Η σχέση του 32χρονου υποψήφιου διδάκτορος Θαλάσσιας Βιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και βραβευμένου φωτογράφου υποθαλάσσιας ζωής Γιάννη Ισσαρη περιοριζόταν ώς τα 18 του στα καλοκαιρινά μπάνια και τις βουτιές.

Τελειώνοντας το Λύκειο, σκεφτόταν να σπουδάσει μηχανολόγος – μηχανικός ή ηλεκτρολόγος. Τον ενδιέφερε όμως και η πληροφορική.

«Τότε διαπίστωσα ότι είχε ιδρυθεί το Τμήμα Επιστημών Θάλασσας του Πανεπιστημίου Αιγαίου στη Λέσβο. Το δήλωσα, πέρασα και μου έδωσε διέξοδο σπουδών. Ενθουσιάστηκα», μου λέει λίγα 24ωρα πριν πετάξει για το Κατάρ και το Κουβέιτ προκειμένου να συμμετάσχει σε ένα πρόγραμμα προστασίας χελωνών και θαλάσσιας ζωής, παραμονές της έκθεσής του υποβρύχιας φωτογραφίας «Βένθος και Πέλαγος: η ζωή των ελληνικών θαλασσών» στο Ιδρυμα Ευγενίδου.

Οταν ο μαθητής είναι έτοιμος, εμφανίζεται ο δάσκαλος, αναφέρεται μεταξύ άλλων στη διδασκαλία ζεν. Αυτό ακριβώς συνέβη και με τον Γιάννη Ισσαρη

Το 2001, θυμάται, άνοιξε η πρώτη καταδυτική σχολή στη Μυτιλήνη και και ήταν ο πρώτος φοιτητής της. Η σχέση του με τη φωτογραφία ήταν ερασιτεχνική. «Σημαντικό βοήθημα ήταν το Ιντερνετ. Διάβασα πάρα πολλά». Στάθηκε όμως και τυχερός. «Επεσα πάνω στην έκρηξη της ψηφιακής τεχνολογίας και του Διαδικτύου. Μία δεκαετία πίσω θα ήταν αδύνατο να ασχοληθώ».

Ουσιαστικά είναι, αν όχι ο πρώτος, από τους ελάχιστους πρωτοπόρους. Διότι, έως τότε, εξηγεί, η υποβρύχια φωτογραφία ήταν απαγορευμένη διά νόμου λόγω υποθαλάσσιων αρχαιοτήτων.

Ξεκίνησε νοικιάζοντας καταδυτικό εξοπλισμό και με οικονομίες αγόρασε μια κόμπακτ φωτογραφική μηχανή και μια αδιάβροχη θήκη. «Την «έπνιξα» όμως», λέει. Τον κοιτάζω με περιέργεια και μου εξηγεί ότι «πνίξιμο» σημαίνει πως πέρασε νερό από κάποιο σημείο του αδιάβροχου καλύμματος στη μηχανή. Τα επόμενα δύο χρόνια ήταν σχεδόν μαρτυρικά. Δεν είχε χρήματα για να αγοράσει καινούργια. Τελικά ξεπέρασε και αυτόν τον σκόπελο.

Ο Ισσαρης δηλώνει αυτοδίδακτος. Πέρασε πάμπολλες ώρες κάτω από το νερό για να εξελιχθεί, να τελειοποιηθεί: η υποβρύχια φωτογράφιση είναι μια πολύπλοκη και πολυσύνθετη διαδικασία. «Απαιτείται πολύ καλή καταδυτική ικανότητα, απόλυτος έλεγχος πλευστότητας. Δεν μπορεί να είσαι μέτριος δύτης και καλός φωτογράφος. Δεν συνδυάζονται», τονίζει.

Το περιβάλλον αυξάνει τον βαθμό δυσκολίας. Ταυτόχρονα οξύνει και την αντίληψη. Οταν για παράδειγμα φωτογραφίζει σε απόσταση εκατοστών πάνω από αμμώδεις βυθούς, πρέπει να είναι ακίνητος, αλλιώς οι κινήσεις του μπορεί να προκαλέσουν αναταράξεις και να θολώσουν τα νερά ή να προξενήσει ζημιά σε κοράλλια με μια απότομη κίνηση σε μικρή απόσταση από κοραλλιογενή ύφαλο. Ακόμα χειρότερα, να χάσει το «θέμα» του. Επειτα, κάτω από την επιφάνεια του νερού, χάνονται τα χρώματα, ειδικά σε μεγάλα βάθη.

