«Να ξαναδιαβάσουμε την πρόσφατη Ιστορία της Ευρώπης» προτρέπει ο Δημήτρης Αβραμόπουλος, διαμηνύοντας ότι αν η Ευρώπη χρειάζεται κάποια τείχη, αυτά θα πρέπει να είναι απέναντι στον λαϊκισμό και στη δημαγωγία. «Με τη ρητορική της μισαλλοδοξίας, του εξτρεμισμού και της ξενοφοβίας, ανασύροντας ιδέες και φόβους μέσα από τις πιο σκοτεινές σελίδες της σύγχρονης ευρωπαϊκής Ιστορίας, οι δυνάμεις αυτές αμφισβητούν τις θεμελιώδες αρχές και αξίες πάνω στις οποίες χτίστηκε το ευρωπαϊκό οικοδόμημα» σημειώνει στα «ΝΕΑ» και ουσιαστικά προειδοποιεί τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες για τις ολέθριες συνέπειες μιας ενδεχόμενης κατάργησης της συνθήκης Σένγκεν.

Ο επίτροπος Μετανάστευσης και Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ αντιμετωπίζει ως συγκυριακή την αύξηση των προσφυγικών ροών της τελευταίας περιόδου, αλλά για τη γενικότερη διαχείριση του Προσφυγικού – Μεταναστευτικού τονίζει ότι «αποτελεί ηθική αλλά και σαφή νομική υποχρέωση των υπόλοιπων κρατών-μελών να αναλάβουν το μερίδιο των ευθυνών που τους αναλογεί».

Για την έξοδο της Ελλάδας από την κρίση, εξάλλου, αναφέρει ότι «επείγει να δημιουργηθεί ένα φιλόξενο, φιλικό και σταθερό επενδυτικό περιβάλλον», επισημαίνοντας παράλληλα ότι «η παγκόσμια αγορά περιμένει να δει αυτή την αλλαγή».

Κύριε επίτροπε, η αύξηση στις προσφυγικές ροές που καταγράφεται την τελευταία περίοδο ποιαεξήγηση έχει; Δεν είναι μόνο ο καλός μας ο καιρός, φαντάζομαι, που σηκώνει το προσφυγικό – μεταναστευτικό κύμα…

Οταν μιλάμε για αύξηση, θα ήταν καλό να τοποθετήσουμε τα δεδομένα στην πραγματική τους διάσταση: εδώ και περίπου ενάμιση χρόνο, από τότε δηλαδή που εφαρμόζεται η Δήλωση ΕΕ – Τουρκίας, ο μέσος όρος των αφίξεων έχει μειωθεί σημαντικά. Ναι, κατά καιρούς παρουσιάζονται αυξήσεις στις ροές και εκφράζονται ανησυχίες, όπως έγινε και πέρυσι την ίδια εποχή. Είδαμε όμως ότι η Δήλωση συνέχισε να ισχύει και παραμένει καθοριστική η συμβολή της στη διαχείριση της προσφυγικής κρίσης στην Ελλάδα. Αλλά το σημαντικό είναι ότι η Ελλάδα, με τη στήριξη της Επιτροπής, των ευρωπαϊκών οργανισμών και την αλληλεγγύη των κρατών-μελών, είναι πλέον καλύτερα προετοιμασμένη για την υποδοχή και καταγραφή των μεταναστών αλλά και για την επιτήρηση και φύλαξη των εξωτερικών ευρωπαϊκών μας συνόρων.

Ωστόσο, ένα δίκαιο σύστημα υποδοχής των προσφύγων παραμένει ακόμη ζητούμενο. Γιατί η Ευρώπη δεν μπορεί να επιβάλει ενιαία γραμμή που θα γίνεται από όλους σεβαστή;

Η προσφυγική κρίση έφερε στην επιφάνεια συσσωρευμένες αδυναμίες του υφιστάμενου συστήματος ασύλου, που σχεδιάστηκε κάτω από συνθήκες που πλέον έχουν αλλάξει. Εχει έρθει η ώρα να αποκτήσει η Ευρώπη ένα πραγματικά κοινό σύστημα ασύλου, με σχεδιασμό τέτοιο που θα ανταποκρίνεται στις τωρινές και μελλοντικές προκλήσεις, θα βασίζεται στην αλληλεγγύη και θα κατανέμει δίκαια και ισομερώς τις ευθύνες μεταξύ των κρατών-μελών για την παροχή προστασίας σε όσους έχουν πραγματικά ανάγκη. Με αυτόν τον στόχο κατέθεσα πριν από έναν χρόνο την πρόταση για τη μεταρρύθμισή του.

