Είναι η πιο αναπάντεχη συνεργασία τόσο για τον κόσμο της υποκριτικής όσο και γι’ αυτόν της κλασικής μουσικής. Η ιδέα για την παράσταση «New Worlds» γεννήθηκε όταν ο αμερικανός ηθοποιός Μπιλ Μάρεϊ και ο γερμανός τσελίστας Γιαν Φόγκλερ γνωρίστηκαν και αποφάσισαν να δημιουργήσουν ένα έργο αμοιβαίας αγάπης για τη μουσική και τη λογοτεχνία.

Βασισμένο μάλιστα σε έργα αποκλειστικά αμερικανικής προέλευσης, τα οποία όμως λειτουργούν ως γέφυρες με τον υπόλοιπο κόσμο. Ολο αυτό έγινε σύντομα δίσκος (το album που κυκλοφόρησε προσφάτως από την Decca και βρέθηκε κατευθείαν στην κορυφή των αντίστοιχων τσαρτ της κλασικής μουσικής, σημειώνοντας μάλιστα ρεκόρ πωλήσεων) και αμέσως ύστερα από μια αμερικανική περιοδεία, πήρε τον δρόμο του για την Ευρώπη. Περί τίνος πρόκειται όμως; Ας πούμε πως ο Μπιλ Μάρεϊ, ως ερμηνευτής αλλά και αφηγητής, ερμηνεύει Μπέρνσταϊν, Γκέρσουιν αλλά και Τομ Γουέιτς, ενώ ενδιαμέσως απαγγέλλει αποσπάσματα κλασικών αμερικανών ποιητών και λογοτεχνών, όπως ο Χέμινγουεϊ, ο Γουίτμαν και ο Τουέιν, οι οποίοι με το έργο τους μετέδωσαν στον υπόλοιπο πλανήτη τη γοητεία, την ενέργεια και τη δημιουργική δυναμική του Νέου Κόσμου.

Ολα αυτά με τη συνοδεία του Stradivarius τσέλου του Φόγκλερ σε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον συναπάντημα της μουσικής και της λογοτεχνίας, από αυτά που σπανίως βλέπουμε και που όμως έχουν ένα τόσο ιδιαίτερο χρώμα, το χρώμα μιας άλλης Αμερικής πολύ μακριά από αυτή που συχνά –πυκνά φανταζόμαστε.

Μιλήσαμε μαζί τους στο τηλέφωνο, καθώς ο όρος του Μπιλ Μάρεϊ για τη συνέντευξη ήταν να συνοδεύεται από τον καλλιτεχνικό του παρτενέρ. Fair enough!

Αναρωτιέμαι πώς βρήκατε το concept των κοινών σας παραστάσεων, ποια διαδικασία ακολουθήσατε.

Γιαν Φόγκλερ: Ισως να αναζητάτε κάποια θεωρητική βάση, αλλά δεν έχω να σας προσφέρω κάτι τέτοιο. Δεν ξεκινήσαμε δουλεύοντας πάνω σε κάποιο concept, αλλά αντιθέτως αφήσαμε στην άκρη μια τέτοια προϋπόθεση. Γνωριστήκαμε, γίναμε φίλοι και αποφασίσαμε να βρούμε κάτι που μας ενώνει για να δουλέψουμε μαζί. Και ήταν πολύ διασκεδαστικό –η διαδικασία δηλαδή είχε πλάκα. Βρεθήκαμε σπίτι, ακούσαμε πολλή μουσική, ξεψαχνίσαμε όλες τις κορυφές της αμερικανικής λογοτεχνίας και ποίησης και κάπως έτσι καταφέραμε να στήσουμε ένα πρόγραμμα.

Μπιλ Μάρεϊ: Παρακολουθήσαμε πολλούς ποιητές στη Νέα Υόρκη, ιδίως στη γέφυρα του Μπρούκλιν, όπου –δεν ξέρω αν το γνωρίζετε –πολλοί ποιητές συνηθίζουν να απαγγέλλουν μέχρι σήμερα τα έργα τους τη νύχτα. Και κάποια στιγμή, νομίζω πως ο Γιαν είχε πρώτος την ιδέα. Κάνω λάθος; Μου είπες «Εϊ, κι εμείς θα μπορούσαμε να το κάνουμε αυτό». Ε, κάπως έτσι έγινε λοιπόν.

