Σε κάποιο σημείο της συνομιλίας που δεν δημοσιεύεται ο αρχιτέκτονας Αλέξανδρος Τομπάζης ομολογεί ότι ήθελε να γίνει ζωγράφος «γιατί τη ζωγραφική μπορείς να την κάνεις μόνος σου, ενώ για την αρχιτεκτονική χρειάζεται να σε υποστηρίξουν και να συνεργαστείς με πάρα πολλούς ανθρώπους. Παρατίθεται η παρατήρηση αυτή στον πρόλογο της συνομιλίας του Αλέξανδρου Τομπάζη με τον αρχιτέκτονα μαθητή του Γιάννη Ρωμάνο, γιατί μας βοηθάει να διατυπώσουμε με μεγάλη ευκρίνεια τη σκέψη μας. Ο Αλέξανδρος Τομπάζης είναι πανθομολογουμένως ένας σπουδαίος και πετυχημένος αρχιτέκτονας, όχι μόνον μέσα στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα ένας βαθιά καλλιεργημένος, πολιτισμένος και εσωστρεφής άνθρωπος. Χρειάζεται να καταλάβουμε κάποια στιγμή στον τόπο αυτό ότι η ευγένεια και ο πολιτισμός μπορεί να σε κάνουν στη δουλειά σου πολύ πιο σημαντικό από ό,τι ο δυναμισμός, η προπέτεια ή η εξωστρεφής αποφασιστικότητα. Οχι μόνο στη δουλειά σου αλλά και στη συνεργασία σου με τους άλλους να μην είναι το μαστίγιο που τους κάνει αποδοτικούς, αλλά η πραότητά σου που εμπνέει. Το έλεγε άλλωστε με τον δικό του τρόπο ο Γιάννης Τσαρούχης. «Με τον ήσυχο τρόπο μου κατέκτησα χώρους που ορθώνονταν απαγορευμένοι για όσους ήθελαν να τους διαβούν με τη διαμαρτυρία και την οργή, κραυγάζοντας». Το διαπιστώνεις άλλωστε και στον λόγο του μαθητή του Αλέξανδρου Τομπάζη, τον Γιάννη Ρωμάνο. Ο σεβασμός κι ένας δισταγμός στην εκφορά της δικής του σκέψης επιβεβαιώνει με τον καλύτερο τρόπο τη γνησιότητά του.

Θανάσης Νιάρχος: Η υψηλή έννοια της αρχιτεκτονικής για να πραγματοποιηθεί προϋποθέτει την κάλυψη ελεύθερων χώρων. Οπως προχωρούν όμως οι δεκαετίες, με μια πλησμονή παραγωγής αρχιτεκτονημάτων, δεν θα ήταν προτιμότερο να παραμείνουμε στο μη αρχιτεκτονημένο της φύσης;

Αλέξανδρος Τομπάζης: Δεν βλέπω την αρχιτεκτονική ως μια υψηλή έννοια. Την βλέπω μεν και την γράφω κατά καιρούς με το Α κεφαλαίο αλλά, κατά τα άλλα, πιστεύω ότι πρέπει να μείνουμε προσγειωμένοι. Βεβαίως η αρχιτεκτονική καλύπτει ελεύθερο χώρο ή, για να ακριβολογήσουμε, καλύπτει και ελεύθερο χώρο. Το ιδανικό θα ήταν να κτίζουμε το απολύτως απαραίτητο, το ελάχιστο απαραίτητο, αλλά πάλι ποιος θα ορίσει ποιο είναι το απολύτως απαραίτητο; Δυστυχώς, πολύ συχνά (σχεδόν πάντα, με λίγες εξαιρέσεις), μας ζητούν να εξαντλήσουμε τον συντελεστή. Θαυμάζω και χαίρομαι τα έργα στα οποία ο εργοδότης μας μάς λέει ότι δεν τον ενδιαφέρει η εξάντληση του συντελεστή. Συνήθως τα σχεδιάζουμε με τέτοιον τρόπο ώστε να μένει αξιοποιήσιμος χώρος για μελλοντική επέκταση, αν και εφόσον χρειαστεί. Βεβαίως πρέπει να διασφαλίζουμε την προστασία της φύσης, όχι μόνο κτίζοντας λιγότερο αλλά και κτίζοντας με τον κατάλληλο και τον πιο φιλικό προς αυτήν τρόπο. Στην πραγματικότητα αυτό δεν το πετυχαίνουμε πάντα, γιατί υπεισέρχονται χιλιάδες άλλοι περιορισμοί στη δουλειά μας. Αξίζει όμως να το προσπαθήσουμε.

