Μία «συγκλονιστική μαρτυρία», που αμφισβητεί «τη σύγχρονη δεξιά ιστοριογραφία» για τον Εμφύλιο είναι ο «Κόκκινος Επιτάφιος» της Γιόνας Μικέ Παϊδούση
«Κάπου σε μια γωνιά στη γη της Τροιζηνίας βρισκόταν ο ασβεστόλακκος που είχε δεχτεί τα εφτά εσφαγμένα νεανικά κορμιά. Ο πρωτεργάτης του ανόσιου φονικού και οι συνένοχοί του έφευγαν από τη ζωή και άφηναν ανεπιθύμητη κληρονομιά στους απογόνους τους το ξόανο της τύψης εκεί στον ασβεστόλακκο».

Έτσι ξεκινάει ένα βιβλίο που οι ειδικοί αξιολογούν ως ιδιαίτερα σημαντικό για την αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας. «Πρόκειται για συγκλονιστική μαρτυρία για την περίοδο από τις αρχές του ΄43 μέχρι τα τέλη του ΄44 στην περιοχή», λέει ο καθηγητής Ηλίας Νικολακόπουλος. «Η Αργολίδα είναι για τη σύγχρονη δεξιά ιστοριογραφία ένας εμβληματικός τόπος όπου μπορεί να αναδειχθεί η λεγόμενη «κόκκινη βία». Η περιοχή των Διδύμων, του χωριού για το οποίο μιλάει η συγγραφέας του «Κόκκινου Επιταφίου», είναι για τη στρατευμένη δεξιά ιστοριογραφία αποκλειστικά βάση του ΕΛΑΣ και έδρα ανταρτοδικείων».

Η συγγραφέας Γιόνα Μικέ Παϊδούση, με πλούσιο λογοτεχνικό και λαογραφικό έργο στο ενεργητικό της, αποφάσισε να τυπώσει, με λογοτεχνική αφήγηση, τη μαρτυρία της για το τι συνέβη την εποχή εκείνη, κυρίως στις εκκαθαρίσεις του 1944, στην περιοχή της. Ο αδελφός της

ΙΝFΟ

Γιόνα Μικέ Παϊδούση, «Κόκκινος Επιτάφιος», Εκδόσεις Βιβλιόραμα, σελ. 336, τιμή: 15 ευρώ.

Γιώργος ήταν ο επικεφαλής μιας ομάδας από επτά Επονίτες (πέντε αγόρια και δύο κορίτσια), που προσπάθησαν να στήσουν οργάνωση στο Κάτω Φανάρι, εκτελέστηκαν όμως στην πλατεία του χωριού και τα πτώματά τους πετάχτηκαν σε έναν ασβεστόλακκο.

Το έγκλημα όμως δεν είχε ολοκληρωθεί: «Ο αρχικός νοικοκύρης του χωραφιού, το έδωσε προίκα στην κόρη του και ο γαμπρός του έβαλε μια μπουλντόζα, ανάσκαψε το λάκκο, ξέθαψε τα σεμνά οστά, τα έκανε σκόνη και ύστερα ο νοικοκύρης σκόρπισε τη σκόνη στα χωράφια του για λίπασμα», γράφει η συγγραφέας. Εξήντα χρόνια έκανε να σπάσει η ένοχη σιωπή. Η Γιόνα Μικέ Παϊδούση ερεύνησε τα γεγονότα και στο βιβλίο της κατονομάζει τους δωσίλογους- πρωταγωνιστές όχι μόνο του συγκεκριμένου εγκλήματος αλλά και άλλων ιστοριών κατάδοσης που οδήγησαν στις εκκαθαρίσεις από Γ ερμανούς και ταγματασφαλίτες.

«Ακόμα κι αν το διαβάσεις ψυχρά, φαίνεται πολύ καλά η αγριότητα που εκδήλωσε ο συντηρητικός μικρόκοσμος της Πελοποννήσου- ένα μείγμα αξιωματικών και μικρών προυχόντων των κωμοπόλεων», είπε κατά την παρουσίαση του βιβλίου στο Μουσείο Μπενάκη, από τις Εκδόσεις Βιβλιόραμα, ο Ηλίας Νικολακόπουλος.

Οι συγκρούσεις στην περιοχή είχαν να κάνουν και με το γεγονός ότι εκείνη την εποχή η φιλοβασιλική δεξιά είχε συντριπτικά πλειοψηφικά ποσοστά και κομμουνιστές πρακτικά δεν υπήρχαν. Το ΕΑΜ άντλησε από τους οπαδούς του Κόμματος Φιλελευθέρων και οξύνθηκαν οι υπάρχουσες αντιθέσεις των δύο παρατάξεων. Η συγγραφέας έχει αξιοθαύμαστη αντικειμενικότητα, είπαν όλοι οι ομιλητές. Γράφει άλλωστε και για την άλλη πλευρά: «Είχε γίνει κοινό και ανομολόγητο μυστικό πως στη Μικρή Σπηλιά είχε οργανωθεί και λειτουργούσε στρατόπεδο συγκέντρωσης δωσιλόγων και ότι γίνονταν εκτελέσεις κρατουμένων. Εγώ ύστερα από κάποια τέτοια είδηση ένιωθα να απομακρύνομαι ψυχικά από την Οργάνωση».

Το βιβλίο έχει και λογοτεχνική αξία. «Παραπέμπει σε αρχαία τραγωδία», είπε ο κριτικός Γιώργος Λεωτσάκος. «Στο κορύφωμα η σκηνή της εκτέλεσης παραπέμπει στις ευριπίδειες «Βάκχες»». Ενώ ο συγγραφέας Δημήτρης Παπαχρήστος, στον οποίο πρωτοέφθασε το χειρόγραφο, μίλησε για «βιβλίο που θα μείνει, βιβλίο- μνημείο που πρέπει να φτάσει στα σχολεία».

Την έσωσε ο έρωτας


Το ότι σώθηκε η συγγραφέας στη λαίλαπα των εκκαθαρίσεων και δεν είχε την τύχη του αδελφού της οφείλεται και…

στον έρωτα. Ο ανακριτής της, ένας Έλληνας γερμανοντυμένος γκεσταπίτης, την ερωτεύτηκε και της κατονόμασε όχι μόνον εκείνους που την κατέδωσαν αλλά και για τι ακριβώς την κατηγορούν. Ήταν ένας Μανιάτης πρώην καταδικασμένος για φόνο, που μπήκε στα Τάγματα Ασφαλείας για να γλιτώσει. Και που τη ζήτησε σε γάμο, ζητώντας της να εγκατασταθούν μετά τον πόλεμο στην… Αγγλία. «Τούτος ο άνθρωπος, αν και ήταν έμπιστος των Γερμανών, μιλούσε για διαβίωση στην Αγγλία. Και ο αδελφός του, νομίζω, υπηρετούσε ως αεροπόρος στη Μέση Ανατολή. Πόσο βρόμικος και σιχαμερός ήταν τούτος ο πόλεμος».