Ο Λαρς Φελντ, διευθυντής του Ινστιτούτου Euken στο Φράιμπουργκ, συμμετέχει από το 2011 στο Συμβούλιο Πέντε Σοφών, που καταρτίζει την ετήσια έκθεση για τη συνολική πορεία της οικονομίας, υπεύθυνος για τη δημοσιονομική πολιτική. Η Ελλάδα χρειάζεται προληπτική γραμμή πίστωσης για την έξοδό της από το πρόγραμμα. Οχι μόνον επειδή θα έχει καλύτερους όρους χρηματοδότησης από τα επιτόκια των αγορών, λέει στα «ΝΕΑ» ο Λαρς Φελντ, αλλά και ως ασφαλιστική δικλίδα ενόψει του τέλους της ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και ενδεχόμενων αναταράξεων εξαιτίας της Ιταλίας.

Η Ελλάδα περιμένει τον Αύγουστο το τέλος του τρίτου προγράμματος και την έξοδο από τα Μνημόνια έπειτα από σχεδόν μία δεκαετία. Πώς βλέπετε εσείς την Ελλάδα σήμερα;

Υπάρχουν σαφή βήματα προόδου. Θα γίνονταν πολύ νωρίτερα εάν δεν υπήρχαν οι αναταραχές του πρώτου εξαμήνου του 2015. Ηταν αναμενόμενο ότι κάποια στιγμή θα αποδώσουν οι μεταρρυθμίσεις και θα επιστρέψει η ανάπτυξη. Αυτή άρχισε τώρα. Η Ελλάδα είναι στη σωστή πορεία, έχει όμως δρόμο ακόμα μπροστά της και πρέπει να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις, πρωτίστως για να οικοδομήσει μία σύγχρονη και αποτελεσματική διοίκηση σε όλα τα επίπεδα.

Ακούγεστε επιφυλακτικός. Τι σας ανησυχεί;

Ανησυχώ ότι μετά το τέλος του προγράμματος η κυβέρνηση Τσίπρα θα ακυρώσει κάποιες μεταρρυθμίσεις προκειμένου να βελτιώσει τις εκλογικές προοπτικές της. Η Ελλάδα κατά την άποψή μου δεν έχει φτάσει σε σημείο ώστε να απορροφήσει μερική ακύρωση μεταρρυθμίσεων.

Τέλος του προγράμματος σημαίνει έξοδος της Ελλάδας στις αγορές. Μπορεί να σταθεί μόνη της, χωρίς στήριξη;

Θα ήταν προτιμότερο η Ελλάδα να δεχόταν ένα τέταρτο πρόγραμμα και οι εταίροι να δήλωναν πρόθυμοι να συμβάλουν με οιονδήποτε τρόπο, π.χ. με μία προληπτική γραμμή πίστωσης, με λιγότερο πιεστικούς όρους. Ετσι θα διασφαλιζόταν καλύτερα η μεταρρυθμιστική πορεία. Μία προληπτική γραμμή πίστωσης θα είχε σαφώς καλύτερα επιτόκια από αυτά που θα απαιτήσουν οι αγορές από την Ελλάδα.

Ωστόσο αυτή τη στιγμή η ελληνική κυβέρνηση δεν είναι διατεθειμένη να αποδεχθεί ένα νέο πρόγραμμα, ούτε οι εταίροι έχουν διάθεση να ασχοληθούν ξανά με την Ελλάδα.

Αυτό που οικονομικά είναι σωστό και για τις δύο πλευρές δεν φαίνεται πολιτικά εφικτό. Η ελληνική κυβέρνηση θέλει με κάθε τρόπο να απαλλαγεί από την πίεση των Βρυξελλών για να πει ο Τσίπρας ότι έβγαλε τη χώρα από το πρόγραμμα. Οι εταίροι από την άλλη θα πουν ότι επιτέλους απαλλάχθηκαν και δεν χρειάζεται να εγκρίνουν νέο πρόγραμμα. Δυστυχώς, το πολιτικό περιβάλλον δεν ευνοεί να γίνει αυτό που επιβάλλεται οικονομικά. Η Ελλάδα πρέπει να επιστρέψει στις αγορές, αλλά θα αναχρηματοδοτηθεί με αισθητά υψηλότερα επιτόκια. Πολλά θα εξαρτηθούν και από την κατάσταση των αγορών. Και αυτή δεν θα είναι εντελώς ανεξάρτητη από τον τερματισμό του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ τον Οκτώβριο.

Είπατε ότι φοβάστε πισωγύρισμα στις μεταρρυθμίσεις. Θα υπάρχει επιτήρηση των πιστωτών μετά το Μνημόνιο;

Επιτήρηση της Ελλάδας θα συνεχιστεί και μετά το τέλος του τρίτου προγράμματος. Ο μηχανισμός ESM εξετάζει σε τακτά διαστήματα κατά πόσο μία χώρα, την οποία στήριξε με δάνεια που δεν αποπλήρωσε, κάνει βήματα προόδου και σίγουρα θα σημάνει συναγερμό πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι η Κομισιόν, εάν διαπιστώσει παρέκκλιση από την πορεία.