Γιάννης Ρωμάνος: Γενικά θα έπρεπε να είναι κανείς περίφροντις όταν αποφασίζει να κτίσει οτιδήποτε. Να έχει σκεφθεί όλες τις παραμέτρους πριν ξεκινήσει ένα έργο, με την έννοια να κυριαρχεί ως μέλημα η προστασία του περιβάλλοντος. Επομένως αυτό που ακριβώς χρειάζεται είναι να μην κτίζεις κάτι παραπάνω, αλλά να κτίζεις ό,τι ακριβώς έχεις ανάγκη. Το ζήτημα όμως δεν είναι μόνο το κτίσιμο. Η «ηθική» της αρχιτεκτονικής προεκτείνεται και στο γκρέμισμα. Αν χρειάζεται κάτι να γκρεμιστεί, να φύγει, οφείλεις να έχεις σκεφθεί αυτό που θα φύγει πού θα πάει, πώς θα διαλυθεί, πώς δηλαδή θα αξιοποιήσεις, όσο γίνεται καλύτερα, εκείνο που πρόκειται να γκρεμίσεις.

Θ.Ν.: Κύριε Τομπάζη, τα αισθήματά σας όταν διασχίζετε μια πόλη όπως η Αθήνα είναι αντίστοιχα με εκείνα ενός καθημερινού ανθρώπου (δυσφορία και αποστροφή) ή του εξειδικευμένου επιστήμονα, που αυθορμήτως γίνονται μέσα του κάποιες αναγωγές, με συνέπεια να αγανακτεί ακόμη περισσότερο ή ακόμη και να παρηγορείται ευκολότερα;

Α.Τ.: Αυτό που με θλίβει κυρίως στην εικόνα της Αθήνας είναι ο παραμελημένος δημόσιος χώρος. Οι περισσότεροι από εμάς είμαστε καθαροί στο σπίτι μας, στο γραφείο μας, στο αυτοκίνητό μας –στο δικό μας. Και όμως, ο κοινόχρηστος, ο δημόσιος χώρος είναι γεμάτος με σκουπίδια, σπασμένα πράγματα. Είναι φανερό ότι δεν έχουμε μια συλλογική συνείδηση για το κοινόχρηστο. Αυτό είναι που με ενοχλεί περισσότερο. Κατά τα άλλα, πιστεύω ότι δεν είναι τόσο κακή πόλη η Αθήνα, δεν θα έλεγα ότι μου προξενεί αποστροφή σε καμία περίπτωση. Αυτά που, κατά καιρούς, μπορεί να προκαλέσουν αποστροφή είναι όλα πράξεις ανθρώπων –και εκεί χρειάζεται να γίνει η περισσότερη δουλειά. Αναμφισβήτητα η Αθήνα δεν είναι η ωραιότερη πόλη του κόσμου, αλλά έχει πολλά ωραία σημεία, πολλά καλά, αρκεί να έχουμε τη διάθεση να τα ψάξουμε, να τα αξιοποιήσουμε, να τα φροντίσουμε. Και τα κακώς κείμενα μπορούμε, αν θέλουμε, να τα διορθώσουμε.

Θ.Ν.: Τι είναι αυτό που αισθάνεστε να μετράει στην αρχιτεκτονική και ίσως να πρόκειται να μετρήσει ακόμη περισσότερο στο μέλλον;

Α.Τ.: Αν κάτι είναι πάρα πολύ σημαντικό για μένα, αυτό είναι να υπάρχει σεμνότητα. Υπάρχει μεγάλος κίνδυνος το μέλλον της αρχιτεκτονικής να μην έχει αυτή τη σεμνότητα, γιατί ο καθένας θα θέλει να δείξει κάτι παραπάνω, κάτι πιο εντυπωσιακό σε σχέση με εκείνο που έχει κάνει κάποιος άλλος. Αν θα ήθελα να πω κάτι με έμφαση είναι να μην αποκλείσει η αρχιτεκτονική δημιουργία του μέλλοντος το στοιχείο της σεμνότητας. Οπως κάθε τέχνη –και η αρχιτεκτονική είναι τέχνη –κινδυνεύει να πέσει στην υπερβολή λόγω του γεγονότος ότι ο καθένας που την ασκεί, προκειμένου να αυτοπροβληθεί, δεν αντιλαμβάνεται τους πραγματικά πολύ μεγάλους κινδύνους που καραδοκούν.

