Δημήτρης Παντερμαλής

Ομότιμος καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, πρόεδρος του Μουσείου Ακρόπολης

Τα βραδινά μαθήματα σε φοιτητές

Είχα γυρίσει πρόσφατα από τη Γερμανία κι είχα τον ζήλο να κάνω ιδιαίτερες ασκήσεις στους φοιτητές πέρα από τα προγραμματισμένα μαθήματα. Το γεγονός ότι μάζευα τους φοιτητές αργά το βράδυ, όμως, θεωρήθηκε ύποπτο και μια μέρα με κάλεσε ο επίτροπος του πανεπιστημίου και με ρωτάει:

–Για ποιον λόγο συγκεντρώνετε το βράδυ τους φοιτητές;

–Κάνουμε ασκήσεις αρχαιολογίας.

–Μα είναι δυνατόν; Μέσα στη νύχτα;

–Κι όμως είναι!

Τελικά φαίνεται ότι ήρθαν και παρακολούθησαν κάποιο βράδυ, διαπίστωσαν ότι δεν συνέβαινε κάτι ύποπτο και με άφησαν στην ησυχία μου.

Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα

Ομότιμη καθηγήτρια στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης

Η άρνηση της υποτροφίας

Δεν θα ξεχάσω την έκπληξή μου όταν πήγα να εκδώσω πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων που ήταν απαραίτητο για να πάρω την υποτροφία του Κρατικού Ιδρύματος Υποτροφιών για να συνεχίσω τις σπουδές μου στο Παρίσι. Αν και κάθε χρόνο προσκόμιζα, καθώς ήδη ως φοιτήτρια ήμουν έξι χρόνια υπότροφος του ΙΚΥ, εκείνη τη χρονιά μού αρνήθηκαν την έκδοσή του επειδή υπήρχε ανώνυμη καταγγελία ότι στο σπίτι μου σύχναζε ο Μίκης Θεοδωράκης. Το θέμα ήταν ότι δεν γνώριζα προσωπικά τον Θεοδωράκη. Μετά το πρώτο σοκ, θυμήθηκα ότι είχα έναν γνωστό με παρόμοιο επίθετο και ενημέρωσα την Αστυνομία ότι μάλλον είχε γίνει παρεξήγηση. Ομως ούτε αυτή η διευκρίνιση έλυσε το πρόβλημα, διότι και ο εν λόγω φίλος ήταν αριστερός! Τελικά χρειάστηκε να παρέμβει ένας οικογενειακός φίλος, ο οποίος με έστειλε σε κάποιον υψηλά ιστάμενο λέγοντάς μου «δεν θα φύγεις από κεί χωρίς το χαρτί». Τελικά πήρα το πιστοποιητικό και με ταχύτητα κεραυνού φύγαμε με τον άνδρα μου για το Παρίσι.

Πέτρος Θέμελης

Ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, υπεύθυνος της ανασκαφής στην Αρχαία Μεσσήνη

Η θητεία των 10 ημερών

Ιούλιος του 1974. Απολαμβάνω τις διακοπές μου σε παραλία της Χαλκιδικής, όταν το ραδιοφωνάκι μου αρχίζει να εκπέμπει όχι τραγούδια, αλλά ακατανόητες εντολές για χρώματα απολυτηρίων και επιστράτευση. Φεύγω ολοταχώς. Στον δρόμο συναντώ μόνο χαλασμένα τανκς. Σπεύδω για τη μονάδα μου στη Νέα Αγχίαλο. Με υποδέχονται αδιάφορα και με μια κουβέρτα υπό μάλης με στέλνουν στο σχολείο. Στη μονάδα δεν υπήρχε αντίσκηνο ελεύθερο, ούτε εξάρτυση, ούτε οπλισμός. Για το σκληρό τσιμεντένιο δάπεδο του σχολείου και το ισχνό συσσίτιο με αποζημίωναν οι καθημερινοί περίπατοι στις κολοσσιαίες παλαιοχριστιανικές βασιλικές και η παρέα των φίλων. Η όλη θητεία μου δεν ξεπέρασε τις δέκα μέρες (τι φιάσκο, Θεέ μου!).

