Η είδηση προκάλεσε αίσθηση στις γραμμές των βινυλιανθρώπων και μουσικόφιλων. Το θρυλικό δισκάδικο Τζίνα της οδού Πανεπιστημίου έβαλε τίτλους τέλους κι ένα φορτηγό μετέφερε το μουσικό υλικό, γράφοντας τον επίλογο σε μια ιστορία παραγωγής δεκάδων δίσκων, ένα στέκι για μουσικούς και μια φωλιά αναζήτησης στο κέντρο της Αθήνας.
Εδώ όμως χρειάζεται μια αποσαφήνιση των πραγμάτων, μια σκιαγράφηση του χώρου του δίσκου, μια προσεκτική θέαση για μια ζώσα κουλτούρα που ακολουθεί σήμερα μια αντίρροπη τάση.
Και το λέω αυτό αφού, από τη μία, οι παροικούντες τον χώρο ακούμε τα τελευταία χρόνια τον παφλασμό του κύματος της επιστροφής στο βινύλιο που μπερδεύει ακόμη περισσότερο τα πράγματα με την είδηση για το παράλληλο κλείσιμο δισκάδικων. Εν ολίγοις, ο δίσκος ακμάζει, ο χώρος του μειώνεται.

Ας ξεκαθαρίσουμε, λοιπόν, πως με το λουκέτο της Τζίνας κλείνει ο κύκλος των παραδοσιακών δισκάδικων της Ομόνοιας και των πέριξ. Μικρά δισκάδικα που για τέσσερις δεκαετίες, εκτός από εντευκτήρια για τους μουσικόφιλους, τόλμησαν και άνοιξαν τα φτερά τους και σε παραγωγές. Μικρά δοχεία ανταλλαγής και πειραματισμών, διαμάχης και συνεργασιών, αναζήτησης και φετιχισμού.

Ο ήχος της Ομόνοιας

Η Τζίνα, ας πουμε, που άνοιξε επίσημα τις πόρτες της το 1973 αλλά λειτουργούσε από πιο νωρίς- στα εγκαίνια παρήλασε ο αφρός του ελληνικού τραγουδιού, ενώ από εδώ περνούσαν συχνά ο Νίκος Ξυλούρης, ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Σταμάτης Κόκοτας –είχε κάνει πάνω από 200 παραγωγές με το δικό της label Venus. Εδώ π.χ. έκανε δύο ιστορικά άλμπουμ ο Βασίλης Τσιτσάνης: το «Χάραμα» (1980) για λογαριασμό της UNESCO και τη «Λιτανεία» (1983) σε μια στιγμή που οι μεγάλες εταιρείες δεν φιλοξένησαν τις δουλειές του κορυφαίου λαϊκού συνθέτη.

Εδώ, επίσης, χειροτεχνήθηκε το μοναδικό ζωντανό ηχογράφημα της Μαρίκας Νίνου από την ταβέρνα – κέντρο του Τζίμη του Χοντρού. Κι εδώ ηχογράφησαν οι Κονιτόπουλοι μερικά από τα νησιώτικά τους. «Οντως κλείσαμε, αλλά για την ακρίβεια αποφασίσαμε να αλλάξουμε γειτονιά και όνομα. Το δισκάδικο και η εταιρεία παραγωγής μας, που δραστηριοποιούνται πλέον στου Ψυρή, λέγονται Ιμάντας.

Μιλάμε για μια δεύτερη εποχή δεδομένου πως το Κέντρο δεν ήταν στα καλύτερά του, είχε μια φθίνουσα πορεία η Ομόνοια, το βιώσαμε. Υπάρχουμε τώρα και δεν είμαστε εκτός» μας λέει ο Παναγιώτης Κωτσίδης που διαδέχθηκε τον πατέρα του και τη μητέρα του (η μάνα του είναι η Τζίνα, εξού και το όνομα του δισκάδικου) και σήμερα κάνει τις παραγωγές των Active Member και του γκρουπ Χνάρια.