Βασικός πυλώνας της προτεινόμενης μεταρρύθμισης είναι η δημιουργία ενός διορθωτικού μηχανισμού κατανομής με νομικά σαφείς και δεσμευτικές προϋποθέσεις, η αναθεώρηση δηλαδή του μηχανισμού του Δουβλίνου. Δεν μπορεί κάποια κράτη να επωμίζονται όλο το βάρος της κρίσης εξαιτίας της γεωγραφικής τους θέσης και πολύ περισσότερο δεν μπορεί τα κράτη αυτά να αφήνονται μόνα τους στην αντιμετώπιση καταστάσεων που ακόμη και οι πιο ισχυρές και οργανωμένες χώρες δεν θα ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν.Για να φθάσουμε σε μια κοινά αποδεκτή λύση στις διαπραγματεύσεις στο Συμβούλιο και μαζί με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, πρέπει όλοι και πρωτίστως οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να δείξουν την απαιτούμενη πολιτική βούληση. Για την Επιτροπή, θεμέλιο της συμφωνίας θα πρέπει να είναι η αλληλεγγύη και το συμφέρον της Ευρωπαϊκής Ενωσης στο σύνολό της.

Η πρόσφατη επισήμανση της Ανγκελα Μέρκελ ότι δεν μπορούν να σηκώνουν το βάρος μόνο η Ελλάδα και η Ιταλία δρομολογεί κάποιες εξελίξεις ή πρόκειται απλώς για μια διαπιστωτική παρέμβαση;

Η καγκελάριος της Γερμανίας υπογράμμισε αυτό που τόσο ο πρόεδρος Γιούνκερόσο και εγώ τονίζουμε από την αρχή της κρίσης και που πλέον έχει εμπεδωθεί σε όλη την Ευρώπη. Από τη στιγμή που ξέσπασε η κρίση, η Ελλάδα και η Ιταλία σηκώνουν ένα δυσανάλογα μεγάλο βάρος. Αποτελεί ηθική αλλά και σαφή νομική υποχρέωση των υπόλοιπων κρατών-μελών να αναλάβουν το μερίδιο των ευθυνών που τους αναλογεί.

Η υποστήριξη των κρατών-μελών που πλήττονται περισσότερο και ο περιορισμός των ροών κατά μήκος των διαδρομών της Μεσογείου αποτελούν βασική μας προτεραιότητα. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στάθηκε από την πρώτη στιγμή στο πλευρό των κρατών-μελών που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της κρίσης, κινητοποιώντας κάθε διαθέσιμο μέσο σε πολιτικό, οικονομικό και υλικοτεχνικό επίπεδο. Εχει σημειωθεί μεγάλη πρόοδος τα τελευταία δυο χρόνια, ωστόσο πρέπει να γίνουν ακόμα πολλά. Πρέπει πάντως να είμαστε διαρκώς σε επαγρύπνηση και ετοιμότητα.

Μια Ευρώπη χωρίς εσωτερικά σύνορα είναι πλέον ένας χαμένος στόχος;

Η Ευρώπη των ανοικτών συνόρων αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα επιτεύγματα της Ενωσής μας –και αυτό έχει εντυπωθεί στη συνείδηση της πλειοψηφίας των ευρωπαίων πολιτών. Εδώ και τρεις δεκαετίες έχει αλλάξει τον τρόπο που ταξιδεύουμε, διευκόλυνε το εμπόριο, τις επιχειρήσεις, τους εργαζομένους και τους φοιτητές. Ενα τέλος του χώρου Σένγκεν θα σήμαινε την αρχή του τέλους του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Γι’ αυτό και συνεχίζει να αποτελεί κεντρική προτεραιότητά μας η επιστροφή στην κανονική λειτουργία της Σένγκεν το συντομότερο δυνατόν. Κάτι τέτοιο όμως μπορεί να γίνει μόνο αν ισχυροποιήσουμε την προστασία και τον έλεγχο των εξωτερικών μας συνόρων. Θα μου επιτρέψετε εξάλλου να πω ότι δεν είναι οι συνοριακοί έλεγχοι αυτοί καθαυτούς η λύση για περισσότερη ασφάλεια, αλλά η ουσιαστική συνεργασία των αρμόδιων εθνικών Αρχών, καθώς και η έγκαιρη ανταλλαγή πληροφοριών και συνεργασία μεταξύ τους. Σκοπός μας δεν είναι φτιάξουμε μια Ευρώπη «φρούριο». Αντίθετα όλες οι πρωτοβουλίες μας, όπως η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής και τα νέα συστήματα διαχείρισης των συνόρων, θα συμβάλουν στην ενίσχυση της ασφάλειας στο εσωτερικό της ΕΕ, κάτι που αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση για να παραμείνουν τα εσωτερικά μας σύνορα ανοικτά.