Στέλλα Δρούγου

Ομότιμη καθηγήτρια στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Πάσχα στον Αγιάννη τον Χρυσόστομο

Θεσσαλονίκη, Πάσχα 1968. Εκλεινε κιόλας ένας χρόνος με τη χούντα στη χώρα. Μερικοί δεν μπορούσαν ακόμη να το πιστέψουν, άλλοι είχαν χάσει ήδη τη ζωή τους! Είχε περάσει κιόλας ένας χρόνος με κρυμμένες ειδήσεις, με φήμες, με τις συνοικίες να «βράζουν», με τον φόβο και την καχυποψία να μεγαλώνουν. Το πανεπιστήμιο έμοιαζε με σκοτεινό καράβι, συνεχώς ερήμωνε, γεμάτο με παγίδες.

Κατά τα μεσάνυχτα σηκωθήκαμε να πάμε στον Αγιάννη τον Χρυσόστομο, κάτω από το Παπάφειο, για την Ανάσταση. Εκανε παγωνιά σαν να ήταν χειμώνας. Οι δρόμοι ήταν σκοτεινοί και οι διαβάτες λιγοστοί. Ασυνήθιστη εικόνα για Μεγάλο Σάββατο!

Φτάσαμε στον αυλόγυρο της εκκλησίας. Ηταν ακόμη σκοτεινά, μια και δεν είχε «βγει» ακόμη το φως. Στις γωνιές της αυλής, στους γύρω δρόμους είδαμε στρατιώτες οπλισμένους με προτεταμένα τα όπλα. Αλλόκοτη εικόνα για τέτοια μέρα! Ούτε το φως, ούτε το «Χριστός Ανέστη» δεν πήραν τη σκοτεινιά και τον φόβο. Μας πήρε ο πατέρας από κοντά και γυρίσαμε σιωπηλοί στο σπίτι. Δεν είχε ανάσταση τη χρονιά εκείνη, αλλά ούτε και τις επόμενες. Αλλωστε γρήγορα ήρθαν τα χειρότερα, με τον χειμώνα να κρατά χρόνια ακόμη.

Δημήτρης Φιλιππίδης

Αρχιτέκτονας

Παντού τα εμβατήρια

Τι ήταν η μοιραία εκείνη μέρα; Πόσο δύσκολο να την ανασυντάξεις, έπειτα από όσα μεσολάβησαν. Η μνήμη πάντως έχει κρατήσει την ανοιξιάτικη ατμόσφαιρα: μεθυσμένες νεραντζιές, μια γλυκιά λιακάδα. Είχαμε βγει μουδιασμένοι στους έρημους από αυτοκίνητα δρόμους μήπως και καταλάβουμε τι τρέχει. Κοιταζόμασταν με τους άλλους ανέκφραστα, ποιον να εμπιστευτείς σήμερα; Παντού τα εμβατήρια. Θυμάμαι να κοιτάζω αυτά τα μάγια της φύσης και να με πιάνουν τα κλάματα. Οσο και να είχαμε ταλαιπωρηθεί τον τελευταίο καιρό αγωνιώντας, όσο κι αν έβλεπες παντού τα προειδοποιητικά σημάδια, αυτό το τελεσίδικο γεγονός ήταν κάτι αβάσταχτο. Κάτι σαν συλλογικός θάνατος.

