Οταν στις αρχές του καλοκαιριού όλοι μιλούν για τις ελληνικές παραλίες και εσένα το μυαλό σου «τρέχει» αλλού, κάτι συμβαίνει. Τυχαία έμαθα ότι ο Ορειβατικός Σύλλογος Αχαρνών διοργάνωνε τον Αύγουστο του 2014 μια αποστολή την οποία ονειρευόμουν δεκάδες χρόνια: διάσχιση των Αλπεων από τη γαλλική κωμόπολη Chamonix στο χωριό St Niklaous, κοντά στο δημοφιλές Zermatt της Ελβετίας! Από εκείνη τη στιγμή, περίπου δύο μήνες πριν από την αναχώρηση, πλέον όλη η ζωή μου γυρνούσε γύρω από αυτό το ταξίδι.

Και ήρθε επιτέλους εκείνη η ημέρα που το μικρό λεωφορείο μάς φέρνει βράδυ στη Γαλλία και στο Chamonix, το οποίο μας υποδέχεται με αρκετό κρύο και βροχή. Την επομένη έχει αρχίσει να χαράζει όταν σημαίνει εγερτήριο και σύντομα βρισκόμαστε στο χωριό Le Tour, λίγο έξω από το Chamonix, από όπου θα ξεκινήσουμε την πεζοπορία. Ο καιρός δείχνει ιδανικός, ενώ όσο κερδίζουμε υψόμετρο μας αποκαλύπτεται σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια το Mont Blanc (4.810 μ.) που αφήνουμε πίσω μας.

Αξιοσημείωτο είναι ότι φτάνοντας στην κορυφή του περάσματος Col de Balme (2.204 μ.), όπου βρίσκονται και τα τυπικά σύνορα Γαλλίας – Ελβετίας, ερχόμαστε αντιμέτωποι με την τοπική νοοτροπία, η οποία μας προσγειώνει απότομα. Εδώ βρίσκεται ένα καταφύγιο στο οποίο αυθόρμητα τρέχουμε για να προφυλαχθούμε από τον παγωμένο αέρα. Ομως σύντομα η ηλικιωμένη διαχειρίστρια με επιθετικό και άξεστο τρόπο μάς διώχνει επειδή δεν έχουμε ψωνίσει! Μόλις 2-3 πρόλαβαν να αγοράσουν κάποιους χυμούς, ενώ από πείσμα κάποιοι δεν πήραν τίποτα.

Μετά το πέρασμα η διαδρομή γίνεται κατηφορική, ενώ χαμηλότερα το πυκνό δάσος μάς κρύβει τον ήλιο μέχρι τον μικρό οικισμό Col de Forclaz (1.528 μ.) όπου θα διανυκτερεύσουμε. Ομως η σκληρή ανηφόρα των τελευταίων δύο χιλιομέτρων μέχρι τον οικισμό μάς υπενθυμίζει ότι στις Αλπεις «το εύκολο» έχει διαφορετική έννοια. Εδώ τουλάχιστον οι άνθρωποι φαίνονται φιλόξενοι και η νεαρή ελβετίδα σερβιτόρα κερδίζει τις εντυπώσεις καθώς δηλώνει ζωγράφος και συγκεντρώνει χρήματα για να μετοικήσει στο Μεξικό!

Ηδη από την προηγουμένη, καθώς κατηφορίζαμε από το Col de Balme, βλέπαμε αρκετά μακριά και στα δεξιά μας τον παγετώνα Trient. Ομως τώρα βρισκόμαστε μια ανάσα από αυτόν καθώς αναρριχόμαστε στην απότομη, γεμάτη βράχια πλαγιά του Fenette d’ Arpette (2.665 μ.) που βρίσκεται απέναντί του. Σιγά σιγά κερδίζουμε υψόμετρο και μας αποκαλύπτει όλες τις πτυχώσεις από όπου ξεπηδά το τιρκουάζ χρώμα του. Σε κάθε στάση για βαθιά ανάσα, και μια φωτογραφία. Δεν θέλω να χάσω κάποια όμορφη γωνιά του. Αλλά σύντομα αντιλαμβάνομαι ότι δεν χωρά στη φωτογραφική μηχανή αυτό που βλέπω και νιώθω. Αποθηκεύω τα «όπλα» και το παίρνω απόφαση. Φεύγω. Πρέπει να προλάβω τους άλλους πριν αρχίσουν να ανησυχούν. Τα ψηλά βράχια, στα οποία οι υπόλοιποι έχουν ήδη σκαρφαλώσει, μοιάζουν ατελείωτα.

