Αν οι ιστορικές αναφορές του δεν ήταν τόσο προσεκτικά υπολογισμένες, θα μπορούσε να έχει γυριστεί την εποχή που αναπαριστά: στις πρώτες του σκηνές, μια γυναίκα σεργιανά σε μια παραθαλάσσια αμερικανική πόλη, ενώ σε κάποιο σινεμά της προβάλλεται το «The Lost Boys» του Τζόελ Σουμάχερ. Από ένα περαστικό αμάξι ακούγεται το «Heaven is a place on earth» της Μπελίντα Καρλάιλ, ενώ ένα ακόμα παλιό σουξέ που παίζει στη διάρκειά του είναι το «Don’t you forget about me» των Simple Minds. Κάποια στιγμή η πρωταγωνίστρια ταΐζει με κέρματα ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι ονόματι Bubble Bobble και, τέλος πάντων, ήδη θα μυριστήκατε σε ποια δεκαετία διαδραματίζεται το τέταρτο επεισόδιο του τελευταίου κύκλου του «Black Mirror», της βρετανικής σειράς επιστημονικής φαντασίας του Netflix που ακόμα βλέπεται μέχρι και στη χώρα μας: στην άλλοτε διασυρμένη και πλέον αναβιωμένη όχι μόνο κινηματογραφικά, αλλά εσχάτως και τηλεοπτικά, δεκαετία του 1980.

Πάρτε για παράδειγμα το «Deutschland 83»: τη γερμανική σειρά με πρωταγωνιστή έναν νεαρό Ανατολικογερμανό που στέλνεται ως κατάσκοπος στη Δύση, ενώ η καθημερινότητά του διανθίζεται με φροντιστηριακά ήδη από τα χρόνια που το Τείχος του Βερολίνου άρχιζε να παρουσιάζει ρωγμές. Σε όχι πολύ διαφορετικό κλίμα, το «The Americans» παρακολουθεί τη ζωή δύο πρακτόρων της KGB που ζουν ως παντρεμένο ζευγάρι στην Αμερική του Ρόναλντ Ρίγκαν, ενώ το «Halt and catch fire», με τίτλο δανεισμένο από τη γλώσσα των υπολογιστών, καταπιάνεται με την διάδοση των PC στη δεκαετία του ’80. Το «Red Oaks» και το «The Goldbergs» έχουν στο φόντο την ίδια χρονική περίοδο, ανήκουν όμως στο είδος της κωμωδίας: στο μεν πρωταγωνιστεί ένας φοιτητής που καλείται να πάρει ώριμες αποφάσεις για τη ζωή του (στο στυλ του «Φλαμίνγκο Κιντ» του 1984) ενώ στο δεύτερο η ενίοτε κιτς αισθητική της εποχής αντανακλάται στα μάτια ενός παιδιού της οικογενείας του τίτλου. Εκτός από το πιο πρόσφατο «Deutschland 83», όλες οι υπόλοιπες αριθμούν πλέον των τεσσάρων σεζόν κι έχουν ήδη ανανεώσει το συμβόλαιό τους.

«STRANGER THINGS». Κι έπειτα είναι το «Stranger Things». Η υπόθεση της υπερεπιτυχημένης σειράς, επίσης του Netflix, που τον Οκτώβριο του 2017 θα προβάλει έναν δεύτερο κύκλο επεισοδίων (και που ανανέωσε την καριέρα της Γουινόνα Ράιντερ), τοποθετείται στη φανταστική πόλη Χόκινς, στη δεκαετία του…, καταλαβαίνετε. Ενα αγόρι εξαφανίζεται εν μέσω ανεξήγητων υπερφυσικών φαινομένων και η παρέα του αναζητά τόσο το ίδιο όσο και την κανονικότητα στη ζωή της. Οι αναφορές σε μπλοκμπάστερ των 80s είναι κάμποσες και τόσο καλά αναμειγμένες, που γοητεύουν ακόμα και τον θεατή που τις αγνοεί: η συντροφικότητα του «Στάσου πλάι μου», ο οπτικός λυρισμός του «ET, ο εξωγήινος», αλλά και οι εφηβικές αγωνίες από τις ταινίες του Τζον Χιουζ («Ferris Buler’s day off», «Pretty in Pink») εντάσσονται οργανικά σε ένα σύνολο που, παρά τη ρετρό διάθεση, μοιάζει να πιστεύει ότι το ανανεωμένο ενδιαφέρον για εκείνες τις ταινίες οφείλεται στον πυκνό, συναισθηματικό τους πυρήνα.