Με το τέλος του προγράμματος πρέπει να γίνει και ρύθμιση του χρέους, οι εταίροι δεσμεύθηκαν για αυτό. Τι μπορεί να περιμένει η Ελλάδα;

Κούρεμα χρέους είναι αδύνατο, η ευρωπαϊκή συνθήκη απαγορεύει την ανάληψη χρέους κράτους-μέλους. Μένουν άλλα μέτρα, όπως επιμήκυνση και μείωση επιτοκίων. Αλλά εάν η Ελλάδα επιστρέψει στις αγορές, πώς θα δικαιολογήσουν οι εταίροι πιστωτές στους ψηφοφόρους των χωρών τους ότι η Αθήνα αφενός έχει την πολυτέλεια να πληρώνει υψηλά επιτόκια και αφετέρου θέλει ελαφρύνσεις χρέους από τους δημόσιους πιστωτές της;

Μιλήσατε στην αρχή για θετική πορεία της ελληνικής οικονομίας. Τα τελευταία στοιχεία για το 2017 δείχνουν ανάπτυξη 1,4%. Είναι αρκετό;

Αν συνυπολογιστεί πόσο υποχώρησε το ΑΕΠ της Ελλάδας στα χρόνια της κρίσης δεν μπορεί να είναι κανείς ευχαριστημένος με ανάπτυξη κάτω του 2%. Η Ελλάδα υστερεί, γιατί σε αντίθεση με την Ισπανία και την Πορτογαλία, πολύ περισσότερο την Ιρλανδία, ακόμη και την Κύπρο, δεν έκανε δικές της τις μεταρρυθμίσεις. Βγάζει μάτι με την αντίστασή της στις μεταρρυθμίσεις.

Πώς το εισπράττουν αυτό οι επενδυτές;

Οι επενδυτές είναι επιφυλακτικοί, δεν είναι βέβαιοι εάν θα συνεχιστεί η μεταρρυθμιστική πορεία, εάν η κυβέρνηση θα δώσει δική της ώθηση στην κατεύθυνση αυτή. Φοβούνται ότι πολύ εύκολα μπορεί να πισωγυρίσει.
«Η Ιταλία εξελίσσεται σε προβληματικό παιδί της ΕΕ»

Μετά τις τελευταίες εκλογές στην Ιταλία δεν αποκλείεται το σενάριο συγκυβέρνησης των λαϊκιστών των Πέντε Αστέρων και της Λέγκας. Πόσο πρέπει να μας ανησυχεί;

Είχαμε ξαφνιαστεί όλοι όταν ο αριστερός Τσίπρας συμμάχησε με τους δεξιούς λαϊκιστές στην Ελλάδα. Ενα τέτοιο σενάριο θα ήταν το χειρότερο για την Ιταλία. Οι λαϊκιστές είναι πάντα ικανοί για εκπλήξεις. Τα δύο αυτά κόμματα δεν έχουν παραιτηθεί από την ιδέα εξόδου από το ευρώ, έδωσαν πανάκριβες υποσχέσεις στους ψηφοφόρους, εάν τις υλοποιήσουν δεν αποκλείονται αναταράξεις στις αγορές. Και η Ιταλία με το μέγεθός της είναι άλλου διαμετρήματος απ’ ό,τι η Ελλάδα. Η Ιταλία μετά τις εκλογές εξελίσσεται σε προβληματικό παιδί της Ευρώπης.

Πάντως, ένα πρόβλημα λιγότερο έχει η Ευρώπη, η Γερμανία έπειτα από έξι μήνες έχει κυβέρνηση. Και στο υπουργείο Οικονομικών τη σκυτάλη από τον χριστιανοδημοκράτη Σόιμπλε παίρνει ο σοσιαλδημοκράτης Ολαφ Σολτς. Τι θα αλλάξει στην πολιτική του Βερολίνου;

Η κυβερνητική συμφωνία CDU/CSU-SPD δίνει στην καγκελάριο Ανγκελα Μέρκελ μεγάλα περιθώρια κινήσεων στις διαπραγματεύσεις για τη μεταρρύθμιση της ΕΕ. Το επιτελείο των συμβούλων της που συνδιαμορφώνει τις αποφάσεις παραμένει το ίδιο. Με αυτό το δεδομένο δεν αναμένεται αλλαγή στάσης του Βερολίνου και έναντι μεμονωμένων χωρών. Ο Ολαφ Σολτς είναι ένας έμπειρος και ρεαλιστής πολιτικός, δεν θα ακολουθήσει χαλαρή δημοσιονομική πολιτική. Είδαμε ότι και με τον καγκελάριο Σρέντερ οι Σοσιαλδημοκράτες ακολούθησαν φιλική προς την οικονομία στάση και αξιόπιστη δημοσιονομική πολιτική.