Την Παρασκευή στο Θέατρο Βράχων θα κάνει τον τέταρτο από τους 35 σταθμούς της περιοδείας του. Ο Μίλτος Πασχαλίδης έπειτα από 27 χρόνια στο χώρο της μουσικής ετοιμάζεται να κρατήσει μια μικρή απόσταση μετά το τέλος των παραστάσεών του και να ολοκληρώσει το βιβλίο που ετοιμάζει. Και η αφήγηση των γεγονότων που υφαίνουν την ζωή του με αφορμή την καλοκαιρινή του περιοδεία κάνει αυτή την επιθυμία του να μοιάζει απολύτως φυσιολογική. Ο έρωτας, ο θάνατος και η απώλεια όπως λέει θα πυροδοτούν πάντα την τέχνη, και η ματιά του δημιουργού θα δίνει το ισχνό ή δυνατό αποτύπωμα.

ΗΧΗΡΗ ΜΕΙΟΨΗΦΙΑ. Τα «Τραγούδια που ζούνε λαθραία» είναι ο τίτλος της φετινής περιοδείας και τον πήρα από τον ομώνυμο δίσκο σε στίχους του Αλκη Αλκαίου και του Μάριου Τόκα. Εμπεριέχει κομμάτια τα οποία ήταν 20 χρόνια στα αζήτητα και επέζησαν μεταξύ συρταριών και άτυπων ηχογραφήσεων μέχρι να τα εκδώσω. Με αυτή την έννοια είναι λαθραία. Αν λοιπόν θελήσουμε να πιάσουμε το νήμα από αυτό το σημείο θα διαπιστώσουμε πως όλα τα τραγούδια που υπερασπιζόμαστε επιβιώνουν με αυτό τον τρόπο. Διότι τα κυρίαρχα Μέσα προβάλλουν τα σκυλάδικα ή τα πιο mainstream. Παρ’ όλ’ αυτά καταφέρνουν και γεμίζουν θέατρα και τα αγκαλιάζει με θέρμη ο κόσμος. Υπό αυτή την έννοια είναι μια ηχηρή μειοψηφία που επιβιώνει λαθραία. Τελικά ο κόσμος τα αγκαλιάζει και στρέφει το βλέμμα του προς αυτά και την πλάτη στην πλύση εγκεφάλου που υφίσταται από ένα άλλο είδος το οποίο σπρώχνεται με τόσο άκομψο τρόπο. Σαφώς κάποιοι συνάδελφοι μπορεί να πριμοδοτούνται από ένα δυο έντεχνα ραδιόφωνα –για να μιλήσουμε και για τον δικό μας χώρο. Μπροστά όμως στον ορυμαγδό των υπολοίπων, είναι αστείο και να το συζητάμε.

Οι ιστορίες των τραγουδιών. Μεγαλώνοντας οι ιστορίες των τραγουδιών μου δεν αλλάζουν. Εκείνο που μετασχηματίζεται είναι ότι ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι ταυτίζονται με αυτές. Ο έρωτας και ο θάνατος απασχολεί τους δημιουργούς. Το πώς τα ντύνει ο καθένας και πώς τα βιώνει είναι τελείως προσωπικό του ζήτημα. Η ματιά του καθενός είναι διαφορετική. Η δική μου ματιά περνώντας τα χρόνια αλλάζει στις λεπτομέρειες, δεν αλλάζει στον πυρήνα. Εξακολουθώ να διαβάζω Γιώργο Σεφέρη και να ακούω Σπρίνγκστιν. Μπορεί να διαφοροποιηθεί η ενορχήστρωση –ανάλογα με τη διάθεση, την αισθητική ή την αίσθηση παιχνιδιού που έχω κάθε φορά.