Τάκης Τζαμαργιάς

Σκηνοθέτης

Φόβος και τρομοκρατία

Προέρχομαι από τις συνοικίες του Πειραιά, συγκεκριμένα από το Κερατσίνι και τα Ταμπούρια. Η 21η Απριλίου ήταν για εμάς μια μέρα αργίας –μη αναμενόμενης –καθώς ήμουν στη Γ’ Δημοτικού. Δεν χρειάστηκαν πολλά χρόνια πάντως: ήδη από τη Στ’ Δημοτικού είχα αρχίσει να συνειδητοποιώ πολλά πράγματα για το τι σημαίνει στρατοκρατία. Και αυτό που θυμάμαι είναι ο φόβος και η τρομοκρατία. Στο περιβάλλον μας υπήρχαν αρκετοί που αντιστάθηκαν, όχι και μεγάλος αριθμός, από την άλλη αυτό που διαμόρφωσε η δικτατορία είναι ότι ουσιαστικά δεν καταφέραμε να δημιουργήσουμε αυτό που λέμε κουλτούρα δημοκρατίας. Υπήρχε τόση φόρτιση μετά τη χούντα και ο τρόπος που αυτό απελευθερώθηκε δεν βρήκε σωστές διόδους. Από τον απόλυτο τρόμο περάσαμε στην ανοχή.

Κατερίνα Κοσκινά

Διευθύντρια Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης

Πόρτες που έκλειναν

Την ημέρα που έγινε το πραξικόπημα, στο σπίτι μας επικρατούσε φοβερή αναστάτωση. Ο παππούς μου ήταν βουλευτής της Ενωσης Κέντρου και πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου στην Κέρκυρα και το τηλέφωνο –με τριψήφιο αριθμό τότε –δεν σταματούσε να χτυπά. Δεν θα ξεχάσω το ποδοβολητό, τη φασαρία, τις πόρτες που έκλειναν για να γίνουν συζητήσεις. Προσπαθούσαν να μου εξηγήσουν ότι συμβαίνει κάτι πολύ σημαντικό που θα επηρεάσει τη ζωή μας και μου επεσήμαναν ότι πρέπει να προσέχω τι λέω στο εξής. Επειδή δεν προλάβαιναν δε, πολλές φορές απαντούσα εγώ στο τηλέφωνο με τον πιο ευγενικό και σωστό τρόπο που μπορούσα. Καταλάβαινα ότι επρόκειτο για κάτι κακό, αλλά κατά βάθος μου άρεσε όλη αυτή η αναστάτωση, διότι ένιωθα να έχει αναβαθμιστεί ο ρόλος μου μέσα στην οικογένεια. Ενιωθα πλέον σημαντική.

Δημήτρης Πιατάς

Ηθοποιός

Τα κουδούνια των σπιτιών

Η προσωπική μου ανάμνηση είναι ότι δεν κάναμε μάθημα. Μας είπαν ότι το βράδυ δεν θα επιτρεπόταν να κυκλοφορήσουμε στους δρόμους, ήταν στρατιωτικός νόμος και η συμμορία των φίλων μου δεν μπορούσε να το αποδεχτεί αυτό. Δώσαμε ραντεβού σε μια έρημη πλατεία της Αθήνας στα Θυμαράκια και πηγαίναμε και χτυπάγαμε τα κουδούνια των σπιτιών και φεύγαμε. Ηταν η πλέον επαναστατική μας πράξη τότε, γιατί δεν είχαμε καμία συνείδηση των πραγμάτων. Η αιτία αυτής της πράξης ήταν η προσωπική διάθεση για πλάκα. Χωρίς να ξέρουμε τότε ότι η χούντα ήταν της πλάκας. Πράγματι, αν μη τι άλλο, ήταν άνθρωποι γραφικοί τουλάχιστον. Το δυστύχημα είναι ότι η ίδια η χώρα μας ήταν γραφική και αποδέχτηκε αυτού του είδους τη γραφικότητα. Η χούντα θα έπρεπε να πέσει το επόμενο δευτερόλεπτο. Θυμάμαι ότι τα βράδια ακούγαμε ξένους σταθμούς όπως το BBC.

