Δεν είναι ακριβώς η νοσταλγία που ωθεί όλο και περισσότερους νέους (τουλάχιστον ηλικιακά) συγγραφείς να ασχοληθούν με την ιστορία του τόπου τους. Είναι ένας οδηγός ωρίμασης για τη συνειδητοποίηση της ίδιας τους της ταυτότητας. Μιας θαμμένης μνήμης που όλο προσπαθεί να βγει προς τα έξω, αλλά το βάρος των επικαλύψεων την τραβά σαν άδειο σακί κάτω στο έδαφος. Για να γεμίσει αυτό το σακί η Καουτέρ Αντιμί που έχει και ταλέντο και χάρη, εκκινεί από την εμπειρία της γενιάς της: τον εμφύλιο πόλεμο που σάρωσε την Αλγερία τη δεκαετία του ’90 ανάμεσα στους ενόπλους του Ισλαμικού Μετώπου Σωτηρίας (που είχαν κερδίσει τις εκλογές του 1991, αλλά δεν τους επιτράπηκε να κυβερνήσουν, από τον φόβο δημιουργίας ισλαμιστικού καθεστώτος) και τις εθνικές ένοπλες δυνάμεις. Εχοντας βέβαια ήδη στο φόντο τον πολύ πιο αιματηρό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας τη δεκαετία του 1950, με τον οποίο έπαψε να είναι αποικία της Γαλλίας.

Μια καθ’ όλα τραυματική εμπειρία σε μια ανέφελη περίοδο για την Ευρώπη. Εχοντας ως σημείο αναφοράς το παράλογο του εμφύλιου σπαραγμού, η συγγραφέας πηγαίνει πίσω σ’ έναν στενό δρόμο της παλιάς πόλης, εκεί όπου κρύβεται ο πνευματικός θησαυρός του Εντμόν Σαρλό. Το μικρό του βιβλιοπωλείο που άντεξε όλες τις αναποδιές του χρόνου εκποιείται σ’ έναν γαλλικό όμιλο. Ενας νεαρός εκκαθαριστής αναλαμβάνει τη βρώμικη δουλειά και μέσω αυτού η συγγραφέας αναλαμβάνει να «συντάξει» το προσωπικό ημερολόγιο του εκδότη που συμβολίζει και την άνοδο των αραβικών γραμμάτων. Για την Ιστορία, η δανειστική βιβλιοθήκη που είχε συστήσει ο Σαρλό παρέμεινε ζωντανή μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Αργότερα την ανέλαβε το κράτος. Ομως σήμερα αργοπεθαίνει. Σ’ αυτή την πολιτική και καλλιτεχνική κόπωση που χαρακτηρίζει την περίοδο που διανύουμε, το κοίταγμα προς τα πίσω της Αντιμί είναι μια προσπάθεια αναζήτησης του τι χάθηκε. Η ίδια βρίσκεται στη διαδικασία της ανακάλυψης και, όπως μας είπε στη συνέντευξη που ακολουθεί, στη Γαλλία εκατομμύρια άνθρωποι εμπλέκονται με άμεσο ή έμμεσο τρόπο στα γεγονότα της Αλγερίας. Οι ξεκάθαρες απαντήσεις περιμένουν ακόμη.

Ο βιβλιολάτρης και εκδότης Σαρλό αποτελεί το επίκεντρο επιδραστικών μαέστρων του πνεύματος, που θα τους ανακαλύψει η παγκόσμια κοινότητα των γραμμάτων σύντομα: Καμί, Ρουά, Ρομπλές, Εξιπερί, Αμρούς, Ζιντ και πολλοί άλλοι. Με ελάχιστα χρήματα και σχεδόν καθόλου πόρους, μπαίνει μπροστά η διαδικασία της εξόρυξης του οράματος. Με ορμητήριο ένα ελάχιστων τετραγωνικών βιβλιοπωλείο που διέθετε τον ευφρόσυνο τίτλο Τα Αληθινά Πλούτη, ο Σαρλό βρίσκει τρόπους να γυμνάσει λογοτεχνικά ένα ευρύ και παράλληλα απαιτητικό κοινό. Το διαχρονικό ζητούμενο δηλαδή όλων των ικανών εκδοτών και τότε και σήμερα. Δικαιολογίες δεν υπάρχουν. Αν αναλογιστούμε δε ότι η εποχή Σαρλό διαλυόταν καθημερινά από πολέμους, πτωχεύσεις και ξεριζωμούς.

