Φορούσε διπλό προσωπείο για χρόνια. Τα βράδια ήθελε γερό στομάχι για να τη διασχίσεις πεζός. Οι μόνες ανθρώπινες παρουσίες που διακρίνονταν ήταν άστεγοι και περιπλανώμενοι τοξικομανείς. Μόνιμοι κάτοικοι στην Πλατεία Αγίας Ειρήνης υπήρχαν λίγοι. Από το 2000 και μετά προστέθηκαν και οι θαμώνες της γειτονικής Πλατείας Καρύτση και του Ψυρή που έφταναν έως εκεί μόνο και μόνο για να παρκάρουν βιαστικά τα αυτοκίνητά τους και να διασκεδάσουν μερικά τετράγωνα μακριά.

Την ημέρα, σαν όλα αυτά να ήταν ένα κακό όνειρο που πέρασε, τίποτα δεν θύμιζε το νυχτερινό τοπίο. Ο κόσμος που ψώνιζε μέχρι και πριν από μια πενταετία στα μαγαζιά με τα υφάσματα και στα λουλουδάδικα –που για πάνω από έναν αιώνα σφυρηλατούν τη λαϊκή φυσιογνωμία της γειτονιάς –τροφοδοτούσε με κίνηση και χρήματα έναν παλλόμενο εμπορικό κόμβο, γνωστό κάποτε και ως «η Ερμού των φτωχών». Κανείς τότε βέβαια δεν φανταζόταν πως σήμερα θα μιλούσαμε για μια από τις πιο «ιν» γειτονιές που δημιουργεί και επιβάλλει τάσεις στη διασκέδαση και στο real estate.

Αναφορά στον Ροΐδη. «Η πλατεία έχει περάσει από πολλά στάδια» θυμάται η Ρένα Καράγιαννη, γέννημα-θρέμμα της περιοχής της Αγίας Ειρήνης. «Το 1890 δημιουργήθηκε εδώ η πρώτη ανθαγορά της Αθήνας. Μέχρι και ο Ροΐδης έκανε αναφορά σε αυτήν, γράφοντας μάλιστα στα βιβλία του πως άρεσε πολύ στη μητέρα του να την επισκέπτεται. Για καμιά σαρανταριά χρόνια, από το 1890 έως το 1930, κάθε Κυριακή γινόταν και ένα μεγάλο παζάρι λουλουδιών». Τώρα πια, βέβαια, η ανθαγορά είναι είδος υπό εξαφάνιση, με τους τελευταίους των Μοϊκανών που αρνούνται να ενδώσουν στους τυχοδιώκτες που κατά καιρούς τους προσεγγίζουν, τον κυρ Παύλο και την κόρη του Δέσποινα από τη μια και την οικογένεια Αφεντούλη από την άλλη, να είναι οι μόνοι που συνεχίζουν με νύχια και με δόντια την παράδοση.

Με την αρχή της οικονομικής κρίσης γεννήθηκαν και οι πρώτες σπίθες μετασχηματισμού της πλατείας, έτσι όπως τη γνωρίζουμε σήμερα. Με all day bars, καφετέριες και φαγάδικα για κάθε γούστο, που την τελευταία πενταετία έχουν μεταμορφώσει την Αγίας Ειρήνης σε Μέκκα της διασκέδασης από νωρίς το πρωί μέχρι αργά το βράδυ. Σχεδόν παράλληλα χρονικά, στο πίσω μέρος της πλατείας, άνοιξε το Καπάκι. Ακολούθησε το 2006 το Μαγκαζέ και το σημερινό Rooster, ύστερα από αρκετούς πειραματισμούς σε ονομασίες και συνεργάτες. «Εκείνη την εποχή δούλευα ως υπεύθυνος σε μαγαζιά του Κολωνακίου. Θέλαμε με τους συνεργάτες να κάνουμε κάτι δικό μας, περάσαμε τυχαία από εδώ και μας άρεσε. Ηταν βρώμικα, σκοτεινά και επικίνδυνα. Οι εναπομείναντες καταστηματάρχες έκαναν πάρτι μόλις ήρθαμε» εξηγεί ο Μελέτης Μπέλεσης από το Μάγκαζε. «Παρ’ όλα αυτά, είδαμε προοπτικές εξέλιξης. Η πλατεία δεν ήταν επιτηδευμένη όπως το Κολωνάκι τότε» διευκρινίζει.