ΓΡΑΦΩ ΑΧΡΟΝΑ. Δεν θέλω να συνομιλώ με την εποχή μου. Ποτέ δεν ήθελα. Εγώ συνομιλώ με την ουτοπία. Δεν γράφω τραγούδια με βάση το τρέχον αίσθημα, την τρέχουσα διάθεση, ούτε την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Αν τα ακούσει κάποιος και μέσα του λειτουργήσουν ως αποτύπωμα μιας εποχής, αυτό συμβαίνει ερήμην μου. Ισως αναπολήσει την εφηβεία του μέσα από τις εικόνες των τραγουδιών μου ή την φοιτητική του ζωή ή κάτι άλλο. Κι εμένα ο δίσκος του Σωκράτη Μάλαμα «13.000 μέρες» μου θυμίζει ένα συγκεκριμένο τοπίο της ζωής μου και μια συγκεκριμένη εποχή. Αισιοδοξώ να προσπαθώ να γράφω άχρονα.

Η ΠΑΓΙΔΑ ΤΗΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ. Ενα τραγούδι που γίνεται επιτυχία και ένα τραγούδι που δεν γίνεται χρειάζεται ακριβώς τον ίδιο κόπο. Οι αποτυχίες είναι διδακτικές. Αυτές σε πάνε μπροστά και όχι οι επιτυχίες. Προσπαθείς να μην επαναλάβεις τα λάθη σου. Είναι πολύ δημιουργικό αυτό. Η επιτυχία είναι επικίνδυνη. Σε εγκλωβίζει στην παγίδα της επανάληψης. Ο λιγότερο εμπορικός δίσκος μου –από τους 12 που έχω κάνει –είναι ο «Ψωμί κι εφημερίδα». Ακούστηκε , παίχτηκε και πούλησε λιγότερο. Ε, λοιπόν, τον έκανα με την ίδια κούραση, αγάπη, ζέση, φιλοδοξία και χαρά με τους υπόλοιπους. Φυσικά και με επηρεάζει και δεν βάζω κομμάτια στον πρόγραμμα από τον συγκεκριμένο δίσκο. Θα ήθελα να πω κάτι πιο ηρωικό αλλά θα ήταν ψέμα. Και όποιος ισχυρίζεται ότι βάζει στο πρόγραμμά του κομμάτια που δεν έχουν ακουστεί από το ραδιόφωνο γιατί απλώς τα γουστάρει, ναι, λέει ψέματα. Τα τραγούδια μου που είναι πιο δημοφιλή τα γνωρίζω από το ποιο παίρνει περισσότερο χειροκρότημα, ποιο το τραγουδάνε όλοι. Αυτά δεν μπορώ να μην τα παίξω. Ναι, έτσι φτιάχνονται τα προγράμματα και είμαι χαρούμενος γι’ αυτό. Οπως όταν ακούω Apocalyptica, Jethro Tull, Σωκράτη Μάλαμα, Θανάση Παπακωνσταντίνου τα καινούργια τραγούδια του Φοίβου Δεληβοριά.

ΟΙ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ. Οι ακροατές φορτώνουν τους καλλιτέχνες με προσδοκίες που εμείς δεν τις έχουμε ζητήσει. Δεν έχω δικαίωμα να κάνω και ένα δίσκο που δεν είναι για τα γούστα τους; Δεν μπορείς να επαναλαμβάνεις συνέχεια τον εαυτό σου. Στο πλαίσιο αυτών των αλλαγών μπορεί να προκύψουν και κάποια που δεν θα πετύχουν. Δεν θέλω να ικανοποιήσω κανέναν με τα τραγούδια μου. Τα γράφω για να λυτρωθώ και αν τύχει και ακουμπάνε και άλλους αυτό σημαίνει ότι κάτι ωραίο έχει συμβεί. Αν δεν το πετύχαμε, πάμε παρακάτω. Ο ιδανικός ακροατής για μένα είναι αυτός που συγκινείται. Ιδανικός είναι και αυτός που αμφιβάλλει, που δεν είναι κανένα πρόβατο. To πιο άγριο, σκοτεινό αλλά και φωτεινό «παραμύθι» που έχω ζήσει τα 27 χρόνια που βρίσκομαι στο χώρο της μουσικής καταγράφεται σε 42′ λεπτά εργασίας με τίτλο «Περσίδες». Είναι η σπουδή μου στην απώλεια. Αυτή βαραίνει μέσα στους ανθρώπους περισσότερο απ’ ότιδήποτε άλλο…