Θ.Ν.: Κύριε Ρωμάνε, έστω για να αισιοδοξήσουμε λίγο, να μας μιλήσετε για τον περίφημο ναό στην Πορτογαλία που εγκαινίασε πριν από χρόνια ο Πάπας. Εσείς ως μαθητής και συνεργάτης του κ. Τομπάζη, ο οποίος είχε αναλάβει την ανέγερσή του τι θα είχατε να πείτε για το γεγονός αυτό;

Γ.Ρ.: Η κατασκευή του ναού αυτού έχει μια ρομαντική προϊστορία. Το 1917 τρία βοσκόπουλα είδαν όραμα την Παναγία, η οποία τους αποκάλυψε κάποια μυστικά που λέγεται ότι επιβεβαιώθηκαν μέσα στα χρόνια. Στο σημείο ακριβώς όπου παρουσιάστηκε η Παναγία και βρέθηκε επίσης ένα άγαλμά της, σιγά σιγά άρχισαν να προσέρχονται προσκυνητές. Αρχικά έφτιαξαν ένα παρεκκλήσι, στη συνέχεια πρόσθεσαν μερικά ακόμη κτίρια και δεν άργησε να κτισθεί ένα ολόκληρο χωριό που ζει αποκλειστικά από τα έσοδα του προσκυνήματος. Μιλάμε για μια περιοχή αντίστοιχη με την Παναγία της Τήνου, αλλά που η έκτασή της είναι πολύ μεγαλύτερη. Ονομάζεται Φατιμά και η απόστασή της από τη Λισαβώνα είναι γύρω στα 170 χιλιόμετρα. Μαζεύονται περίπου 200.000-500.000 καθολικοί στις γιορτές που γίνονται δύο φορές τον χρόνο, αλλά και στις λειτουργίες της Κυριακής οι πιστοί ενδέχεται να φθάσουν τις 100.000. Η υπάρχουσα εκκλησία δεν επαρκούσε, γι’ αυτό αναλάβαμε την ανέγερση ενός καινούργιου ναού, ώστε να μπορεί να στεγασθεί και να προστατευθεί από τις λογής καιρικές συνθήκες όλος αυτός ο κόσμος. Ο διαγωνισμός για την ανέγερση του ναού έγινε το 1977, αλλά η μελέτη άρχισε το 2000.

Θ.Ν.: Επειδή η αρχιτεκτονική έχει σχέση τόσο με τον εξωτερικό όσο και με τον εσωτερικό χώρο του ανθρώπου, θεωρείτε –μια και μιλάμε για ένα μεγάλο έργο σας, όπως υπήρξε ο ναός στη Φατιμά –ότι μπορεί να τον βοηθήσει τον άνθρωπο ώστε να αντιμετωπίσει το χάος που αισθάνεται να υπάρχει μέσα του;

Α.Τ.: Θα ήμουν ευτυχής αν ήξερα ότι η αρχιτεκτονική μου συνετέλεσε στο να αντιμετωπισθεί το χάος που αντιμετωπίζουν κάποιοι γύρω τους. Δεν μου έχει περάσει ποτέ από το μυαλό το να αντιμετωπίσω το χάος που αισθάνεται ο καθένας μέσα του. Θα έλεγα ότι αγγίζει περισσότερο τη σφαίρα της ψυχανάλυσης. Ωστόσο, πιστεύω ακράδαντα ότι ο προσεγμένος και ευχάριστος χώρος γύρω μας επηρεάζει και τη διάθεσή μας και, αν συνέβαλα σε αυτό σε κάποιες περιπτώσεις, το γεγονός με κάνει να αισθάνομαι μια μικρή ικανοποίηση.

Θ.Ν.: Αισθάνεστε, κύριε Ρωμάνε, ότι θα σας ταίριαζε περισσότερο μια άλλη εποχή, στην οποία ενδεχομένως το μέλλον της αρχιτεκτονικής διαγραφόταν πιο πλούσιο σε σχέση με τη σημερινή;

Γ.Ρ.: Κάθε εποχή έχει τις ευκολίες της και τις δυσκολίες της, παρά το γεγονός ότι υπήρξαν εποχές που ήταν ευκολότερες σε σχέση με άλλες που ήταν δυσκολότερες. Ακόμη και σε αυτή τη δύσκολη περίοδο που περνάμε στη χώρα μας, αν και δεν είναι μόνο η χώρα μας που την περνάει, είναι η ίδια η παγκόσμια οικονομία που την υφίσταται, χρειάζεται να προσπαθείς να ανακαλύψεις διαφορετικής υφής δημιουργικούς τρόπους ώστε να ασκείς την αρχιτεκτονική. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα έργα σήμερα είναι και πολύ πιο λίγα και πολύ πιο μικρά. Είναι σίγουρο όμως ότι θα έρθουν καλύτερες ημέρες.