Το 2010 έρχεται το Throubi (στο ισόγειο του ξενοδοχείου Παρκ, όπου μέχρι το 1970 το προτιμούσαν για τη διαμονή τους στην Αθήνα οι βουλευτές της επαρχίας) και έναν χρόνο αργότερα το Tailor Made. Το μαγαζί που κατά γενική ομολογία –όχι μόνο των θαμώνων της πλατείας αλλά και έμπειρων επιχειρηματιών της περιοχής –έκανε το «μπαμ» και έφερε στην πλατεία λαοθάλασσα. «Ηταν σαν να περίμενε το συγκεκριμένο μαγαζί η αγορά» λένε οι πιο παλιοί της γειτονιάς και θυμούνται ιστορίες από περασμένα καλοκαίρια με το μοναδικό περίπτερο της πλατείας να ξεμένει Σάββατο βράδυ από μπίρες.

Πλέον μόνο πάνω στην πλατεία υπάρχουν δεκαπέντε all day bars. «Υπάρχει όμως ακόμα περιθώριο για νέες αφίξεις» υποστηρίζει ο Στέφανος Σπάθας, ιδιοκτήτης του φαγοποτείου Μάνας Κουζίνα-Κουζίνα και μετρά κοντά έξι ανεκμετάλλευτα νεοκλασικά κτίρια στη γειτονιά.

Για τον Μελέτη Μπελέση η ανάγκη του κόσμου να μετακινείται, να ψάχνει και να δημιουργεί νέες πιάτσες ήταν αυτή που ανέβασε τις «μετοχές» της Αγ. Ειρήνης. «Παλιότερα ήταν η Πλατεία Καρύτση. Λίγο η παλαιική ατμόσφαιρα που θυμίζει αυλή σπιτιού, λίγο το μετρό και το βολικό σημείο της γειτονιάς κοντά στην Ερμού, βοήθησαν στην ανάπτυξη της Αγ. Ειρήνης» υποστηρίζει. Εκτιμά όμως πως κάποια στιγμή θα πάρει και η πλατεία την κάτω βόλτα. «Δεν θα αργήσει να γίνει και εδώ όπως στο Γκάζι. Κλείνουν εκεί τα μαγαζιά και πλέον έρχονται καθημερινά εδώ επιχειρηματίες και ψάχνουν. Αυτοί αναγκαστικά θα φέρουν και άλλο κόσμο, διαφορετικό. Μέχρι στιγμής τα στέκια εδώ έχουν κοινή φιλοσοφία. Μπορείς να κάτσεις άνετα και στο διπλανό μαγαζί».

Τα ενοίκια. Το μεγάλο ενδιαφέρον που υπήρχε τα τελευταία χρόνια για την περιοχή της Αγίας Ειρήνης διαμόρφωσε ανάλογα και τις τιμές ενοικίασης και πώλησης των χώρων που βρίσκονται εκεί. «Στα καταστήματα που είναι στην πλατεία ή σε πεζόδρομο που πηγαίνει προς εκεί η μίσθωση κοστίζει 50 με 60 ευρώ το τετραγωνικό μέτρο (εφόσον έχουν δυνατότητα χρήσης υγειονομικού ενδιαφέροντος, για εμπορική χρήση μόνο πέφτει η τιμή στα 20-25 ευρώ το τ.μ.). Οσα δεν έχουν πέρασμα κόσμου (πάνω στην Κολοκοτρώνη ή στην Περικλέους, λίγο πριν από την Αγίας Ειρήνης) πληρώνουν από 40 έως 60 ευρώ το τ.μ. Σε όροφο για γραφείο η τιμή πέφτει στα 5-6 ευρώ το τ.μ. Στα σπίτια υπάρχουν μισθώσεις που είναι γύρω στα 5 ευρώ το τ.μ., σε αυτά που δεν έχουν κάποια χαρακτηριστικά (καλή θέα, θέση, κατάσταση). Αν είναι σε καλή γειτονιά, έχουν μπαλκόνι και θέα, η τιμή μπορεί να πάει στα 8-9 ευρώ» αναφέρει ο Βύρωνας Χαραντινιώτης από το μεσιτικό γραφείο Olympic Realty. Αντίστοιχα υψηλές είναι και οι τιμές πώλησης με καταστήματα να αλλάζουν χέρια από 2.500 έως και 7.000 ευρώ το τετραγωνικό μέτρο.