Ετσι εξηγείται δηλαδή η στροφή σε μια εποχή που κάποτε απαξιωνόταν ως κακόγουστη; Κατ’ αρχάς δεν είναι κάτι πρωτοφανές: η δεκαετία του 1950 είχε αναβιώσει είκοσι χρόνια μετά το πέρας της με ταινίες όπως το «Grease» και το «American Graffiti» και σειρές όπως το «Happy days». Τα 60s πρωτοέπαθαν το ίδιο στη δεκαετία του ’80: το «Dirty Dancing», η «Μεγάλη ανατριχίλα», το «Wonder Years» αλλά και η πρώτη επιστροφή του κλασικού ροκ είναι μερικά μόνο τεκμήρια. Τα 70s άρχισαν να επανέρχονται στη δεκαετία του ’90 («Ξέφρενες νύχτες», «Νεανικά μπερδέματα»), ενώ τα 80s ίσως άρχισαν να γίνονται αντικείμενο νοσταλγίας με ταινίες όπως το «Donnie Darko», αναγεννήσεις όπως του Ιντιάνα Τζόουνς και σειρές τύπου «Freaks and Geeks».

Μερικές αναλύσεις θέλουν κάποια από τα παιδιά που μεγάλωσαν τότε να είναι σήμερα ενήλικοι σε ιδιαιτέρως παραγωγική ηλικία και σε θέσεις δημιουργικές. Η προσέγγισή τους για εκείνα τα πολιτιστικά προϊόντα δεν είναι απαξιωτική. Το προνόμιό τους να θυμούνται την προ Ιντερνετ εποχή, αλλά να ξέρουν και κολύμπι στον ψηφιακό ωκεανό, τους ευνοεί. Στα μάτια τους, το σημερινό Χόλιγουντ ήδη κουράζει με τα πολλά μπλοκμπάστερ (που απέκτησαν πολλή από τη μαγεία τους στα 80s), ενώ τα υδροκέφαλα στούντιό του ώρες ώρες φαίνονται (ασχέτως ηλικίας) ανίκανα να παραγάγουν εμπορικές ταινίες με «πολυπολιτισμικούς» ή παραβατικούς πρωταγωνιστές, όπως «Ο μπάτσος του Μπέβερλι Χιλς» ή το «Fast Times at Ridgemont High». Η φιλόδοξη τηλεόραση έρχεται να καλύψει το κενό. Από όλη την εξίσωση δεν λείπει και η πολιτική: άθελά τους (ή και όχι), σειρές με ψυχροπολεμικό φόντο όπως το «The Americans» και το «Deutschland 83» ταιριάζουν γάντι σε μια εποχή που Αμερική και Ρωσία γίνονται πιο ευέξαπτες.

Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ. Εκτός και αν, ελλείψει κάποιας τηλεοπτικής ή άλλης ουτοπίας, αυτό που επελαύνει είναι η νοσταλγία για καθετί παλιό. Αν είναι και κατανοητό ή πολιτιστικά οικείο σε όσο το δυνατόν περισσότερες ηλικίες και χώρες, όπως το πιο ευπώλητο κομμάτι των 80s, ακόμα καλύτερα. Ισως κυρίως γι’ αυτό στήνονται ή πρόκειται να στηθούν (ή προβάλλονται ήδη) τηλεοπτικά ριμέικ μεγάλων επιτυχιών όπως οι «Δυναστεία», «Μαγκάιβερ», «Ιππότης της ασφάλτου» (που αριθμεί ήδη κάνα δυο απόπειρες), «Φονικό όπλο», «American Gigolo», «Dirty Dancing», «Fame», «Μάγκνουμ», «Blade Runner», «Αυτό», «Παπιοπεριπέτειες», «Τρελή οικογένεια» (με τον Τζον Στάμος, ντε) και πόσες ακόμα που παραλείπονται. Μην το ξαναλέμε, είναι μια τάση που με το κερδοφόρο χέρι της άγγιξε στο παρελθόν και πολλές άλλες δεκαετίες τόσο στη μικρή όσο και στη μεγάλη οθόνη. Πρωτοποριακή, δηλαδή, δημιουργική και καινοτόμο δεν τη λες εύκολα.