Θ.Ν.: Υπάρχει μια καταπληκτική ρήση στο βιβλίο σας «Γράμμα σ’ έναν νέο αρχιτέκτονα», όπως απευθύνεστε σ’ έναν νέο αρχιτέκτονα και του λέτε: «Να θυμάσαι ότι το να κτίζεις, το τελικό αποτέλεσμα της αρχιτεκτονικής δηλαδή, σημαίνει κατ’ ουσίαν να τραυματίζεις τον πλανήτη μας. Να είσαι λοιπόν τρυφερός και να πατάς ελαφριά, γιατί έχουμε μονάχα έναν στη διάθεσή μας». Πώς μπορεί η ρήση αυτή να συνδυαστεί με την ελευθερία καθώς όλοι οι άνθρωποι –άρα και οι αρχιτέκτονες –αισθάνονται την ελευθερία ως πραγματική μόνον όταν είναι ανεξέλεγκτη;

Α.Τ.: Για το ότι θα έπρεπε να κτίζει κανείς λιγότερο, το είπαμε ήδη. Πράγματι εξακολουθώ να το πιστεύω αυτό. Δανειζόμαστε από τη φύση, αλλά δεν πρέπει να υπερεξαντλήσουμε τους πόρους της, γιατί τότε υποθηκεύουμε το μέλλον των γενεών που έπονται –και αυτό δεν έχουμε το ηθικό δικαίωμα να το κάνουμε. Ομως το θέμα της ελευθερίας είναι μια πολύ παρεξηγημένη έννοια. Κατά τη γνώμη μου, ποτέ η ελευθερία δεν είναι πραγματική όταν είναι ανεξέλεγκτη. Η ελευθερία στη δουλειά μας, αλλά και στην ίδια τη ζωή, διαμορφώνεται μέσα από μια σειρά περιορισμούς. Περιορισμούς χώρου, χρόνου, προσανατολισμού, τοπικών συνθηκών, κόστους και τόσους άλλους. Αυτούς τους περιορισμούς, αν τους δεις δημιουργικά, θα διαμορφώσουν έναν κάνναβο πάνω στον οποίο μπορείς να εκφραστείς ελεύθερα. Αλίμονο αν δεν υπήρχαν οι περιορισμοί αυτοί. Το λευκό χαρτί που θα είχαμε μπροστά μας θα ήταν –πιστεύω –η μεγαλύτερή μας τιμωρία. Γενικά στη ζωή μας υπάρχουν πολλοί περιορισμοί που περιορίζουν την ελευθερία μας, άλλοι πηγάζουν από τη νομοθεσία, άλλοι από τους συνανθρώπους μας και άλλοι από εμάς τους ίδιους. Σκεφθείτε πώς θα ήταν η «πραγματική» ελευθερία, αν δεν υπήρχαν όλοι αυτοί οι περιορισμοί –και στην αρχιτεκτονική και στη ζωή την ίδια. Νομίζω ότι δεν θα θέλατε να ζήσετε σε έναν τέτοιο κόσμο. Αλλα πράγματα πιστεύω ότι περιορίζουν την ελευθερία μας, ιδιαίτερα αυτή την εποχή ή και σε κάθε εποχή κρίσης: η έλλειψη εργασίας, πρωτίστως, η έλλειψη προοπτικής και ελπίδας που βασανίζει τόσο τους νέους, αλλά και εμάς τους γηραιότερους που ίσως αισθανόμαστε ότι δεν θα προλάβουμε να ξαναδούμε καλύτερες ημέρες, αυτή η βαθιά απαξίωση της δουλειάς μας, της ίδιας μας της ύπαρξης.

Θ.Ν.: Κύριε Ρωμάνε, γίνεται πολύς λόγος για τη βιοκλιματική αρχιτεκτονική. Τι ακριβώς σημαίνει;

Γ.Ρ.: Η βιοκλιματική αρχιτεκτονική εφαρμόζεται σε όλα τα κτίρια, είτε πρόκειται για απλά είτε για σύνθετα, αλλά μ’ έναν διαφορετικό τρόπο σε κάθε κτίριο. Εχει να κάνει με πολύ απλούς τρόπους προστασίας ενός κτιρίου ώστε να συμπεριφέρεται το τελευταίο πιο καλά ενεργειακώς. Ουσιαστικά σημαίνει να αυξάνεις εξωτερικά τη μόνωση του κτιρίου ώστε να προστατεύεται ο εσωτερικός χώρος είτε τον χειμώνα είτε το καλοκαίρι. Να σκιάζεις τα ανοίγματα, να δημιουργείς έναν ημιυπαίθριο χώρο ώστε ανάμεσα στο μέσα και στο έξω να υπάρχει ένας ενδιάμεσος χώρος.

Θ.Ν.: Τελικά πώς θα χαρακτηρίζατε την αρχιτεκτονική;

Γ.Ρ.: Κάτι ανάμεσα στην τέχνη και τη μηχανική κατασκευή. Χρειάζεται να δημιουργείς κάτι που το αποτέλεσμά του να είναι ταυτόχρονα λειτουργικό και αισθητικά αποδεκτό. Ο μη αρχιτέκτονας καλλιτέχνης μπορεί να κάνει κάτι που να είναι μόνον αισθητικά αποδεκτό, χωρίς να τον ενδιαφέρει η λειτουργικότητά του. Υπάρχει επομένως τεράστια διαφορά.