Θοδωρής Γκόνης

Σκηνοθέτης

Ο κύριος με την καμπαρντίνα

Κάποιοι άνθρωποι από το οικογενειακό και το φιλικό περιβάλλον ξαφνικά εξαφανίστηκαν, χωρίς εμείς τα μικρά παιδιά να ξέρουμε γιατί. Σαν να έφευγαν σε ταξίδι, θυμάμαι έναν κύριο με μια καμπαρντίνα που έπαιζε το πρωί μαζί μας μπάλα, ο οποίος δεν ξαναήρθε. Ρωτούσαμε λοιπόν επίμονα πού πήγε και μας είπαν ότι είχε φύγει στο εξωτερικό. Στο σχολείο τη μια μέρα ο δάσκαλος κατέβασε τα πορτρέτα της βασιλικής οικογένειας και ύστερα από 4-5 μέρες τα ανέβασε ξανά. Αργότερα τα αποκρυπτογράφησα. Με μια τρυφεράδα σκέφτομαι αυτούς τους ανθρώπους τώρα, πολλοί από αυτούς δεν ζουν και ήταν από αυτούς που όταν επέστρεψαν δεν είπαν τίποτα.

Δημήτρης Αντωνακάκης

Αρχιτέκτονας

Οι φίλοι που κινδυνεύουν

21 Απριλίου 1967. Γκρίζο πρωινό. Μ’ ένα ραδιόφωνο που εκπέμπει συνεχώς στρατιωτικά εμβατήρια. Κάθε τόσο μια μονότονη επανάληψη: «Ο στρατός…, η επανάσταση…, ο πρόεδρος, τα μέλη». Χωρίς τηλέφωνο –απομόνωση. Αδυναμία επικοινωνίας –σήμερα αδιανόητη. Ξαφνικά μόνοι σε μια μεγαλούπολη που ξύπνησε με τα άρματα μάχης στους δρόμους της. Ξένος ο Λυκαβηττός κι απόμακρη η Ακρόπολη… Πάνω που είχαμε πάρει μια ανάσα… Ενα ρήγμα ανάμεσα σε μας και την ελπίδα. Ενα κενό στο στομάχι. Οι φοιτητές, ο σύλλογος –η αρχιτεκτονική…«Μέσα σε πόλεμο –φαντάσου…» η αρχιτεκτονική. Πρώτη σκέψη: οι φίλοι που κινδυνεύουν: Ο πατέρας, ο Φίλιππος, η Ανθή, ο Δημήτρης και τόσοι άλλοι, αυτοί που αργότερα πήραν απάνω τους την ευθύνη να διασώσουν τη χαμένη αξιοπρέπειά μας «σώζοντας το σπέρμα της φωτιάς που να μην είναι ανάγκη απ’ άλλον ν’ ανάβει».

Σουζάννα Αντωνακάκη

Αρχιτεκτόνισσα

Ο φόβος που απλωνότανε

«Ο φόβος / Ονομα ουσιαστικόν / στην αρχή ενικός αριθμός / και μετά πληθυντικός / οι φόβοι / οι φόβοι / για όλα από δώ και πέρα» (Κική Δημουλά). Θυμάμαι με πόνο εκείνη την ημέρα: Ητανε άνοιξη. Πλησίαζε το Πάσχα. Παραμονές εκλογών. Τα πρόσφατα γεγονότα δημιουργούσαν υποψίες καθώς κυκλοφορούσαν φήμες για κίνδυνο βίαιης ανατροπής της ήδη ταραγμένης πολιτικής κατάστασης της χώρας. Κι όμως η καθημερινότητα κυλούσε: το σπίτι, τα παιδιά, οι φίλοι, η αρχιτεκτονική μάς συντρόφευαν και μας παρηγορούσαν και ξαφνικά μας βρήκε ο φόβος. Ο φόβος απλωνότανε εκείνη τη μέρα από το σπίτι στη γειτονιά, στην πόλη. Και το άδικο της επικράτησης και πάλι της βίας στη μοίρα της ταλαίπωρης χώρας μας με πήγε πολύ μακριά στη σκιά του πολέμου και στον Εμφύλιο, στον τρόμο και στον φόβο που σημάδεψε τις μνήμες των τρυφερών παιδικών μου χρόνων.

