Παντού, σε όποιο σημείο του ορίζοντα και να στρέψεις το βλέμμα σου, ξεπετάγονται μυτίκια, αιχμηρά σαν βελόνες και άλλοτε τριγωνικές κορυφές που μοιάζει να ξύνουν τον ουρανό. Χλωμά Βουνά τα έλεγαν κάποτε εξαιτίας του ανοιχτού γκρίζου χρώματος που έχουν, Δολομίτες πλέον από τον 19ο αι. προς τιμήν του γάλλου ορυκτολόγου Ντεοντά Ντολομιέ, ο οποίος περιέγραψε πρώτος τον τύπο του πετρώματος από το οποίο αποτελούνται. Αυτό το γκρίζο που έχουν μεταμορφώνεται με το φως της δύσης και του πρωινού ήλιου και τα βράχια παίρνουν αποχρώσεις του κόκκινου, δικαιολογώντας έτσι τον χαρακτηρισμό κόσμημα της Βορειοανατολικής Ιταλίας.
Η περιοχή είναι κυρίως χειμερινό θέρετρο, τα παραδοσιακά χωριά και οι πόλεις των Δολομιτών όμως κατακλύζονται από κόσμο ακόμα και τους καλοκαιρινούς μήνες.

Ανάμεσα στους φετινούς καλοκαιρινούς επισκέπτες ήταν και ο υπογράφων μαζί με τους φίλους από τον ορειβατικό σύλλογο του ΕΟΣ Αχαρνών. Αύγουστο μήνα, όταν η Ελλάδα καιγόταν με το Μεταναστευτικό, τους λειψούς μισθούς και τις συντάξεις, τους ανέργους και ενώ οι διαπραγματεύσεις έλεγαν για ακόμα χειρότερες οικονομικές συνθήκες, τα αφήσαμε όλα πίσω στο λιμάνι της Πάτρας, ψάχνοντας να εξαγνιστούμε στα αιχμηρά βράχια της οροσειράς.

Εκκίνηση από τους πρόποδες

Αρχικά το μικρό λεωφορείο μάς μετέφερε στο βόρειο τμήμα της λίμνης Γκάρντα (Lago di Garda) και στην παραλίμνια μικρή πόλη Ρίβα (Riva), στους πρόποδες των Δολομιτών. Η περιοχή επιλέχθηκε ως ιδανική για εκπαίδευση – ξεμούδιασμα για αυτό που ερχόταν, ορειβασία – αναρρίχηση (via ferrata), στις Δολομιτικές Αλπεις. Δροσερές διαδρομές μέσα σε φαράγγια αλλά και εκτεθειμένες στον ήλιο στα περίπου 1.000 μέτρα ύψος με εντυπωσιακή θέα στη λίμνη Γκάρντα, ήταν το ξεκίνημα.
Υστερα από λίγες ημέρες κατευθυνθήκαμε στην καρδιά του Νότιου Τιρόλου κοντά στα αυστριακά σύνορα, όπου το κλίμα ήταν επιτέλους δροσερό. Καθώς ανηφορίζαμε στα στενά ορεινά περάσματα των Αλπεων, ξαφνικά σήμανε αναταραχή στο λεωφορείο όταν εμφανίστηκαν «δίπλα» μας οι κορυφές των Δολομιτών, οι οποίες τραβούσαν μαζί με το βλέμμα και την ψυχή όλων μας. Ενθουσιασμός αλλά και η αδιόρατη αίσθηση ότι πλέον τα πράγματα σοβαρεύουν, απλώθηκαν στην ομάδα.
Ηταν μεσημεράκι όταν ο Γιώργος, ένας από τους δύο επικεφαλής, ανακοίνωσε: «Παιδιά, φτάσαμε»! Η προετοιμασία του εξοπλισμού σχολαστική. Τα χαμογελαστά βλέμματα συναντώνται, κάποια με εμφανή αποφασιστικότητα, αλλά θα ήθελα να ήξερα αν προσπαθούσαν να κρύψουν τους βαθύτερους φόβους –τους οποίους ένιωθα και από εγωισμό δεν ομολογούσα –γι’ αυτό το άγνωστο πεδίο που μας περίμενε.
Η διαδρομή via ferrata Tridentina είναι από τις δημοφιλέστερες των Δολομιτών και στόχος μας ήταν να ανεβούμε στα περίπου 2.600 μ., όπου βρίσκεται το καταφύγιο του Πιτσιαντού (Pisciadù). Το τοπικό δελτίο καιρού έλεγε για καταιγίδες τις μεσημεριανές ώρες, κάτι που δικαιολογούσε και τα βρεγμένα βράχια που ήθελαν λίγο μεγαλύτερη προσοχή. Με τον ουρανό πλέον να έχει λίγα σύννεφα, συγκεντρώθηκα στη διαδρομή που έπειτα από μισή ώρα μας οδηγούσε δίπλα στη βάση ενός θεόρατου βράχου και στον καταρράκτη Πιτσιαντού, ο οποίος έμοιαζε να έρχεται από ακαθόριστο ύψος.