Στην κορυφή του περάσματος γίνεται η επιβεβλημένη στάση και πλέον αρχίζει η επίπονη, σχεδόν κρημνώδης κατάβαση. Ομως η διανυκτέρευση στο χωριό Champex, δίπλα στις όχθες της ομώνυμης λίμνης, κλείνει με τον καλύτερο τρόπο την ημέρα που φοβόμασταν οι περισσότεροι λόγω της μεγάλης και απότομης υψομετρικής διαφοράς. Ωστόσο, κανείς δεν ξέρει τι μας περιμένει…

Το «έπος» του Prafleuri

Η τρίτη ημέρα της πεζοπορικής διάσχισης ξεκινά από το Verpier. Η θέα φτάνει στις απέναντι χιονισμένες κορυφές, ενώ χαμηλά, στενές κοιλάδες μάς υπενθυμίζουν τα υψόμετρα στα οποία βαδίζουμε. Κατόπιν υποδείξεων των ντόπιων, σωστά αποφασίστηκε να παρακάμψουμε το πέρασμα Col de la Chaux (2.940 μ.) της αρχικής διαδρομής, καθώς το χιόνι (παγωμένο ή έτοιμο για κατάρρευση) εγκυμονεί κινδύνους. Χωρίς να έχουμε σαφείς πληροφορίες για το πόσο θα μας κόστιζε σε χρόνο αυτό, ακολουθούμε το στενό μονοπάτι στην απότομη πλαγιά, η οποία δείχνει να σταματά δεξιά μας τουλάχιστον δύο χιλιάδες μέτρα χαμηλότερα.

Οσο και να θέλω να συγκεντρωθώ στα βήματά μου, η περιφερειακή όραση κάνει τα δικά της. Ψάχνει να βρει τον πάτο της πλαγιάς προκαλώντας μου ταραχή, μέχρι επιτέλους το μυαλό να επιβληθεί και να συνεχίσω απρόσκοπτα την πορεία μου απολαμβάνοντας τη θέα των απέναντι επιβλητικών κορυφών του Grand Cobin (4.414 μ.) και του παγετώνα του!

Απότομες πλαγιές αναπτύσσονται μπροστά μας και θηριώδεις ανηφόρες όπου το καρδιοαναπνευστικό του καθενός μας φτάνει στα όριά του. Προορισμός μας το ορεινό καταφύγιο Prafleuri, που βρίσκεται σε ύψος 2.624 μ. σε κάποια πλαγιά των βουνών που κρύβουν τον ορίζοντα. Ομως, ύστερα από κάθε κορυφή και πέρασμα, ενώ ελπίζουμε να δούμε τον καπνό της καμινάδας του, το μόνο που αντικρίζουμε είναι βράχια, χιόνια, ποτάμια και αιχμηρές κορυφές έως εκεί που φτάνει το μάτι μας!

Νέα ανάσα και «βουτιά» στον πάτο ενός ακόμα οροπεδίου και μετά ξανά ανηφόρα μέχρι την κορυφογραμμή, όπου ο νέος ορίζοντας είναι απελπιστικά ίδιος με τον προηγούμενο. Πουθενά το καταφύγιο!

Αφού διασχίζουμε τα περάσματα Bec Termin (3.045 μ.) και Col de Louvie (2.921 μ.) αρχίζουν να εμφανίζονται τα χρώματα της νύχτας. Η ορειβατική συντροφιά έχει ήδη αραιώσει και από τον δικό μου ασύρματο ακούω τους αρχηγούς, οι οποίοι βρίσκονται στα δύο άκρα, να μιλούν συχνά και να ενημερώνονται ότι όλοι και όλα είναι καλά. Εγώ, καθώς έχω παρασυρθεί από τη φωτογράφιση, ξαφνικά συνειδητοποιώ ότι είμαι μόνος, με τους συντρόφους που ήταν μαζί μου να με έχουν προσπεράσει βουβά, συγκεντρωμένοι στις δικές τους ανάσες.

Οταν επιτέλους φτάνω στην κορυφή του περάσματος Col de Prafleuri (3.066 μ.) σταματώ να αναπνεύσω αλλά και να αφουγκραστώ αυτές τις στιγμές. Ο ουρανός έχει βαρύνει πολύ και ενώ δεν διακρίνω στο αχνό φως του σούρουπου κανέναν δικό μου να ανηφορίζει, ξέρω ότι κάποιοι έρχονται ξωπίσω μου.