Η όλη επιτυχία του εγχειρήματος προκύπτει και από την παραδοξότητά του, δηλαδή;

Μπ.Μ.: Δεν ξέρω τι περίμενε ο κόσμος όταν ανακοινώσαμε τις πρώτες εμφανίσεις μας. Νομίζω πως στην αρχή όλο αυτό τους φάνηκε σαν παιχνίδι, σαν «gimmick» δηλαδή, αλλά καθώς ερχόταν να μας δει ανακάλυπτε πως υπάρχει ένα κάποιο βάθος σε όλο αυτό, πως δεν πρόκειται δηλαδή για τραγούδια και λογοτεχνικά αποσπάσματα ατάκτως ερριμμένα, αλλά αντιθέτως για ένα θέαμα με χαρακτήρα και αφηγηματική βάση. Νομίζω τους ξαφνιάσαμε.

Γ.Φ.: Σίγουρα. Το καταλάβαμε και οι δυο νομίζω από τις ερωτήσεις των δημοσιογράφων στις αρχές του όλου εγχειρήματος. Δεν ήξεραν πώς να μας αντιμετωπίσουν. Θυμάμαι κάποιος με ρώτησε αν προτιμώ τον Μπετόβεν από τον Μπομπ Ντίλαν και του απάντησα πως στα σίγουρα δεν θα ήθελα να ήμουν ο Μπετόβεν, πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια. Δε ξέρω αν έπιασε το αστείο!

Πάντως, το άλμπουμ που γράψατε μαζί βρέθηκε στις κορυφές των τσαρτ της κλασικής μουσικής. Δεν ενοχλήθηκαν οι πιουρίστες απ’ αυτό;

Γ.Φ.: Μα πώς θα μπορούσε κανείς να κριτικάρει αρνητικά ένα θέαμα που αποτελείται από τις κορυφές αυτής της μουσικής; Εχουμε μέσα στο πρόγραμμα από Γκέρσουιν μέχρι Μπαχ… Το κοινό φεύγει ενθουσιασμένο.

Μπορεί, αλλά με παρεξηγήσατε, δεν αναφέρομαι στο κοινό, αλλά στους συναδέλφους σας…

Γ.Φ.: (γέλια) Α, έτσι εξηγείται. Τι να σας πω, στη Γερμανία οι συνάδελφοί μου είναι ενθουσιασμένοι με την όλη προσπάθεια. Κάποιοι μάλιστα θεωρούν πως χρειαζόταν κάτι τέτοιο να συμβεί στον χώρο της κλασικής μουσικής –ξέρεις, να έρθει κοντά μας ένα νέο κοινό. Αλλά σίγουρα όταν γνωρίζεις μια τέτοια επιτυχία έρχεσαι αντιμέτωπος με πολλά σχόλια. Δε ξέρω αν ο Μπιλ έχει να πει κάτι από τη δική του σκοπιά. Εϊ, Μπιλ, τι λένε οι συνάδελφοι σου για όλο αυτό;

Μπ.Μ.: Τι να λένε; Ζηλεύουν! Αυτό κάνουν! Κάνουμε κάτι πολύ διαφορετικό, κάτι που στον χώρο μου δεν συναντάς συχνά, έχουμε την ευκαιρία να «γυμναστούμε» αν θες σε τομείς που οι περισσότεροι ηθοποιοί και μουσικοί δεν μπορούν. Και όχι μόνον αυτό, αλλά ταυτόχρονα εκπληρώνουμε στο έπακρο τον ψυχαγωγικό μας ρόλο. Δίνουμε ένα πραγματικά ψυχαγωγικό σόου. Δεν υπάρχει κάποιου είδους ρητορική πίσω απ’ όλο αυτό, δεν προσπαθούμε να επιβάλουμε στον κόσμο που έρχεται να μας δει τις απόψεις μας, παρουσιάζουμε απλώς μια αλυσίδα μεγάλων συνθετών και συγγραφέων με έναν πολύ διασκεδαστικό τρόπο. Και ο κόσμος το απολαμβάνει.