Σύμφωνα με τον μεσίτη, οι επαγγελματικοί χώροι στη συγκεκριμένη περιοχή είναι σχετικά μικροί αφού κυμαίνονται συνήθως από 50 έως 120 τετραγωνικά. Το γεγονός αυτό λειτουργεί ως πόλος έλξης νέων επιχειρήσεων λόγω των μειωμένων εξόδων, ωστόσο δεδομένου ότι οι τιμές ενοικίασης παραμένουν διπλές ή και σε αρκετές περιπτώσεις τριπλές σε σχέση με το υπόλοιπο κέντρο της Αθήνας, στο τέλος βρίσκουν επαγγελματική στέγη εκεί άνθρωποι που έχουν εμπειρία στη λειτουργία καταστημάτων ή έχουν σημαντικά κεφάλαια.

Εξαιτίας της υπερσυγκέντρωσης επιχειρήσεων στην Αγίας Ειρήνης παρατηρείται ήδη ένας κορεσμός στις δραστηριότητες της περιοχής. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την πτώση των τιμών σε γειτονικές περιοχές όπως το Κολωνάκι, συντελεί ήδη στη στροφή του ενδιαφέροντος προς άλλους δρόμους του Κέντρου. Γι’ αυτό και ο κύριος Χαραντινιώτης εκτιμά πως σταδιακά η Αγίας Ειρήνης θα χάσει έως και το 30% του κόσμου της.

Στην Αιόλου, αλλά στο 48 αυτή τη φορά, βρίσκεται και το εστιατόριο Mama Roux, μία από τις πρώτες επιχειρήσεις που βρήκαν φιλόξενη στέγη στην περιοχή. «Δεν είχα σκοπό να εγκατασταθώ συγκεκριμένα στην Αγίας Ειρήνης. Απλώς πέρασα σχεδόν έναν χρόνο ψάχνοντας για τον χώρο που ήθελα να ανοίξω το μαγαζί και με συνεπήρε η Αιόλου. Είναι τόσο ιστορική περιοχή. Ερχόμουν ξανά και ξανά, για τον πεζόδρομο και το πόσο κοντά στην Ακρόπολη είναι» παραδέχεται ο αμερικανός ιδιοκτήτης Τζον Χίγκινς. Δραστηριοποιούμενος στην πατρίδα του, στον χώρο της εστίασης και του εναλλακτικού φαγητού, και ευρισκόμενος στην Ελλάδα για περισσότερα από 10 χρόνια, διαπίστωσε την έλλειψη εστιατορίων διεθνούς κουζίνας με φθηνό αλλά προσεγμένο φαγητό. Και κάπως έτσι γεννήθηκε η ιδέα του Mama Roux, που έγινε πραγματικότητα στις 28 Οκτωβρίου 2011.