Το χιόνι που πέφτει προσθέτει στην άγρια ομορφιά της στιγμής, με τις ολόλευκες κορυφές στο βάθος τού ορίζοντα να φεγγοβολούν και να μοιάζουν ότι ξύνουν τα μαύρα σύννεφα. Απόλυτη γαλήνη καθώς το μόνο που ακούγεται είναι το παγωμένο ελαφρύ αεράκι και οι βαθιές ανάσες μου από το λαχάνιασμα.

Το καταφύγιο όμως δεν φαίνεται πουθενά. Μια πινακίδα πληροφορεί ότι σε 50 λεπτά θα το βρω κάπου εκεί «κρυμμένο», αλλά δυστυχώς αποδεικνύεται ανακριβής. Η διαδρομή συνεχίζεται κατηφορίζοντας απότομα – σχεδόν γκρεμός με γλιστερό χώμα σε πολλά σημεία, ανάμεσα σε βράχια και χιονούρες -, με το λιγοστό φως πλέον να επιβάλλει φακό μετώπου. Χαμηλότερα αχνοφέγγουν κάποιοι φακοί οι οποίοι μοιάζουν κάτι να περιμένουν, όταν ξαφνικά μέσα στη νύχτα ακούω από μακριά τη φωνή ενός φίλου να με καλεί. Είναι ο Κυπριανός ο οποίος προπορεύεται και θέλει να βεβαιωθεί ότι είμαι εντάξει και ακολουθώ.

Τελικά, έπειτα από 45 λεπτά, αφού ενώνομαι με την ομάδα με τους φακούς που περιμένει εμένα κατόπιν υπόδειξης μέσω ασυρμάτου του Γιώργου, ενός εκ των αρχηγών, μπαίνουμε κατά τις 10 το βράδυ στο καταφύγιο Prafleuri, με τους τελευταίους να φτάνουν λίγο αργότερα.

Η παράκαμψη μας κόστισε επιπλέον 4 ώρες, η πορεία συνολικά διήρκεσε 12,5 περίπου ώρες, ενώ 18 ήταν τα διανυθέντα χιλιόμετρα. Υστερα από αυτό οι κουβέντες είναι μετρημένες και σύντομα ο ύπνος βαθύς. Αλλωστε μας περιμένει εγερτήριο στις 6 το πρωί.

Ανάµεικτα συναισθήµατα

Μετά την τρίτη ημέρα στα βουνά οι περισσότεροι νιώθουμε ότι η κούραση δεν θα φύγει ποτέ από πάνω μας, αλλά οι Αλπεις έχουν τον μαγικό τρόπο να σε γεμίζουν ενέργεια ώστε να ξεπερνάς τα προσωπικά σου όρια. Το καταφύγιο Prafleuri έχει μείνει πίσω πλέον και ύστερα από μια ακόμα σκληρή ανάβαση σε βραχώδες μονοπάτι αντικρίζουμε αυτό για το οποίο είμαστε προετοιμασμένοι: το πέρασμα Pas de Cherves (2.855 μ.) το οποίο έχει μια σημαντική ιδιαιτερότητα.

Είναι ένας κάθετος τοίχος! Ενας συμπαγής βράχος τον οποίο για να τον παρακάμψεις χρειάζεσαι περισσότερες από δύο ώρες. Ομως πλέον έχουν τοποθετηθεί τρεις σιδερένιες σκάλες και εξέδρες βιδωμένες μόνιμα που, ωστόσο, για να τις φτάσεις πρέπει να αναρριχηθείς στην απότομη γεμάτη σάρες (ασταθείς κατολισθήσεις από πέτρα και χώμα) και βράχια πλαγιά.

Κάποιοι χρειάζονται τον εξειδικευμένο εξοπλισμό της ομάδας για να ανέβουν, όταν ξαφνικά από τον απέναντι παγετώνα Cheilon αρχίζει μια κατολίσθηση, της οποίας το βουητό μοιάζει τόσο απειλητικό, που προς στιγμή τα χαμόγελα από την επιτυχία της ανάβασης παγώνουν. Από εκεί «σύντομα» φτάνουμε χαμηλότερα στο χωριό Arolla, με τον επιβλητικό παγετώνα Tsijiore Nouoe να μας… συνοδεύει στο μεγαλύτερο μέρος της κατάβασης.

Με μια ημέρα υποχρεωτικής ξεκούρασης λόγω καταιγίδων στα μεγάλα υψόμετρα, η έβδομη και τελευταία μέρα στα βουνά μάς βρίσκει να τρώμε πρωινό σε παραδοσιακό ξενώνα του Gruben, ενός χωριού που κατοικείται μόνο το καλοκαίρι.