Στον κόσμο του γερακιού

Υστερα από περίπου μία ώρα αναρρίχησης και με τη διαδρομή να ανηφορίζει σχεδόν δίπλα στον καταρράκτη, σε κάθε ομαλό σημείο (παταράκι) όπου ένιωθα ασφαλής φωτογράφιζα και απολάμβανα το τοπίο. Χαμηλότερα διακρίνονταν κάποιοι από τους φίλους που ανέβαιναν με προσεκτικές κινήσεις, ενώ στο βάθος και ανάμεσα στα γιγάντια βραχώδη βουνά απλωνόταν η καταπράσινη κοιλάδα Αλτα Μπάντια (Alta Badia), όπου τα παραδοσιακά χωριά Κορβάρα (Corvara) και Κολφόσκο (Colfosco) συμβάλλουν στη σύνθεση της εικόνας. Πλέον είχε φύγει κάθε φόβος και απολάμβανα τις εικόνες που μόνο οι ορειβάτες και τα πουλιά μπορούν να δουν, νιώθοντας απίστευτα τυχερός που βρισκόμουν εκεί!
Είχε περάσει περίπου μιάμιση ώρα και πρέπει να είχαμε φτάσει κοντά στα 2.000 μέτρα όταν ένα γεράκι εμφανίστηκε να ανεμοπορεί χαμηλότερα από εμάς. Μου έδωσε έτσι την ευκαιρία να παρατηρήσω από τόσο κοντά και ψηλότερα τις λεπτές και ακριβείς κινήσεις των φτερών του, σύντομα ωστόσο το τοπίο με παρέσυρε. Αγνάντευα τις απέναντι κατακόρυφες πλαγιές, τους συντρόφους που έμοιαζαν και αυτοί ενθουσιασμένοι, τον καταρράκτη που συνέχιζε να κατακρημνίζει τα νερά του και, τέλος, την απέναντι κοιλάδα.

Εκεί όμως μαζεύονταν λίγα σύννεφα και κάποια αδιόρατα μπουμπουνητά έμοιαζε να πλησιάζουν. Σύντομα λίγες σταγόνες έκαναν την εμφάνισή τους. Κοίταξα πάνω, δεν υπήρχε τέλος καθώς δεν φαινόταν καν η κορυφή, μόνο ο Γιάννης και η γυναίκα του η Διονυσία που προπορεύονταν και συνέχιζαν να σκαρφαλώνουν. Τελικά η ομίχλη πέρασε δίπλα μας, οι κεραυνοί απομακρύνθηκαν και η μικρή καταιγίδα ξέσπασε, ευτυχώς χαμηλότερα από εμάς! Ανάσα ανακούφισης, ενώ το σκαρφάλωμα συνεχιζόταν σε μικρό αρνητικό πεδίο.

Πλέον είχαν περάσει περίπου 45 λεπτά από τα τελευταία μπουμπουνητά και ενώ ανέβαινα σε απόλυτα κάθετο πεδίο, όπου όμως υπήρχε σιδερένια μικρή σκάλα που εξασφάλιζε τον ορειβάτη, ταράχτηκα από την ένταση του κεραυνού.

Η απειλή της καταιγίδας

Αφού ασφαλίστηκα, κοίταξα πίσω και τρόμαξα καθώς η κοιλάδα είχε χαθεί! Μαύρα απειλητικά σύννεφα την είχαν καλύψει και δευτερόλεπτα μετά, νέος κεραυνός προμήνυε ότι αυτή τη φορά η καταιγίδα θα ξεσπούσε πάνω μας. Οι ασύρματοι πήραν φωτιά και η μισή ομάδα έφυγε από ανηφορικό μονοπάτι προς το καταφύγιο το οποίο ίσα που διακρινόταν μέσα στα σύννεφα, ενώ όσοι είχαμε προχωρήσει δεν είχαμε άλλη επιλογή.

Επρεπε να ανεβούμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε μήπως και ξεφύγουμε από την καταιγίδα. Καμιά δεκαριά μέτρα πριν από την κορυφή της διαδρομής ξεσπά η καταιγίδα και μέχρι να ασφαλιστώ και να φορέσω αδιάβροχο, είχαν βραχεί τα πάντα. Προσωρινά ήμασταν μόνο τρεις επάνω και στριμωχτήκαμε κάτω από ένα μικρό κοίλωμα βράχου, που λίγα μπορούσε να προσφέρει. Εκεί έφερα στο μυαλό μου όσα ήξερα σε περίπτωση καταιγίδας, αλλά τίποτα δεν μπορούσε να εφαρμοστεί.