Θανάσης Βαλτινός

Συγγραφέας

Ο «Σέφερης»

Ημασταν λίγοι άνθρωποι που την περίοδο της χούντας υπέγραφαν διαμαρτυρίες. Είχα κάνει κι εγώ μία με τον Σεφέρη μπροστά. Το αποτέλεσμα ήταν λόγω αυτών των μικρών αντιδράσεων να με καλούν κάθε τόσο στην Ασφάλεια που ήταν στη Μεσογείων. Σε μία από αυτές ήταν ο αστυνόμος Μάρκου και αφού με άφησε όρθιο μπροστά του, ενώ φυλλομετρούσε τα χαρτιά του, τηλεφωνούσε στη γυναίκα του για την ψαρόσουπα, γυρίζει εν τέλει και μου λέει: «Εσύ έγραψες κάτι μ’ έναν Σέφερη». Εγώ, αποφασισμένος να τον βάλω στη θέση του, του λέω «Σεφέρης, το πρώτο Νόμπελ της Ελλάδος», μ’ ένα ιταμό ύφος. Εκείνος με κοιτάζει ουδέτερα και με τον ίδιο τόνο μού λέει: «Στ’ απαυτά μου», κυριολεκτικά όμως. Ετσι, κατάλαβα ότι εκεί δεν χωρούσαν μαγκιές και κατάλαβα το επίπεδο της όλης ιστορίας και τον τρόπο που θα εκφραζόταν.

Γιώργος Λαζόγκας

Εικαστικός, ομότιμος καθηγητής

στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών

Οι ανάσες σε τρία στέκια

Χούντα. Εποχή ακινησίας, λήθαργου στις τέχνες, στη σκέψη και στον πολιτισμό. Εμενα στη Θεσσαλονίκη και υπηρετούσα στην Ανδραβίδα. Τότε ζωγράφισα τη σειρά με τους στρατιώτες και στις πολύωρες σκοπιές τα κολάζ από τα σκισμένα γράμματα και περιοδικά που πετούσαν οι φαντάροι. Η μεγάλη όμως ανάσα για μένα κατοικούσε σε τρία στέκια: Στη Βιβλιοθήκη της οδού Χρυσοστόμου Σμύρνης, με τον Μανόλη Αναγνωστάκη, τις τρυφερές υποδείξεις του σε βιβλία και απαντήσεις με ανοιχτούς ορίζοντες στα ερωτήματα και τις αγωνίες μου, στο πατάρι του ΖΜ, του Παύλου και της Μίνας Ζάννα, αργότερα της Μάρως Λάγια και της Κατερίνας Καμάρα όπου εξέθεσα και σύχναζαν Μαρωνίτης, Φατούρος, Ανδρόνικος, η Αλκηστη Νέστορος και τόσοι άλλοι, όπως και στη Μικρή Πινακοθήκη του Ντίνου Χριστιανόπουλου.

Εύα Καραϊτίδη

Εκδότρια (Βιβλιοπωλείον της Εστίας)

Κακοπαθημένα λεωφορεία, αγενείς ταξιτζήδες

Η δικτατορία με βρήκε στην Στ’ Δημοτικού του Αρσακείου και με άφησε φοιτήτρια στην άθλια τότε, σε γενικές γραμμές, Φιλοσοφική Αθηνών. Τη συνδέω με μια γκρίζα πόλη χωρίς διεξόδους τέχνης, με κακοπαθημένα λεωφορεία και αυταρχικούς ταξιτζήδες, με εμφανή την καχυποψία σε κάθε δημόσιο χώρο. Με ένα σχολικό περιβάλλον σκυθρωπό, άγονο και ανελεύθερο –αλλά και με μίνι φούστες πορτοκαλιές και καλσόν Μπερκσάιρ εκτός σχολείου, με κιθάρες και Μπαέζ, με τον αδελφό μου να φέρνει δίσκους του Θεοδωράκη από την Αγγλία κρατώντας τους θρασύτατα στο χέρι του κάτω από μια καμπαρντίνα. Με τα πηλιορείτικα, ευωδιαστά πλατάνια, όπου γνώρισα τους ακούρευτους θεσσαλονικιούς φοιτητές που είναι ακόμα φίλοι μου. Θυμάμαι το δέος μου για κάποιες συμμαθήτριές μου, για τη Γιούλα Μήνη, ανιψιά του αντιστασιακού αξιωματικού της Αεροπορίας, για τη Μαρία Κλάρα, ανιψιά του ηρωικού, στα μάτια μας, καπετάνιου Αρη Βελουχιώτη. Θυμάμαι τη Στ’ Γυμνασίου με ολόκληρο το 2ο Γυμνάσιο Ψυχικού να «βουίζει» την ώρα της εορταστικής συγκέντρωσης και τις καθηγήτριές μας να τρέχουν ξετρελαμένες πέρα δώθε προσπαθώντας –ματαίως –να ανακαλύψουν πίσω από τα σφραγισμένα χείλη μας ποιες «γιουχάραμε» την 21η Απριλίου.

