Εξι τρομοκρατικές επιθέσεις μέσα σε έξι μήνες. Είκοσι τρία σχέδια επιθέσεων που απετράπησαν τα τελευταία τέσσερα χρόνια –το ένα από αυτά αφορούσε βομβιστική επίθεση φέτος τα Χριστούγεννα. Τριάντα έξι νεκροί μέσα στο 2017. Ενα σχέδιο δολοφονίας της πρωθυπουργού Τερίζα Μέι στη Ντάουνινγκ Στριτ και μια υποκίνηση επίθεσης κατά του τετράχρονου πρίγκιπα Τζορτζ στο σχολείο όπου φοιτά. Μετά από μια πραγματικά καταραμένη χρονιά, πόσο ασφαλής μπορεί να αισθάνεται η Βρετανία; «Πολύ», απαντά απερίφραστα η νέα αρχηγός της Σκότλαντ Γιαρντ.

Η Κρέσιντα Ντικ είναι η πρώτη γυναίκα αρχηγός στην ιστορία του πιο διάσημου αστυνομικού σώματος στον πλανήτη. Ανέλαβε τα καθήκοντά της τον περασμένο Απρίλιο, τρεις εβδομάδες μετά την πολύνεκρη επίθεση στο Ουέστμινστερ και λίγο προτού αρχίσει ένα άνευ προηγουμένου μπαράζ τρομοκρατικών χτυπημάτων ανά τη χώρα: Μάντσεστερ, Γέφυρα του Λονδίνου, Φίνσμπουρι Παρκ, Μπάκιγχαμ, Πάρσονς Γκριν. Ερχονται, άραγε, και άλλες επιθέσεις; Μπορούν να κάνουν κάτι οι διωκτικές Αρχές για να τις αποτρέψουν; «Δεν νομίζω ότι κάποιος υπεύθυνος αρχηγός αστυνομίας σε οποιαδήποτε πόλη, τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο, θα έλεγε ποτέ ότι μπορεί να εγγυηθεί πως δεν θα σημειωθεί ξανά τρομοκρατική επίθεση» λέει στα «ΝΕΑ» η αρχηγός της Μητροπολιτικής Αστυνομίας του Λονδίνου.

Ωστόσο, διαβεβαιώνει ότι η Σκότλαντ Γιαρντ έγινε καλύτερη μετά τις πρόσφατες επιθέσεις και αποκαλύπτει ότι η αστυνομία έχει αναπροσαρμόσει τη στρατηγική της. «Προσπαθούμε να διδαχθούμε από κάθε περιστατικό. Αναλύουμε τα πάντα. Μελετάμε προσεκτικά την κάθε επίθεση και εξετάζουμε τι μπορεί να μας διδάξει ώστε να αντιδράσουμε καλύτερα την επόμενη φορά. Είναι πολλά εκείνα που θα κάνουμε ακόμη καλύτερα και ελαφρώς διαφορετικά αν, Θεός φυλάξοι, δεχθούμε ξανά επίθεση».

Πρόσφατα δημοσιοποιήθηκε μια ανεξάρτητη έκθεση που διαπιστώνει ότι τρεις από τους τρομοκράτες των φετινών επιθέσεων βρίσκονταν στο ραντάρ της ΜΙ5 και ότι το χτύπημα στο Μάντσεστερ θα μπορούσε να είχε αποτραπεί εάν οι διαθέσιμες πληροφορίες αξιοποιούνταν σωστά. «Μακάρι να μπορούσα να γύριζα τον χρόνο πίσω και να μην γίνονταν όλα αυτά που συνέβησαν φέτος. Μου προκάλεσαν σοκ. Αλλά από τη στιγμή που δεν μπορώ να τα πάρω πίσω, επιλέγω να είμαι εδώ και να κάνω ό,τι μπορώ για να βοηθήσω» μου λέει η Κρέσιντα Ντικ, η οποία έχει βάλει στόχο να ανανεώσει τη Σκότλαντ Γιαρντ που φέτος έκλεισε 188 χρόνια ζωής.