Να κατέβουμε χαμηλότερα δεν γινόταν καθώς βρισκόμασταν περίπου στα 2.500 μέτρα σε κάθετο βράχο. Να απομακρυνθούμε από τον βρεγμένο βράχο δεν μπορούσαμε γιατί είχαμε στη διάθεσή μας μισό επικλινές μέτρο και μετά το χάος. Να απομακρύναμε από πάνω μας τα μεταλλικά αντικείμενα, επίσης δεν μπορούσαμε αφού από αυτά ήμασταν ασφαλισμένοι. Να καθόμασταν πάνω στα σακίδια για μόνωση δεν είχε νόημα, ήταν ήδη μούσκεμα. Η τέλεια παγίδα! Μόνο το κινητό και τον ασύρματο έκλεισα και περίμενα.

Το νερό που έτρεχε από κάθε κοίλωμα και χαραμάδα τα είχε κάνει όλα τέλειο αγωγό και οι κεραυνοί έπεφταν ασταμάτητα, πιο χαμηλά, πιο πάνω, παντού, ενώ ο αντίλαλος στις χαράδρες τούς έκανε εκκωφαντικούς! Κάποια στιγμή και πριν συνειδητοποιήσω τι συμβαίνει, ο κεραυνός έπεσε στα 50 μέτρα δεξιά μας με τον απέναντι βράχο να καπνίζει αν και μέσα στο νερό. «Αυτό ήταν» σκέφτηκα κουκουλωμένος με το αδιάβροχο και ανήμπορος για οτιδήποτε, «να δεις που θα γίνω πρωτοσέλιδο»!

Η χαράδρα κάποιων εκατοντάδων μέτρων που μας χώριζε από τον κεραυνοβολημένο βράχο, μάλλον ήταν αυτή που μας έσωσε, ενώ κάποιοι από τους φίλους που ήταν ακόμα στην ανάβαση ένιωσαν το ρεύμα να περνά στα χέρια τους. Αυτό κράτησε περίπου 25 λεπτά και αφού μαζεύτηκαν και οι υπόλοιποι περάσαμε με προσοχή την κρεμαστή γεφυρούλα που μας ένωνε με τον κεραυνοβολημένο βράχο. Υστερα από μισή ώρα φτάσαμε στα περίπου 2.600 μ. και στο καταφύγιο Πιτσιαντού, όπου αλλάξαμε τα βρεγμένα ρούχα και φάγαμε κάτι ζεστό.

Επιστροφή στη γη

Χρειάστηκαν περίπου επτάμισι ώρες για να επιστρέψουμε, βραδάκι πια, ασφαλείς στο λεωφορείο, όπου μας περίμενε και μια έκπληξη. Είχε μαθευτεί ότι μια ομάδα ελλήνων ορειβατών είχε εγκλωβιστεί από την καταιγίδα ψηλά στο βουνό και κάποιοι ξένοι ορειβάτες που θα διανυκτέρευαν εκεί για να ανέβουν την επομένη, μας χειροκροτούσαν χαμογελαστοί.

Οι υπόλοιπες ημέρες κύλησαν χωρίς παρατράγουδα με πεζοπορία, αναρρίχηση, καλό φαγητό και βόλτες σε γαλήνιες πλαγιές, λιβάδια, στη λίμνη Μιζουρίνα (Misurina) και στην τουριστική, γραφική Κορτίνα (Cortina). Ο χρόνος όμως είναι αδυσώπητος και σημαίνει το κλείσιμο της αυλαίας. Γιατί πράγματι, με επιτυχημένη θεατρική παράσταση έμοιαζε αυτό το 10ήμερο στη Βόρεια Ιταλία, με τις ειδήσεις στο πλοίο επιστρέφοντας στην Πάτρα να μας δίνουν τη χαριστική βολή: «Πρόσφυγες πνίγηκαν στο Αιγαίο, μάχες μεταναστών στην Κω, πέφτουν υπογραφές για το νέο Μνημόνιο, καύσωνας και πυρκαγιές στην Αχαΐα, διασπάσεις και νέες πολιτικές συμμαχίες». Η ιδέα απλώνεται αστραπιαία στην ομάδα, «μήπως να γυρίσουμε πίσω; Μήπως είναι καλύτερα να μας κυνηγάνε οι κεραυνοί;».