Ο Σαρλό υπήρξε δημοκράτης με τη βαθιά έννοια του όρου. Υποστήριζε χωρίς τυφλό φανατισμό το δικαίωμα της Αλγερίας να υπάρξει και να χειραφετηθεί. Προς αυτή την κατεύθυνση έβλεπε πως το εκδοτικό του έργο θα ήταν το κατάλληλο όχημα για την αναχαίτιση του πολιτικού και θρησκευτικού μίσους. Ο εκδότης κατά τη διάρκεια της Κατοχής έκανε το άλμα προς τη γαλλική αγορά. Μετέφερε παράρτημα των εκδόσεών του στο Παρίσι. Εβγαζε τίτλους, δίχως να υπολογίζει χρέη και κόστη. Η αγάπη του για το καλό βιβλίο ήταν πάνω απ’ όλα. Εκανε τα πάντα για να εκδώσει, ακόμη και όταν δεν είχε χαρτί. Οι γάλλοι εκδότες στη μητρόπολη όμως, αφού ενισχύθηκαν οικονομικά, στράφηκαν εναντίον του και τον έπνιξαν. Τα «ονόματα» που διέθετε ο Σαρλό ήταν θησαυρός. Ομως δεν γλίτωσε ούτε από τους ακροδεξιούς της OAS, που τελικά «κατάφεραν» και έκαψαν το βιβλιοπωλείο. Οπως φαίνεται και από το μυθιστόρημα της Αντιμί, η δαιδαλώδης περιπέτεια του Σαρλό λειτουργεί σαν αντίδοτο κατά της απάθειας και της ιστορικής λήθης. Ταυτόχρονα η συγγραφέας επαναφέρει την αναγκαιότητα της λογοτεχνίας ως τρόπου διάπλασης νοημάτων και ιδεών, που οδηγούν προς την ελευθερία.

Τελευταίο γράμμα

«Το τυφλό μίσος σκεπάζει τα πάντα»

Στη σύντομη κουβέντα που είχε η συγγραφέας με το «Βιβλιοδρόμιο» στο περιθώριο της 15ης ΔΕΒΘ, μας εκμυστηρεύθηκε μερικές σκέψεις της:

Ποιο ήταν το κίνητρο συγγραφής αυτού του μυθιστορήματος;

Το βασικό μου κίνητρο για να γράψω το μυθιστόρημα ήταν οι εμπειρίες από την Αλγερία της δεκαετίας του ’90. Μια τραυματική δεκαετία για μένα και πολλούς συνανθρώπους μου λόγω του εμφύλιου πολέμου. Ενώ στην ηπειρωτική Ευρώπη επικρατούσε πάνω – κάτω ευδαιμονία, λίγο πιο κάτω, σε μας, κυριαρχούσε ο αλληλοσκοτωμός. Αυτό είναι ένα βιβλίο κυρίως για τη γενιά μου. Κάπου στο κείμενο αναφέρω τη φράση: «Αιώνες τώρα ο ήλιος ανεβαίνει πάνω από τις ταράτσες στο Αλγέρι, και όμως πάνω στις ίδιες ταράτσες σκοτώνουμε». Το αδιανόητο του εμφυλίου είναι το πώς μεταμορφώνεται ο συγγενής, ο φίλος σε φονιά. Από εκεί που μοιραζόμαστε πράγματα μαζί, ξαφνικά αρχίζουμε να σκοτωνόμαστε. Το τυφλό μίσος σκεπάζει τα πάντα. Τελικά δεν ξέρω εάν μιλάμε για μεταμόρφωση ή εάν τότε βρίσκουμε ευκαιρία να αποκαλύψουμε τον χειρότερο εαυτό μας.

