Η ανάκτηση της εμπιστοσύνης των αγορών και των επενδυτών είναι το μεγάλο ζητούμενο για την Ελλάδα μετά το τέλος του τρίτου Μνημονίου. Η Ελλάδα πρέπει να σταθεί στα πόδια της, λέει ο πρόεδρος του οικονομικού ινστιτούτου του Μονάχου «ifo», Κλέμενς Φουέστ, στα «ΝΕΑ», αλλά η συγκυρία είναι κρίσιμη με τη νευρικότητα στις αγορές εξαιτίας της Ιταλίας.

Κύριε Φουέστ, το τρίτο Μνημόνιο για την Ελλάδα ολοκληρώνεται τον Αύγουστο. Πώς βλέπετε εσείς την πορεία και την εξέλιξη της Ελλάδας;
Υπάρχει σταθεροποίηση της ανάπτυξης και πρωτίστως σταθεροποίηση των δημόσιων οικονομικών. Αυτό είναι θετικό. Ωστόσο, καθοριστικό θα είναι να συνεχιστεί αυτή η πορεία και η πολιτική να προχωρήσει σε μια κατεύθυνση η οποία θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών στη χώρα και θα φροντίσει να διασφαλιστεί η βιωσιμότ

ητα της οικονομικής ανάπτυξης της Ελλάδας. Θεωρώ ότι αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση για τη χώρα.

Η κυβέρνηση Τσίπρα θέλει την «καθαρή» έξοδο, να βγει η Ελλάδα στις αγορές χωρίς άλλη βοήθεια. Εμπιστεύεστε στην Ελλάδα μια τέτοια πορεία;

Καταρχήν πιστεύω ότι είναι σωστό να το επιχειρήσει. Η Ελλάδα θέλει να επανακτήσει την αυτονομία της. Και αυτεξούσιος είναι κάποιος που οικονομικά στηρίζεται στα δικά του πόδια. Είναι ένα σημαντικό βήμα σε αυτή την κατεύθυνση. Κατά πόσο θα επιτύχει είναι πολύ δύσκολο να προβλεφθεί. Θα εξαρτηθεί και από την κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι αγορές. Αυτή τη στιγμή έχουμε μια εντεινόμενη νευρικότητα στην Ευρώπη, όχι εξαιτίας της Ελλάδας, αλλά εξαιτίας της Ιταλίας. Αυτή η νευρικότητα περιορίζει τη διάθεση ρίσκου των επενδυτών και δυσχεραίνει σημαντικά την επιστροφή της Ελλάδας στις κεφαλαιαγορές.
Αφού είναι έτσι, δεν θα ήταν πιο συνετό, ακριβώς εξαιτίας αυτής της νευρικότητας, να ζητήσει η Αθήνα μια προληπτική γραμμή πίστωσης;

Βεβαίως. Είναι εξ ορισμού ασφαλέστερο να έχεις μια προληπτική γραμμή πίστωσης. Εχω κατανόηση εάν η ελληνική κυβέρνηση, θέλει να αποφύγει την έξωθεν επιρροή στην οικονομική πολιτική που ασκεί. Κατανοώ ότι δεν θέλει τη γραμμή πίστωσης και τους όρους που συνεπάγεται. Αλλά η συγκυρία είναι κρίσιμη και μετά τις εξελίξεις στην Ιταλία το ρίσκο έγινε μεγαλύτερο.
Με το τέλος του προγράμματος επανέρχεται στο τραπέζι το ζήτημα του χρέους. Πώς να επιστρέψει η χώρα στις αγορές με τέτοιο βουνό χρέους;

Η Ελλάδα έχει υψηλό ονομαστικό χρέος, αυτό είναι γνωστό. Αλλά το χρέος της Ελλάδας έχει εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια, εξυπηρετείται σε μεγάλο βάθος χρόνου, έτσι ώστε η πραγματική επιβάρυνση αυτού του χρέους να είναι πολύ μικρότερη από αυτήν που αφήνει να εννοηθεί το ονομαστικό ύψος του. Εάν θα αποφασιστούν ελαφρύνσεις χρέους για την Ελλάδα, είναι επίσης ένα πολιτικό ζήτημα. Αυτό σημαίνει ότι θα επιβαρυνθούν οι φορολογούμενοι άλλων χωρών, οι οποίες έχουν μικρότερο κατά κεφαλήν εισόδημα από ό,τι η Ελλάδα. Εγώ προσωπικά δεν το θεωρώ αναγκαίο. Γιατί θα πρέπει να ληφθούν μέτρα ελάφρυνσης της Ελλάδας; Δεν βλέπω τον λόγο.
Χρειαζόμαστε ακόμη το ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα;

Πιστεύω ότι είναι καλό που έχουμε το ΔΝΤ, διότι είναι ένας παίκτης ουδέτερος. Τα επιχειρήματα τα οποία προβάλλει σήμερα είναι σημαντικά, αλλά προσωπικά πιστεύω ότι δεν είναι πειστικά. Αλλά η φωνή του ΔΝΤ είναι σημαντική σε αυτή τη διαδικασία. Διαφορετικά θα είχαμε μεγαλύτερη πολιτικοποίηση της υπόθεσης, και αυτό δεν το θεωρώ καλό.