Τη συνάντησα στην καρδιά του Ουέστμινστερ, στα νέα, υπερσύγχρονα γραφεία της Μητροπολιτικής Αστυνομίας που εγκαινίασε η βασίλισσα Ελισάβετ τον περασμένο Ιούλιο. Φιλική, ζεστή, με χιούμορ και αυτοσαρκασμό (όταν ένας αξιωματικός επισήμανε ότι μπορεί να μας δώσει φωτογραφίες της για δημοσίευση, εκείνη γέλασε και έδειξε το πρόσωπό της κάνοντας μια αστεία γκριμάτσα, περίπου σαν να λέει σιγά το πρόσωπο!), η Κρες, όπως τη φωνάζουν οι φίλοι και οι συνάδελφοί της, απέχει πολύ από την εικόνα του μπάτσου που έχουν οι περισσότεροι στο μυαλό τους. Σε αυτό ίσως συμβάλλει και η σωματοδομή της: είναι λεπτή και μικροκαμωμένη –μετά βίας πέρασε το όριο ύψους (1,63 μέτρα) που ίσχυε όταν έγινε αστυνομικός το 1983. Μόνο η στιβαρή της χειραψία και το διεισδυτικό βλέμμα κάτω από τα γκρίζα μαλλιά της προδίδουν την αποφασιστικότητά της, την οποία αυτή την περίοδο επικεντρώνει στην αντιμετώπιση της τρομοκρατικής απειλής. «Πρέπει να κάνουμε δουλειά στις τοπικές κοινότητες, να κάνουμε καλύτερη συλλογή, ανάλυση και αξιοποίηση πληροφοριών, να προχωρήσουμε σε πιο αποτελεσματική διασύνδεση μεταξύ της αστυνομίας και των μυστικών υπηρεσιών, αλλά και σε στενότερη συνεργασία με τα υπουργεία Εσωτερικών και Εξωτερικών» τονίζει στα «ΝΕΑ» η αρχηγός της Σκότλαντ Γιαρντ, μιλώντας στο πλαίσιο ενημερωτικής συνάντησης με ξένους ανταποκριτές.

«Ξέρω πως όταν γίνει αυτή η δουλειά θα ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο. Θα γίνουμε ένα ακόμη πιο ισχυρό σύνολο υπηρεσιών» λέει, προσθέτοντας ότι έχει «πραγματικά φιλόδοξα σχέδια για το μέλλον». Απαντώντας στην κριτική που ασκείται στις υπηρεσίες ασφαλείας ότι δεν γίνεται σωστή παρακολούθηση των υπόπτων, η Ντικ παραδέχεται ότι η επικινδυνότητα ορισμένων ατόμων πρέπει να αξιολογείται καλύτερα, αλλά απορρίπτει την κατηγορία: «Δεν έχουμε αστυνομοκρατία. Δεν μπορούμε να παρακολουθούμε τους πάντες όλη την ώρα». Οσο για το ψαλίδι στον προϋπολογισμό της Σκότλαντ Γιαρντ, είναι κατηγορηματική: «Οι επιθέσεις δεν συνέβησαν λόγω περικοπών». Ωστόσο, δεν διστάζει να αφήσει κάποιες αιχμές: «Εγώ θα ήθελα πολλά δισεκατομμύρια! Αλλά είναι καθαρά πολιτική απόφαση τι πόρους και τι χρηματοδότηση θα λάβει η αστυνομία. Η αύξηση της τρομοκρατικής απειλής και ο αυξημένος ρυθμός των επιθέσεων δημιουργούν μεγαλύτερη πίεση στο σύστημα και απαιτούν ακόμα πιο έξυπνη διαχείριση πόρων».

Πόσο μεμονωμένες ήταν οι επιθέσεις μέσα στο 2017; Εχει πλέον αποσοβηθεί ο κίνδυνος;

«Δεν πρόκειται για μια στιγμιαία αύξηση. Πρόκειται για μια μεταστροφή» εκτιμά η αρχηγός. «Σε αυτό συμβάλλει και η ταχύτητα στην επικοινωνία. Ιδίως ο τρόπος με τον οποίο το ISIS χρησιμοποιεί τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να εμπνεύσει και να ενθαρρύνει (σ.σ. τρομοκρατικές επιθέσεις). Αυτή η πολυδιάστατη απειλή, που έρχεται είτε από το εξωτερικό, είτε από το εσωτερικό, είτε από το Διαδίκτυο, είναι κάτι που πρέπει να αντιμετωπίσουμε».

