Θανάσης Νιάρχος: Κατ’ αρχάς, επιλέξατε έναν άνδρα για τον ρόλο της ηρωίδας στη «Σονάτα του σεληνόφωτος» του Γιάννη Ρίτσου και μάλιστα έναν άνδρα όπως είναι ο Γιάννης Παλαμίδας με γένια, στιβαρός…

Σταύρος Ξαρχάκος: Παρακαλώ, αν είναι δυνατόν, να απαλείψουμε τις λέξεις «με γένια» και «στιβαρός», γιατί στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχει καμιά σημασία ο σωματότυπος. Αλλα πράγματα παίζουν ρόλο και μάλιστα πολύ ουσιώδη. Δεν μου χρειάζεται ένας ηθοποιός όσο μεγάλος κι αν θα ήταν, μου χρειάζεται ένας άνθρωπος που να έχει βιώσει κάποια πράγματα, να έχει κάποια σχέση με το κείμενο. Ενας ηθοποιός θα το παρίστανε το κείμενο, αλλά εμένα αυτό δεν μου φτάνει. Αντίθετα, ο Παλαμίδας κουβαλάει το βίωμα του ποιήματος και το «αλλόκοτο» που θέλω να υπαινιχθώ με την παράστασή μου.

Θ.Ν.: Γιατί όμως άνδρας;

Στ.Ξ.: Οταν άρχισα να μελετάω τη νομοθεσία της «Σονάτας του σεληνόφωτος» ανακάλυψα –ανακάλυψα; Τέλος πάντων, μια λέξη είναι και αυτή –ότι όλο το κείμενο δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια εξομολόγηση, όχι εξομολόγηση, μια αυτοψυχανάλυση ή μάλλον, ακόμη καλύτερα, ένα ψυχογράφημα του ίδιου του ποιητή. Κατέληξα δηλαδή σε άνδρα ερμηνευτή γιατί το ίδιο το κείμενο με οδηγούσε προς τα κει. Δηλαδή, πρόκειται για έναν λόγο εντελώς νομοτελειακό. Δεν έχουμε να κάνουμε με καμιά ηλικιωμένη, γηραιά κυρία, πρόκειται για τον ίδιο τον ποιητή. Αν σκεφτούμε ότι ο Γιάννης Ρίτσος έπαιζε πιάνο ο ίδιος, δεν θα μας φανεί καθόλου τυχαίο ότι τη «Σονάτα του σεληνόφωτος» τη συνοδεύει πιάνο. Είναι πολλά που συνδέουν το κείμενο αυτό με τον ίδιο τον ποιητή, όπως είναι και πολλά αυτά που θα ήθελε να τον συνδέουν ή μπορεί και να μην τον συνδέουν. Είναι ένα αριστουργηματικό κείμενο η «Σονάτα του σεληνόφωτος». Και μόνον αυτό να είχε γράψει ο Γιάννης Ρίτσος θα ήταν αρκετό για να καταχωριστεί στην τριάδα των πολύ μεγάλων σύγχρονων ποιητών μας.

Θ.Ν.: Πώς γίνεται σε μια εποχή με τόσο άφθονη ελληνική και ξένη ποιητική συγκομιδή, να επιστρέφουμε σε κείμενα που έχουν γραφτεί πριν από πενήντα και εξήντα χρόνια;

Στ.Ξ.: Κατ’ αρχάς μέσα σε αυτή την τόσο καταιγιστικά παραπληροφορημένη καθημερινή μας ζωή, έχουμε ανάγκη να πάρουμε κάποια ανάσα, έχουμε ανάγκη να αποσυρθούμε λιγάκι και να κοιτάξουμε προς τα μέσα και όχι μόνο προς τα έξω. Πού θα ανατρέξουμε λοιπόν για να βρούμε αυτή την εσωστρέφεια; Δεν ισχυρίζομαι ότι δεν υπάρχουν αξιόλογα κείμενα στην εποχή μας. Ομως, από τη μια, η γλώσσα μας που τόσο πολύ κακοπαθαίνει και από την άλλη, όλα αυτά τα συνοφρυωμένα πρόσωπα που συναντάς στους δρόμους ή όλοι αυτοί οι δυστυχείς που ψάχνουν στους κάδους των σκουπιδιών, δεν αισθάνεσαι την ανάγκη όταν γυρίζεις αποκαμωμένος στο σπίτι σου να ανοίξεις έναν Παπαδιαμάντη και να διαβάσεις; Δεν νομίζω ότι τώρα ξαφνικά ξαναγυρίζουμε πίσω. Αυτό γινόταν πάντα.