Τα τελευταία χρόνια της χούντας συνδέονται για μένα με φιλίες που παραμένουν ζωντανές και με το άνοιγμα προς μια νέα,μυστηριώδη και απρόσμενη ζωή, με μια αγωνιώδη σχεδόν αναζήτηση δικαιοσύνης, ποιότητας, τέχνης. Το μόνο σύνθημα που δεν επανέλαβα ποτέ στις διαδηλώσεις ήταν το «θάνατος στον τύραννο». Τότε ντρεπόμουνα, σήμερα όμως είμαι υπερήφανη για την απέχθειά μου προς τη βία.

Ακύλλας Καραζήσης

Σκηνοθέτης, ηθοποιός

Το σχολικό που δεν ήρθε

Ημουν δέκα χρονών, στη Δ’ Δημοτικού, και ήταν κάπου πριν από τη Μεγάλη Εβδομάδα. Το πατρικό μου ήταν στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, κοντά στον κινηματογράφο Ολύμπιον. Θυμάμαι ότι εκείνες τις μέρες θα έπαιζε εκεί το «Κατά Ματθαίον» του Παζολίνι. Το πρωί της 21ης Απριλίου περίμενα το σχολικό και το σχολικό δεν ήρθε. Μας είπαν ότι έγινε πραξικόπημα και ότι πρέπει να πάμε στα σπίτια μας. Πολύ έντομα θυμάμαι ότι ήρθαν στο σπίτι μας φίλοι του πατέρα μου, ο οποίος ήταν κεντρώος, και του φώναξαν ότι έγινε στρατιωτικό πραξικόπημα. Υπήρχε απαγόρευση κυκλοφορίας τις επόμενες δύο μέρες και δεν πήγαμε σχολείο. Η καλύτερή μου φίλη είχε έρθει με τους γονείς της στο σπίτι μας το απόγευμα και μετά την απαγόρευση κυκλοφορίας το βράδυ δεν μπορούσαν να φύγουν και έτσι διανυκτέρευσαν στο σπίτι μας. Το ένιωθα σαν μια περιπέτεια, αρνητική μεν γιατί άκουγα από τους μεγάλους για τη δικτατορία, ήμουν σε ένα περιβάλλον αντιχουντικό ως προς τις πεποιθήσεις, όχι ως προς τις πράξεις. Ακούγαμε συνεχώς εμβατήρια στο ραδιόφωνο και ήταν πράγματα που με τάραζαν και δεν μου άρεσαν. Αρχισα να βλέπω μια όψη που δεν την ήξερα, αυτή του ελληνικού κομφορμισμού.