Κύριε Φόγκλερ, έχετε συνηθίσει να βρίσκεστε επί σκηνής. Εσείς πάλι κ. Μάρεϊ εγκαταλείψατε τη σκηνή (δηλαδή το stand up comedy) στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και έχετε κάνει έκτοτε σποραδικές εμφανίσεις…

Μπ.Μ.: Να είστε βέβαιος πως το χαίρομαι πολύ. Οντως είχα πολλά χρόνια να βρεθώ επί σκηνής σε ένα σταθερό, ας πούμε, θέαμα. Αλλά «έπιανα» τον εαυτό μου να το καταδιασκεδάζει κάθε φορά που προέκυπτε μια κάποια αφορμή. Ετσι, όταν παρουσιάστηκε η ευκαιρία ενθουσιάστηκα. Βλέπεις, όταν κάνεις μια εμφάνιση στο τόσο, είναι λίγο – πολύ σαν πυροτέχνημα. Τώρα, παρουσιάζοντας την ίδια παράσταση κάθε φορά, έχω την ευκαιρία να την αλλάζω λίγο –τόσο λίγο κάθε φορά. Να τη ραφινάρω αν θες. Ενα σημείο εδώ, ένα σημείο εκεί. Νομίζω πως όλοι έχουμε εκπλαγεί. Δώσαμε την πρώτη παράσταση και νομίζαμε πως είχαμε καταφέρει κάτι σπουδαίο. Οσο όμως συνεχίζουμε τις εμφανίσεις, τόσο καλύτεροι γινόμαστε.

Γ.Φ.: Ξέρετε, η στασιμότητα είναι πάντα ένα ζήτημα. Κάποιες από τις συνθέσεις που παρουσιάζουμε τις έπαιζα για δεκαετίες, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο κάθε φορά. Αυτό που συμβαίνει τώρα όμως, αυτός ο νέος τρόπος δηλαδή, έχει δώσει σε αυτό το κομμάτι της δουλειάς μου μια νέα πνοή, μια φρεσκάδα που χρειαζόμουν, απ’ ό,τι φαίνεται, προσωπικά ο ίδιος.

Αλήθεια πώς προέκυψε η μεταξύ σας γνωριμία;

Γ.Φ.: Σε ένα αεροδρόμιο.

Μπ.Μ.: Δεν γνώριζα τον Γιαν, ούτε προσωπικά, ούτε ως μουσικό, απλώς τον είδα με αυτό το τεράστιο πράγμα και αναρωτιόμουν αν θα μπορούσε να το περάσει από την ασφάλεια του αεροδρομίου… Ετυχε και καθίσαμε δίπλα δίπλα στο αεροπλάνο της επιστροφής και έτσι, πάνω στην κουβέντα, του πρότεινα να δει κάποιες ταινίες. Δικές μου ταινίες φυσικά. Τις είδε αδιαμαρτύρητα, είναι Γερμανός ξέρετε, δηλαδή είναι πολύ ακριβής στα ραντεβού του και επίσης δεν φέρνει αντιρρήσεις.

Γ.Φ.: Είχαν το «Stripes» στο αεροπλάνο (σ.σ.: ο ελληνικός τίτλος της ταινίας είναι «Δύο τρελοί… τρελοί κομάντος» – παραγωγής 1981, τότε που τα βαφτίσια ήταν ακόμα… τρελά). «Ενδιαφέρων τύπος» σκέφτηκα. Αλήθεια, θα έρθετε να παρακολουθήσετε την παράσταση;

Φυσικά –παίζετε και Τομ Γουέιτς που τον αγαπώ πολύ.

Μπ.Μ.: Ναι, αλλά όχι όπως ο ίδιος ο Γουέιτς, ετοιμαστείτε για κάτι λίγο διαφορετικό.