Η Τζίνα, όμως, δεν ήταν ο τελευταίος κρίκος ενός ολόκληρου κόσμου δισκάδικων και μικρών δισκογραφικών εταιρειών στο Κέντρο, που στη δεκαετία του ’80 διαμόρφωσε τον λεγόμενο «ήχο της Ομόνοιας», το σύγχρονο λαϊκοδημοτικό και όχι μόνο (ας μην ξεχνάμε πως ο Μίκης Θεοδωράκης το 1979 ηχογράφησε τη μουσική από την παράσταση «Ιππής» του Θεάτρου Τέχνης σε εταιρεία της Ομόνοιας). Σχεδόν απέναντι από την Τζίνα σήμερα λειτουργεί το Music Corner, δισκάδικο και εταιρεία παραγωγής, το τελευταίο της περιοχής και με προσανατολισμό στο ελληνικό ρεπερτόριο αλλά και στην ξένη μουσική, όπως η τουρκική.
«Είμαστε οι τελευταίοι των Μοϊκανών, αλλά δεν θέλουμε να είμαστε. Προσπαθούμε να έχουμε τη νοοτροπία του αμιγώς δισκάδικου, είμαστε και λίγο στέκι και πέρασμα και θέλουμε να στηρίζουμε την ελληνική παραδοσιακή μουσική και γενικότερα τη μουσική» μας λέει ο Τάκης Μπουρτζίκος από το «στρατηγείο» της οδού Πανεπιστημίου, που προσφάτως στέγασε και το ιντερνετικό radiofono.gr. Το σημερινό δισκάδικο λειτουργεί εδώ για 15 χρόνια, αν και προϋπήρξε πάλι στην Πανεπιστημίου (στο νούμερο 36) από την οικογένεια Μπουρτζίκου, που σήμερα συνεχίζει να είναι στο τιμόνι με παραγωγές και εισαγωγές δίσκων. «Μπήκα το 1979 στη δουλειά. Στο Κέντρο υπήρχαν ακόμη πάνω από τριάντα δισκάδικα. Υπήρχε η τσάρκα για δίσκους, κυρίως Παρασκευή απόγευμα.

Σήμερα, η κρίση επηρέασε τα πράγματα αρνητικά, αλλά η επιστροφή του βινυλίου λειτούργησε θετικά αντίρροπα» συμπληρώνει ο Τάκης Μπουρτζίκος, υπογραμμίζοντας πως το δισκοπωλείο του έχει επιμεληθεί και παραγωγές νέων δίσκων καλλιτεχνών όπως οι Δημήτρης Μυστακίδης, Ναπολέων Δάμος, Σωκράτης Σινόπουλος, Κατερίνα Παπαδοπούλου, Μανώλης Δημητριανάκης κ.ά.

Αμιγώς δισκάδικο, ο χώρος αυτός είναι και εντευκτήριο για μουσικούς και συλλέκτες και όχι ένα σουπερμάρκετ τύπου «λίγο μουσική, λίγο βιβλίο, λίγο κινητό τηλέφωνο». Είναι όμως απελπιστικά μόνο στην Ομόνοια. Ακόμη κι ο Μέμος, δίπλα στο αλήστου μνήμης Μινιόν, είναι απλώς μαγαζί δίσκων (CD) και προσφάτως προσέθεσε και άλλα είδη.

Και όμως, υπάρχουν

Κι όμως, η εποχή που τα δισκάδικα εδώ ήταν αμέτρητα δεν είναι τόσο μακρινή. Σήμερα, αν καταδυθούμε στον χώρο, βρίσκουμε 57 δισκάδικα σε όλη την Αθήνα (και Πειραιά), εκ των οποίων 32 στο Κέντρο, 10 στα Εξάρχεια και 6 στο Μοναστηράκι. Τα δισκάδικα βρίσκονται σε συμπληγάδες –αν και η ανθηρή τάση του βινυλίου σήμερα επικεντρώνεται κυρίως στα παζάρια και το Διαδίκτυο. Κι εδώ όμως υπάρχουν ιδιαιτερότητες.
«Το Κέντρο και η Ομόνοια ήταν πολύ δυνατό τρίγωνο. Στη Χαριλάου Τρικούπη υπήρχε το Happening, όπου είχαν έρθει οι Μπρους Ντίκινσον και Στιβ Χάρις των Iron Maiden για την προώθηση του άλμπουμ τους «Powerslave» το 1984. Επίσης ιστορικό ήταν και το Δισκάδικο της Οδού Αθηνάς στην οδό Αθηνάς, δίπλα στο δημαρχείο της Αθήνας. Εδώ υπήρχε το Τζαζ Ροκ στην Ακαδημίας, ιστορικό και με άποψη.