Από την άλλη, ο καταδυτικός εξοπλισμός αλλά και ο φωτογραφικός περιορίζουν τις κινήσεις. «Κάθε φιάλη, χωρίς τον αέρα της, ζυγίζει 14 κιλά», και από την άλλη στερείται τη δυνατότητα –που ανάγεται σε πολυτέλεια κάτω από το νερό –αλλαγής φακών. Για όλους αυτούς συνδυαστικά τους λόγους πρέπει να κάνει υπολογισμούς ακριβείας. «Σπάνια φωτογραφίζω δεύτερη φορά», υπογραμμίζει.

Περιπέτειες στα σκοτεινά βάθη

Οι υποβρύχιες φωτογραφίες του Γιάννη Ισσαρη πέρα από τα θαυμάσια χρώματα, την ποικιλία των θεμάτων, την ολοκληρωμένη σύνθεση, αποτελούν την αφορμή για μια ιστορία ή το αποτέλεσμα μιας «περιπέτειας», αν σκεφθεί κανείς ότι το φωτογραφικό αποτέλεσμα δεν είναι προϊόν τυχαίων λήψεων αλλά συστηματικής επιστημονικής έρευνας και συνάμα θαλάσσιων ερευνών σε κάθε γωνιά της νησιωτικής Ελλάδας, με «όλους τους καιρούς» και κάθε διαφορετική εποχή του χρόνου. Η φωτογράφιση φαλαινών φυσητήρων, για παράδειγμα, δεν είναι παίξε γέλασε. Μια φορά, θυμάται ο Ισσαρης, χρειάστηκε παραμονή 25 ημερών στη θάλασσα, παρακολούθηση με ηχοβολιστικά μηχανήματα του κοπαδιού ανοιχτά των δυτικών ακτών της Πελοποννήσου, στη μαύρη άβυσσο της ελληνικής τάφρου –το βαθύτερο σημείο της Μεσογείου αλλά και κάθε άλλης κλειστής θάλασσας στον πλανήτη, με βάθος 5.121 μ. –για να απαθανατίσει τα μέλη της στην ολιγόλεπτη παραμονή τους στην επιφάνεια για να πάρουν ανάσα, προτού καταδυθούν σε μεγάλα βάθη αναζητώντας τροφή.

Εχει να διηγείται ακόμη και μια αναπάντεχη συνάντηση. «Φωτογράφιζα κοντά στον βυθό. Ημουν συγκεντρωμένος σε αυτό που ήθελα να απαθανατίσω, όταν από πίσω με προσέγγισε δελφίνι. Δεν μπόρεσα να το δω. Το κατάλαβα μόνο από τους ήχους που έκανε. Το έβλεπαν όμως οι βοηθοί δύτες που με συντρόφευαν».

Συνάντηση με καρχαρία δεν έχει ώς τώρα. «Δεν υπάρχουν στις ελληνικές θάλασσες και είναι μύθος πως είναι ανθρωποφάγοι. Είναι φοβισμένα ζώα διότι τα κυνηγούν συστηματικά. Βλέποντας ντοκιμαντέρ του Κουστό, διαπίστωσα πως τα ψάρια έχουν αλλάξει συμπεριφορά άρδην μέσα σε 30 χρόνια. Οταν βουτούσε εκείνος, τα ψάρια πλησίαζαν. Σήμερα αντιλαμβάνονται τον άνθρωπο αποκλειστικά ως κυνηγό».

Κάποια από τα εντυπωσιακά καρέ του Ισσαρη από τον υποθαλάσσιο κόσμο έχουν επιλεγεί για μια σειρά γραμματοσήμων των ΕΛΤΑ, που προχώρησαν και σε έκδοση λευκώματος, ενώ περίπου 20 φωτογραφίες αποτέλεσαν την έκθεση «Βένθος και Πέλαγος: η ζωή των ελληνικών θαλασσών» στο Πλανητάριο. Ο Ισσαρης αποσαφηνίζει πως δεν επεμβαίνει τεχνικά στις φωτογραφίες του διότι η προσέγγισή του είναι ντοκιμαντερίστικη. Ο κόσμος της θάλασσας τον συναρπάζει αλλά και τον στενοχωρεί, διότι συχνά-πυκνά συναντά τις συνέπειες της ανθρώπινης δραστηριότητας: πλούσιους υφάλους που τους «έπνιξαν» δίχτυα και σκοινιά, θαλάσσια λιβάδια της Ποσειδωνίας, που άλλοτε έσφυζαν από ζωή, έρημα πια με έντονα τα σημάδια που άφησαν στο πέρασμά τους μηχανότρατες οργώνοντας τον βυθό, βοτσαλωτοί πυθμένες που έχουν καλυφθεί από πάσης φύσης απορρίμματα. «Ετσι όμως εξολοθρεύονται οργανισμοί τουλάχιστον 2.000 ετών και αυτό καταδεικνύει όχι μόνο την άγνοια των ψαράδων αλλά και των περισσοτέρων από εμάς».