Οι κάτοικοι. Αυτή η άναρχη και βιαστική ανάπτυξη των εμπορικών δραστηριοτήτων της περιοχής, αν και δημιούργησε έναν νέο πόλο διασκέδασης για το αθηναϊκό κοινό, παράλληλα άλλαξε άρδην την καθημερινότητα των κατοίκων της Αγίας Ειρήνης, όπως της Εύας Μαραθάκη. Η εικαστικός και ιδιοκτήτρια της γκαλερί Skouze3 αναγκάστηκε να καταφύγει μέχρι και στη λύση της Αστυνομίας προκειμένου να περιορίσει την ενόχλησή της από τα κοντινά μπαρ που λειτουργούν τις βραδινές κυρίως ώρες. Η έλευση των πρώτων καφετεριών το 2009 σήμανε κατά την κυρία Μαραθάκη και το τέλος της εικόνας της περιοχής όπως την ήξεραν οι μόνιμοι κάτοικοι και συνοδεύτηκε από μεγάλο κύμα φυγής καλλιτεχνών και αρχιτεκτόνων που είχαν βρει δημιουργικό καταφύγιο στην πλατεία. «Δεν μπορούσαν να αντέξουν αυτή την κατάσταση. Αντί να έχει μια βιβλιοθήκη, ένα σουπερμάρκετ, ένα σινεμά, ένα θέατρο και δέκα μπαρ, έχει πενήντα μπαρ, καμία βιβλιοθήκη, κανένα σουπερμάρκετ, κανένα θέατρο και τελικά καταστρέφεις το Κέντρο. Δεν έχεις μια μεικτή μικροκοινωνία όπου να υπάρχουν και οικογένειες και νέοι άνθρωποι και εργαζόμενοι» υπογραμμίζει η εικαστικός.

Αντίθετα με την Εύα Μαραθάκη, που ενοχλείται από τη μεταβολή των δραστηριοτήτων στην Αγίας Ειρήνης, ο δημοσιογράφος Γιώργος Πανόπουλος που μετακόμισε πρόσφατα στη γειτονιά την απολαμβάνει. «Είναι ο θόρυβος, οι άνθρωποι, η ζωντάνια, η εγγύτητα που με ενθουσιάζουν. Ανθρωπος μέσα στους ανθρώπους βρίσκομαι επί σκηνής» μας λέει. Ο ίδιος είναι γέννημα-θρέμμα της Ακαδημίας Πλάτωνος αλλά τα τελευταία χρόνια ζούσε στα βόρεια προάστια, μέχρι που ένιωσε και πάλι την ανάγκη επιστροφής στο κέντρο της Αθήνας. «Μου θυμίζει τα παιδικά μου χρόνια. Η Αιόλου που περπάτησα με τη μαμά μου να με κρατάει από το χέρι, οι λουκουμάδες, τα καταστήματα υφασμάτων, η εκκλησία, η Ακρόπολη στο βάθος είναι κομμάτια μιας νοερής αυτοβιογραφίας –είναι κομμάτια μου. Είναι η ορατή μου πόλη. Ο τόπος που επιστρέφω για να δω τι αντέχει μέσα μου. Ενας οπτικός παράδεισος φτιαγμένος από ετερόκλιτα υλικά. Γειτονιά και κέντρο, μοντέρνα και παλιά, αυτή η περιοχή μέσα στην κρίση εξελίσσεται εις πείσμα» δηλώνει.

Για κάποιους λιγότερο αισιόδοξους, ωστόσο, ή περισσότερους πραγματιστές, έχει ήδη ξεκινήσει η αρχή του τέλους. Οπως φυσικά και οι προσπάθειες εξαγοράς επιχειρήσεων (σύντομα θα πέσουν και οι πρώτες υπογραφές). Φέτος μάλιστα προβλέπεται πως θα είναι ο τελευταίος καλός χειμώνας για την πλατεία –όχι όμως τόσο καλός όσο 2-3 χρόνια πριν –και πως σύντομα θα αρχίσουν τα κανόνια. Το μέλλον βρίσκεται αλλού και αυτό το αλλού για τον Τάσο Δελιχρήστο, συνιδιοκτήτη του Tailor Made, βρίσκεται σε περιοχές όπως η Νίκαια, το Περιστέρι, το Μοσχάτο, ακόμα και η Τρούμπα στον Πειραιά. Περιοχές ανεκμετάλλευτες, εργοστασιακές, που θα μεταμορφωθούν σε προορισμό μόνο για τις υπηρεσίες που θα προσφέρουν τα μαγαζιά τους.