Άννα Βίσση: Από τα «Χρόνια της υπομονής» και το καρβέλειο λαϊκοπόπ στην «πυρά με τις ξενέρωτες».

Γιάννης Κότσιρας: Από τον μπαγλαμά στο πρόγραμμα του Μιχάλη Γενίτσαρη και τα λαϊκά σε πιο ποπ ακούσματα.

Δέσποινα Βανδή: Από τα ζεϊμπέκικα και τα χασάπικα του Φοίβου στο λαϊκοπόπ και στο ποπ «Υπάρχει ζωή». Ελένη Τσαλιγοπούλου: Από τα λαϊκά και σμυρναίικα στο «Πιάσε με» με ποπ.

Οι πίστες, η τηλεφωνία και τα «διαφημιστικά πακέτα»


«Τα λαϊκά έχουν εξοριστεί από το ραδιόφωνο γιατί δεν προμοτάρονται από τους μεγάλους πελάτες του ραδιοφώνου», λέει παραγωγός, δίνοντας ακόμη μία διάσταση.

Ποιοι είναι; «Οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας που προμοτάρουν παγκοσμιοποιημένα γούστα εδώ και μερικά χρόνια στη νεανική αγορά στην οποία απευθύνονται. Το τι μουσική βγαίνει σήμερα, τι διαφημίζεται και πόσο διαφημίζεται είναι θέμα τηλεφωνίας. Σίγουρα οι δισκογραφικές έχουν χάσει τη δύναμή τους και δεν μπορούν να διαφημίσουν το προϊόν τους».

Υπάρχει ακόμη μία συνισταμένη, τα μεγάλα νυχτερινά κέντρα. «Οι επιχειρηματίες που έχουν τις μεγάλες πίστες και οι οποίοι «κλείνουν» λαϊκά ονόματα με συμβόλαια χρόνων- που σημαίνει ότι αναλαμβάνουν και τα έξοδα των δίσκων τους, τη διαφήμισή τους και γενικώς τις κινήσεις τους στον χώρο- είδαν ότι η δουλειά τους πάει από το κακό στο χειρότερο. Γιατί το λαϊκό τραγούδι φέρνει τα γαρίφαλα, τους χορούς, την κατανάλωση.

Τώρα λοιπόν που το λαϊκό εξορίστηκε από το ραδιόφωνο, έπαψε να ακούγεται και τείνει να μην παράγεται απειλούν να αποσύρουν τα δικά τους διαφημιστικά πακέτα.

Έτσι δεν αποκλείεται σε λίγο να δούμε να αλλάζει πάλι το τοπίο».