Η μνήμη είναι το άθροισμα των ιστοριών μας;

Πιστεύω ότι, κατά βάση, επιλέγουμε τις μνήμες μας και παράλληλα οι ίδιες αυτές μνήμες καθοδηγούν τις ιστορίες που γράφουμε. Είναι μια πολύπλοκη διαδικασία και επίπονη για τον συγγραφέα. Για παράδειγμα, μία από τις πιο σκοτεινές σελίδες της σύγχρονης γαλλικής Ιστορίας –την οποία αναφέρω στο βιβλίο –είναι η διαδήλωση κατά του Πολέμου της Αλγερίας τον Οκτώβριο του 1961 στο Παρίσι, η οποία πνίγηκε στο αίμα. Πολλοί διαδηλωτές, Αλγερινοί στην πλειονότητά τους, δολοφονήθηκαν από την αστυνομία. Λίγους μήνες πριν, το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο της Αλγερίας (γνωστό με τα αρχικά FLN) είχε ξαναρχίσει τις βομβιστικές επιθέσεις κατά αστυνομικών τμημάτων. Στη Γαλλία ακόμη και σήμερα πολλοί δεν ξεχωρίζουν τα γεγονότα. Τι προηγήθηκε και τι αντίδραση έφερε. Θεωρούν ότι ήταν μια σειρά «κακών συγκυριών», μέσα σ’ ένα κλίμα αυξανόμενης έντασης. Μια ακολουθία παρεξηγήσεων δηλαδή, έστω και εγκληματικών, που είχε κακό τέλος. Είναι σημαντικό να δουλέψουμε πάνω στη μνήμη σε σχέση με την Ιστορία. Η λήθη είναι ο χειρότερος εχθρός. Ο πρωταγωνιστής μου Εντμόν Σαρλό ανήκει σίγουρα στη συλλογική μνήμη της Αλγερίας. Για τις υπόλοιπες χώρες, δεν ξέρω ακόμη.

Ποια ήταν η σχέση σας με τον εμβληματικό εκδότη Εντμόν Σαρλό;

Δεν πρόλαβα να τον συναντήσω. Πέθανε το 2004, κοντά 90 ετών, την εποχή που εγώ πήγαινα να εγκατασταθώ στη Γαλλία. Αλλά από μικρή θυμάμαι πως ήταν το μυθοπλαστικό μου απωθημένο… Ποτέ δεν άλλαξε τον τρόπο σκέψης του και είχε να αντιμετωπίσει άπειρα προβλήματα. Με τα χρέη, με τους συγγραφείς, με τις προμήθειες, με τα χειρόγραφα, με τους πολέμους και με ό,τι άλλο μπορεί κανείς να φανταστεί. Είχε επίσης να αντιμετωπίσει την τυφλή βία και τις δικές του εσωτερικές συγκρούσεις. Εμεινε όμως αφοσιωμένος στον στόχο του να βγάζει βιβλία. Ξέρετε, το βιβλιοπωλείο του υπάρχει ακόμα, και αισθάνομαι, πώς να το πω, ευλογημένη κατά κάποιον τρόπο που κατάφερα να πλησιάσω αυτή την προσωπικότητα και μαζί και ένα ζωντανό κομμάτι της Ιστορίας της χώρας μου.

Από μικρή είχατε την έγνοια αυτή για τη χώρα σας;

Κάπως έτσι. Την πρώτη μου ιστορία την έγραψα οκτώ χρονών. Εκτοτε πηγαινοερχόμασταν με την οικογένειά μου μεταξύ Αλγερίας και Γαλλίας. Ημασταν κάπως σαν νομάδες και δεν υπήρχαν πολλά βιβλία στο ή στα σπίτια στα οποία μέναμε. Μόνο τα απαραίτητα. Τα βιβλία έγιναν, στην πορεία, το ασφαλέστερο καταφύγιό μου. Αυτό το μυθιστόρημα –«Τα πλούτη μας» –έχει για μένα ιδιαίτερο βάρος. Γράφτηκε λίγο πριν από την Αραβική Ανοιξη και τη μόνιμη εγκατάστασή μου στη Γαλλία. Είναι ένα τελευταίο γράμμα προς την πατρίδα μου, την Αλγερία. Ηθελα να κρατήσω μερικές τελευταίες αναμνήσεις από τη χώρα μου και να τις φυλάξω για πάντα μαζί μου, αν είναι δυνατόν. Παραμένω μέχρι και σήμερα Αλγερινή μέχρι το κόκαλο.

Kaouther Adimi

Τα πλούτη μας

Μτφ. Εφη Κορομηλά

Εκδ. Πόλις, 2018

σελ. 217,

Τιμή: 14 ευρώ