Τα κοινωνικά δίκτυα έδωσαν φωνή στον καθένα μας, αλλά συχνά αυτή η φωνή δεν λέει την αλήθεια. Πριν από λίγες εβδομάδες, οι λανθασμένες αναφορές για πυροβολισμούς στην Οξφορντ Στριτ οδήγησαν στον τραυματισμό πολλών ανθρώπων που έτρεχαν αλλόφρονες για να σωθούν από μια απειλή που δεν υπήρξε ποτέ. «Με ανησυχεί ότι με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι πολύ εύκολο να εξαπλωθούν φήμες. Σε κάθε συμβάν λαμβάνουμε κλήσεις από όλο το Λονδίνο από ανθρώπους που μας λένε «συνέβη αυτό, συνέβη εκείνο, συνέβη το άλλο». Και ξέρουμε ότι εννέα από τα δέκα που μας λένε είτε δεν έχουν συμβεί, είτε είναι αποτέλεσμα εσφαλμένης ερμηνείας ή παρανόησης. Αν κάποιος γράψει στα social media ότι εκκενώνεται ένας σταθμός του μετρό ή ότι ακούστηκαν πυροβολισμοί, οι πολίτες θα ανησυχήσουν». Παρόλα αυτά, θεωρεί ότι το Λονδίνο «παραμένει πολύ ασφαλές». Γιατί; «Η ετοιμότητά μας είναι εξαιρετική, όπως και ο συντονισμός μας. Θεωρούμαστε η κορυφαία υπηρεσία στον κόσμο στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε την τρομοκρατία. Εχουμε πολύ καλά εκπαιδευμένους, άρτια εξοπλισμένους και στρατηγικά τοποθετημένους αστυνομικούς», υποστηρίζει η Ντικ, η οποία επί σειράν ετών ήταν επικεφαλής της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας. Οι βρετανικές Αρχές έχουν καταρτίσει ένα νέο σχέδιο καταπολέμησης της τρομοκρατίας με την κωδική ονομασία «Contest 3.0», το οποίο θα ανακοινωθεί τις προσεχείς εβδομάδες. «Στόχος είναι να βρεθούμε ένα βήμα πιο μπροστά από τους τρομοκράτες», είπε στα «ΝΕΑ» πηγή των υπηρεσιών ασφαλείας.

«Κάνω

την καλύτερη δουλειά

του κόσμου»

Η 57χρονη αρχηγός της Σκότλαντ Γιαρντ μεγάλωσε στην Οξφόρδη σε οικογένεια πανεπιστημιακών. Σπούδασε στα πανεπιστήμια της Οξφόρδης και του Κέιμπριτζ και κατόπιν αφιέρωσε χρόνο στα ταξίδια, κάνοντας παράλληλα διάφορες δουλειές –μεταξύ άλλων πουλούσε fish and chips. Αποχώρησε από το Σώμα το 2014 μετακομίζοντας στο υπουργείο Εξωτερικών μετά τη φημολογούμενη κόντρα της με τον τότε αρχηγό. Ομως, 31 χρόνια υπηρεσίας δεν ξεχνιούνται εύκολα. Πέρυσι αποφάσισε να θέσει υποψηφιότητα για την αρχηγία. Και δεν το μετάνιωσε. «Κάνω την καλύτερη δουλειά του κόσμου. Είμαι ο πιο τυχερός άνθρωπος στον κόσμο!» λέει και ο ενθουσιασμός της ξεχειλίζει. «Λατρεύω το Λονδίνο. Είμαι πολύ περήφανη που δουλεύω εδώ»,λέει. Η Κρέσιντα Ντικ σιχαίνεται τις διακρίσεις κάθε είδους. Θα ήταν, άλλωστε, παράδοξο εάν συνέβαινε το αντίθετο: η ίδια είναι ανοικτά ομοφυλόφιλη και συζεί με τη σύντροφό της Χέλεν, επίσης αστυνομικό. «Το Λονδίνο είναι η απόλυτη παγκόσμια πόλη. Είμαστε πολύ τυχεροί και προνομιούχοι που παρέχουμε τις υπηρεσίες μας στην πιο πολυπολιτισμική πόλη του πλανήτη» λέει με ένα πλατύ χαμόγελο. «Οι αστυνομικοί μας αντικατοπτρίζουν την ποικιλομορφία αυτής της πόλης: το 30% των νεοπροσληφθέντων προέρχεται από εθνικές μειονότητες». Και το Brexit; «Ο,τι και αν αποφασίσουν στο μέλλον (σ.σ. οι πολιτικοί), εμείς θέλουμε να συνεχίσουμε να εργαζόμαστε όσο πιο στενά μπορούμε με τις ευρωπαϊκές Αρχές για να διατηρήσουμε αυτή την χώρα ασφαλή».

Πώς αισθάνεται, αλήθεια, ως η πρώτη γυναίκα αρχηγός της Σκότλαντ Γιαρντ; «Δεν το σκέφτομαι και πολύ» λέει. Παραδέχεται, όμως, ότι «πήρε πάρα πολύ καιρό για να γίνει». Και ενώ τονίζει ότι ποτέ δεν έπεσε θύμα σεξιστικής συμπεριφοράς ή διάκρισης, προσθέτει ότι «εξακολουθούν να υφίστανται εμπόδια» για τις γυναίκες. «Ωστόσο, έχουμε σημειώσει μεγάλη πρόοδο. Σήμερα το Τμήμα Ανθρωποκτονιών αποτελείται κατά τουλάχιστον 50% από γυναίκες».