Εδώ έρχονταν μαζικά βινύλια από το εξωτερικό. Σήμερα κάτι αντίστοιχο κάνουν μόνο τρία: Ο Ζαχαρίας στο Μοναστηράκι, ο Mr Vinilios και το Vinyl City στην Ιπποκράτους. Παλιά θυμάμαι πως κάτι τέτοιο ήταν γιορτή, υπήρχε μια προσμονή από τους πελάτες για την παραλαβή, έβγαιναν ταμπέλες έξω όταν αυτό γινόταν» μας λέει ο συλλέκτης, βαθύς γνώστης και «ψυχή» του μεγάλου παζαριού – γιορτής Vinyl is Back (που προσφάτως ήταν και υπαίθριο με τον τίτλο Vinyl on the Βeach στο Μοσχάτο) με μεγάλη προσέλευση.

Επιχειρηματίες από μεράκι

Σήμερα, ο πυρήνας των δισκάδικων είναι στα Εξάρχεια. Πολλά από αυτά, για να στηριχθούν στα πόδια τους, διακινούν και μέσω e-bay ή Discogs, ενώ κυρίως το εξωτερικό στηρίζει την ελληνική αγορά. Οι πιο δραστήριοι δισκοπώλες κάνουν και παραγωγές, αν και αυτό αφορά κυρίως τη ροκ μουσική, αφού η «βασίλισσα» εταιρεία – δισκάδικο του λαϊκοδημοτικού και λαϊκού General της οικογένειας Σταματελάτου έχει μετακομίσει από τη Μενάνδρου στο Μπραχάμι εδώ και 5-6 χρόνια.

«Πάντα βέβαια το άντρο του δίσκου ήταν στο Μοναστηράκι. Εδώ ένιωθες πάντα τη ζεστασιά. Η παρέα, ο συλλέκτης, η άποψη του ιδιοκτήτη του δίσκου, των πωλητών είναι κάτι που χάνεται, αν και έχουμε πολλά ακόμη δισκάδικα σε σχέση με το εξωτερικό. Κι αυτό διότι πολλοί ιδιοκτήτες με χαμηλό ενοίκιο κρατούν τα μαγαζιά τους, επειδή κι οι ίδιοι είναι λάτρεις του δίσκου, μουσικοί ή μουσικοκριτικοί που απορροφήθηκαν εδώ» προσθέτει ο Γιάννης Αλεξίου, που επίσης παρατηρεί την αντιφατική τάση από τη μία να κλείνουν δισκάδικα και από την άλλη το κοινό να επιστρέφει στο βινύλιο. «Εχουμε μια αναντίστοιχη προσέλευση στα παζάρια και τα δισκάδικα.

Δεν υπάρχει και μια λεπτομερής χαρτογράφηση των χώρων».Κι αν η Τζίνα σήμερα έβαλε ήδη τίτλους τέλους –το Δισκάδικο του Σήφη Αγγελίδη στους Αμπελοκήπους (θρυλικό κι αυτό) μέσα στους επόμενους μήνες επίσης βάζει λουκέτο, όπως μαθαίνουμε -, αυτό που κυρίως θα λείπει είναι η ατμόσφαιρα του παλιού Pop Eleven των αδελφών Φαληρέα, των δισκάδικων της Ομόνοιας ή της ταινίας «High Fidelity» του Στίβεν Φρίαρς, αφού οι άνθρωποι που ακούνε πολλή μουσική (από δίσκους) «έχουν πάντα δίκιο», όπως έλεγαν οι παλιοί βινυλιάδες.