Πάνος Χαραλάμπους

Εικαστικός, πρύτανης στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών

Βινύλια στη λίμνη Αμβρακία

Ηταν Απρίλιος του 1967, λίγες μέρες μετά το πραξικόπημα. Πήραν τον πατέρα μου στην εξορία. Πριν φύγει, όμως, μου ανέθεσε το καθήκον να κρύψω τη δισκοθήκη των Λαμπράκηδων, η οποία είχε διασκορπιστεί κι ένα μέρος της είχε βρεθεί στο σπίτι μας. Μερικούς από τους δίσκους τούς έθαψα στον κήπο. Μερικούς άλλους τους φόρτωσα σε σακούλες και ανέβηκα σε μια βενζινάκατο με σκοπό να τους αφήσω σε μια κρυψώνα στην άλλη όχθη της λίμνης Αμβρακίας. Κάποιος όμως με κάρφωσε και καταμεσής της λίμνης με σταμάτησαν. Σε λίγη ώρα μια μεγάλη επιφάνεια είχε γεμίσει με δίσκους βινυλίου που «πνίγονταν» αργά. Δεν με πείραξαν. Χρόνια αργότερα έφτιαξα ένα έργο με αυτή την εικόνα των δίσκων που βυθίζονταν στο νερό υπό τον τίτλο «Στο νερό πνιγμένος».

Θέμις Μπαζάκα

Ηθοποιός

Οι γονείς που φώναζαν τα παιδιά

Την περίοδο του πραξικοπήματος ζούσαμε στα Γιαννιτσά όπου οι γονείς μου ήταν διορισμένοι δάσκαλοι εκεί. Μέναμε σ’ ένα σπίτι που ήταν μονοκατοικία και είχε έναν τεράστιο κήπο με λωτούς όπου έρχονταν τα παιδιά της γειτονιάς και παίζαμε. Κι αυτό που θυμάμαι σαν να ήταν χθες ήταν πως την 21η Απριλίου μας φώναξαν με τρομερά έντρομη φωνή «γρήγορα όλοι μέσα στο σπίτι, όλοι στα σπίτια σας«. Ολοι αντιδρούσαμε γιατί ήταν απόγευμα, άνοιξη, και ήμασταν φουλ στο παιχνίδι και δεν θέλαμε να μπούμε μέσα. Ερχονταν έντρομοι γονείς κι έπαιρναν τα παιδιά και οι δικοί μας γονείς μάς έκλεισαν μέσα στο σπίτι κι άκουγαν από ένα τρανζιστοράκι ότι έγινε πραξικόπημα. Εγώ δεν καταλάβαινα τι ήταν αυτό και γιατί μου απαγόρευε να παίζω έξω.

Αργύρης Μπακιρτζής

Μουσικός

Τα σχέδια των εκκλησιών

Στο μάθημα της Μορφολογίας στο Πολυτεχνείο είχαμε να κάνουμε ένα σχέδιο εκκλησιών. Είχαμε πάει, λοιπόν, σ’ ένα σπίτι και με τους συμφοιτητές μου σχεδιάζαμε, λίγες μέρες μετά το πραξικόπημα. Οταν γυρίζαμε σπίτι κατά τις 12.00 με 1.00 το βράδυ, έχοντας το σχέδιο των εκκλησιών μαζί μας, μας σταμάτησαν κάποιοι αστυνομικοί και μας πήγαν στο τμήμα. Εκεί άνοιξαν τα σχέδια και μας ρώτησαν: «Εδώ τους κρύβετε;». Δεν καταλάβαμε τι εννοούσαν και τους λέω: «Μα καλά, είναι δυνατόν; εκκλησίες είναι». Μέχρι να καταλάβουν όμως ότι πραγματικά ήταν σχέδια εκκλησιών, πήρε χρόνο.

Ολια Λαζαρίδου

Ηθοποιός

Ενα κατάμαυρο σημαδάκι

Κυνηγιόμουν με άλλα παιδιά στον κήπο του οικοτροφείου του Αρσακείου όπου βρισκόμουν, είχα πέσει ανάσκελα στο χώμα λαχανιασμένη και στο κέντρο του ήλιου που μου θόλωνε τα μάτια σαν να είδα ξαφνικά ένα μαύρο, κατάμαυρο σημαδάκι. Από τη μέρα εκείνη κάτι άλλαξε οριστικά. Ηρθαν η χούντα, η εφηβεία και μαζί το τέλος της αίσθησης παντοδυναμίας που έχει κανείς πάντα στην παιδική ηλικία.