Η ανάβαση ξεκινά μέσα σε έλατα, με την υγρασία να μουσκεύει τα πάντα, αλλά σύντομα έρχονται οι απότομες ανηφόρες μέχρι τα 2.894 μ., όπου βρίσκεται το πέρασμα Augstbordpass. Πλέον τα βράχια, οι γκρεμοί και οι κροκάλες δεν μας κάνουν εντύπωση καθώς έχουμε εξοικειωθεί μαζί τους.

Ομως, ύστερα από μια δεξιά τραβέρσα του μονοπατιού εμφανίζονται απέναντί μας παγετώνες και οι αιχμηρές κορυφές του συγκροτήματος του Nadelhorn (4.327 μ.), ενώ χαμηλά βρίσκεται η καταπράσινη στενή κοιλάδα Matter και η κωμόπολη St Niklaus. Εκεί μας περιμένει το λεωφορείο σηματοδοτώντας και το τέλος αυτής της αποστολής.

Καθώς είμαστε ακόμα ψηλά, στο ορεινό χωριό Jungen, και αγναντεύουμε τη θέα και το μεγάλο μήκος της κοιλάδας, συνειδητοποιούμε ότι η ψυχή πηγαίνει κόντρα στο σώμα. Είμαστε μεν χαρούμενοι που φτάσαμε στο τέλος της αποστολής, αλλά και ελαφρά μελαγχολικοί καθώς ξέρουμε ότι τελείωσε μια απίστευτα κουραστική αλλά όμορφη περιπέτεια. Μια περιπέτεια που οδηγεί «πάντα ψηλά» και δεν αφορά μόνο το υψόμετρο, αλλά και την ψυχή, τις ανθρώπινες σχέσεις και αρετές. Αυτά που αποτελούν τα βασικά συστατικά μιας ευτυχισμένης ζωής.

Info

Οι αυξημένες επαγγελματικές υποχρεώσεις με «υποχρέωσαν» να καταργήσω το ασανσέρ και να ανεβοκατεβαίνω στον 4ο όροφο του γραφείου με τα πόδια. Ξυπνούσα στις 6 το πρωί και για προσαρμογή, ανέβηκα 5 φορές με βαρύ σακίδιο στην Πάρνηθα.

Για μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων είχα δικό μου ασύρματο. Τον άνοιγα κάθε φορά που έχανα την οπτική επαφή με τους δύο αρχηγούς Γιάννη και Γιώργο

Τη δεύτερη μέρα της πορείας όλη σχεδόν η ομάδα είχε κατέβει από την απότομη πλαγιά του Fenette d’ Arpette (2.665 μ.). Μέχρι να κατέβουν οι δύο τελευταίοι, η συνάντησή μας με ορειβάτες από την Ισπανία και την Ιταλία έκανε

τις πλαγιές να αντιλαλούν από τα τραγούδια!

Σε μια πορεία διασταυρωθήκαμε με ορειβάτες από την Αγγλία, εκ των οποίων ένας, αν και μονόχειρας, δεν έδειχνε να δειλιάζει στις προκλήσεις των Αλπεων.

Η συντροφιά τόσων άγνωστων ανθρώπων (26 άτομα) πάντα με ανησυχούσε ως προς τη συνοχή της. Ευτυχώς υπήρξε σύμπνοια, αλληλοϋποστήριξη και συμπαράσταση. Ομως κάποιοι ξεχώρισαν για το σθένος τους. Ειδικά από τις γυναίκες της συντροφιάς, η Μαρώ, η Μαρίνα, η Κέλυ και η Κατερίνα επέκτειναν τα όριά τους. Ηταν και η Αρια η οποία τις τελευταίες μέρες έλεγε ότι «απλά το πρησμένο χέρι μου δεν έχει αίσθηση». Τελικά το χτύπημα ήταν πιο σοβαρό και στην πατρίδα την υποχρέωσαν να βάλει γύψο.

Στο καταφύγιο Prafleuri μας περίμεναν, εκτός από τις ζεστές σούπες, τα 7 ευρώ το μπουκάλι νερό και τα 5 ευρώ το μπάνιο, υπενθυμίζοντας τις δυσκολίες τροφοδοσίας του καταφυγίου ειδικά τον χειμώνα. Επίσης η πορεία προς το καταφύγιο έγινε σύνθημα μέσα στην ομάδα: το «έπος» του Prafleuri. Αξέχαστη διαδρομή, όπως όμως είπε σωστά ο Γιάννης, ένας εκ των αρχηγών, «τέτοιες στιγμές σφυρηλατούνται ψυχές».