Θ.Ν.: Δεν είναι δηλαδή μόνο το γεγονός ότι ο Γιάννης Ρίτσος προσφέρει με τη «Σονάτα του σεληνόφωτος» σε έναν συνθέτη το στέρεο έδαφος μιας μεγάλης ποιητικής σύνθεσης;

Στ.Ξ.: Πολύ εξειδικευμένη η ερώτησή σας, αλλά θα σας απαντήσω. Κατ’ αρχάς, είναι ένα κείμενο που με είχε συνοδεύσει στην αυτοεξορία μου στο Παρίσι, το 1968. Είναι γεγονός ότι είμαι ένας άνθρωπος που τον επηρεάζουν πάρα πολύ οι ήχοι. Οχι μόνο οι ήχοι της φύσης, μιλάω και για τον ήχο σε σχέση με τον συνομιλητή που έχω απέναντί μου. Μου έστελναν τότε –εννοώ στο Παρίσι –από την Αθήνα βιβλία και δίσκους βινυλίου, συγκεκριμένα μία σειρά δίσκων που έκανε ο Ικαρος με τη Λύρα και λεγόταν «Ποιητές διαβάζουν ποιητές». Ανάμεσά τους ο Σεφέρης, ο Εγγονόπουλος, ο Ελύτης και ο Ρίτσος που διάβαζε τη «Σονάτα του σεληνόφωτος». Δύο ήχοι μου είχαν κάνει τρομερή εντύπωση, ο ένας ήταν του Ανδρέα Εμπειρίκου. Τον είχα ακούσει τόσο πολλές φορές τον δίσκο που κατά καιρούς απάγγελνα στους φίλους μου Εμπειρίκο με τον πολύ χαρακτηριστικό τρόπο που διαβάζει ο ίδιος τα ποιήματά του. Και ο άλλος ήχος που μου είχε κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση ήταν ο τρόπος που διάβαζε ο Ρίτσος τη «Σονάτα του σεληνόφωτος». Τέλος πάντων, στη μοναξιά που αισθανόμουν εκείνο τον καιρό, αυτή η φωνή αλλά και το ίδιο το περιεχόμενο του ποιήματος που με είχε πολύ πειράξει (το «πειράξει» όχι με την έννοια του «ενοχλώ» αλλά με την έννοια του «συνεπαίρνω») υπήρξαν σπουδαία συντροφιά. Δεν μου περνούσε όμως καν ως υποψία η ιδέα ότι κάποτε θα μελοποιούσα το ποίημα αυτό. Για λόγους που δεν μπορώ να εξηγήσω, δεν έπαψε φαίνεται να με περιτριγυρίζει όλα αυτά τα χρόνια. Οταν θυμόμουν την εποχή του Παρισιού, έκανα αμέσως αναγωγή στη «Σονάτα» και συνελάμβανα τον εαυτό μου να διαβάζει το ποίημα δυνατά. Σιγά σιγά το δυνατό αυτό διάβασμα εξελίχθηκε σε μουρμουρητό. Το ότι κάποια στιγμή κάθησα στο πιάνο και άρχισα να δουλεύω τη «Σονάτα», ήταν κάτι που ήρθε πάρα πολύ φυσικά. Δεν μπορώ όμως να εξηγήσω γιατί αυτό συνέβη πριν από δύο χρόνια, ενώ υπήρχε μέσα μου από το 1968.

Θ.Ν.: Αν μου επιτρέπεται μια προσωπική παρατήρηση, θα έλεγα ότι ο Ρίτσος θυμίζει με όλη του την πολιτεία τον στίχο του Γιώργου Σεφέρη «Να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα».

Στ.Ξ.: Εμένα μου θυμίζει περισσότερο έναν άλλο στίχο του Σεφέρη «Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας;». Εν πάση περιπτώσει, αυτό που παραμένει εντυπωσιακό στον Ρίτσο, είναι πως ακόμη και τη μεγαλύτερη κοινοτοπία τη μετέρχεται με έναν τρόπο που δείχνει πως θα ήταν αδύνατο να χρησιμοποιηθεί κάτι άλλο στη θέση της. Γι’ αυτό μίλησα στην αρχή για νομοθεσία. Είναι αδύνατον να αφαιρέσεις μια λέξη και να βάλεις στη θέση της μιαν άλλη. Και δεν είναι ο ποιητής που κατασκευάζει πράγματα, όλα βγαίνουν αυθόρμητα. Είτε πρόκειται για την κίνηση προς έναν άνθρωπο είτε για τον τρόπο με τον οποίο κλειδώνουμε ή ξεκλειδώνουμε μια πόρτα. Πού αλλού μπορείς να δεις το μεγαλείο του Ρίτσου; Στον τρόπο με τον οποίο γράφει. Μου είχε κάνει δώρο το χειρόγραφο της «Κυράς των αμπελιών». Αυτή η σχεδόν βυζαντινή, τόσο αισθητική, γραφή του μπορεί να σε τρελάνει με την καλλιέπειά της. Ακόμη κι από κει, από τον τρόπο της γραφής του, μπορείς να βγάλεις ένα συμπέρασμα για τον άνθρωπο. Οπως επίσης από τον τρόπο με τον οποίο μιλούσε ή από τον τρόπο με τον οποίο φωτογραφιζόταν. Γι’ αυτό μιλώ για ψυχογράφημα όταν αναφέρομαι στη «Σονάτα του σεληνόφωτος». Κρίμα που δεν ζει ο Ρίτσος, γιατί θα ήθελα να δω πώς θα αντιμετώπιζε τη δουλειά που έχω κάνει πάνω στο ποίημά του.