Οταν διαμηνύετε ότι η Ευρώπη «πρέπει να αντέξει στους ανέμους του λαϊκισμού που απειλούν τις αξίες της», σε ποιους απευθύνεστε;

Αποδέκτες του μηνύματος είναι οι δυνάμεις εκείνες που χρησιμοποιώντας τη δημαγωγία, τον λαϊκισμό και τα εύκολα λόγια επιχειρούν να γίνονται ευχάριστες προς τους πολίτες στο εσωτερικό των κρατών-μελών, υπονομεύοντας το κοινό ευρωπαϊκό μας μέλλον. Με τη ρητορική της μισαλλοδοξίας, του εξτρεμισμού και της ξενοφοβίας, ανασύροντας ιδέες και φόβους μέσα από τις πιο σκοτεινές σελίδες της σύγχρονης ευρωπαϊκής Ιστορίας, οι δυνάμεις αυτές αμφισβητούν τις θεμελιώδες αρχές και αξίες πάνω στις οποίες χτίστηκε το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Είναι εκείνοι που απαρνούνται τις αρχές της αλληλεγγύης και της συνυπευθυνότητας, προτείνουν την επιστροφή στον απομονωτισμό και τα κλειστά σύνορα, στρέφονται κατά της συνοχής των κοινωνιών μας.

Αλλά αυτό το μήνυμα αφορά όλους μας, πολίτες και πολιτικούς. Η γενιά μας έχει το καθήκον να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και να μην επιτρέψει αυτές οι δυνάμεις να επικρατήσουν.

Το μεταναστευτικό – προσφυγικό ζήτημα, όμως, είναι κοινός τόπος ότι ευνοεί τις ακραίεςφωνές. Ποιο είναι το αντίδοτο;

Υπάρχει ένας και μόνο δρόμος και αυτός είναι να παραμείνουμε προσηλωμένοι στις θεμελιώδεις ευρωπαϊκές αρχές και αξίες μας, να παραμείνουμε ενωμένοι, να συνεχίσουμε να αναζητούμε και να βρίσκουμε κοινές λύσεις, να συνεργαζόμαστε και να ενεργούμε από κοινού.Και βέβαια να ξαναδιαβάσουμε την πρόσφατη ιστορία της Ευρώπης. Οι προκλήσεις είναι κοινές και οι λύσεις επίσης μόνο κοινές μπορεί να είναι –αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές όσον αφορά τη διαχείριση της μεταναστευτικής και προσφυγικής κρίσης. Κανένα κράτος-μέλος δεν μπορεί να ανταποκριθεί μόνο του και βελτίωση δεν θα είχε επιτευχθεί με μεμονωμένες εθνικές λύσεις και αντιδράσεις.

Πώς μπορεί η ΕΕ να ασκήσει αποτελεσματική πίεση στις χώρες προέλευσης των μεταναστών;

Εφαρμόζουμε μια ρεαλιστική και συστηματική προσέγγιση η οποία έχει ήδη αρχίσει να αποφέρει καρπούς. Το έργο μας όμως δεν είναι απλό: είναι πολυμέτωπο και πολυσύνθετο. Ξεκινάει από το ανθρωπιστικό καθήκον να διασωθούν οι ζωές στη θάλασσα, να βελτιωθούν οι συνθήκες παραμονής των μεταναστών στα κράτη διέλευσης και να υποστηριχθεί και επιταχυνθεί η επιστροφή των παράτυπων μεταναστών στις χώρες καταγωγής τους. Μιλάμε για ανθρώπους που έπεσαν θύματα αδίστακτων κυκλωμάτων διακινητών, έβαλαν σε κίνδυνο τη ζωή τους για να διασχίσουν τη θάλασσα και βρίσκονται αντιμέτωποι με την άρνηση των ίδιων των χωρών τους να τους δεχθούν πίσω. Οι άνθρωποι αυτοί πρέπει να καταλάβουν ότι δεν αξίζει να πραγματοποιήσουν αυτό το ταξίδι, καθώς δεν δικαιούνται να παραμείνουν στην Ευρώπη.

Εν προκειμένω, έχει κρίσιμη σημασία η εφαρμογή των πολιτικών μας στους τομείς της επιστροφής και της επανεισδοχής, όπου πρέπει να δείξουμε μεγαλύτερη τόλμη. Αφενός προωθούμε εντατικά το Πλαίσιο Εταιρικής Σχέσης για την ανάπτυξη της συνεργασίας μας με τρίτες χώρες προέλευσης και διέλευσης και αφετέρου για τις χώρες εκείνες που αρνούνται τον επαναπατρισμό των υπηκόων τους εξετάζουμε τη χρήση μοχλών πίεσης σε τομείς όπως οι εμπορικές συναλλαγές, η χορήγηση βίζας και η παρεχόμενη οικονομική βοήθεια.

Για πολλούς η χώρα μας είναι ήδη μια «αποθήκη προσφύγων». Θα έπρεπε να είχε ακολουθήσει άλλον σχεδιασμό;

Ο χαρακτηρισμός αυτός αδικεί την Ελλάδα και τον ανθρωπιστικό της πολιτισμό.Πρέπει να δούμε ποια είναι η κατάσταση σήμερα και πού βρισκόμασταν δυο χρόνια πριν. Είναι αλήθεια ότι η χώρα –όπως και η Ευρώπη –ήταν απροετοίμαστη να αντιμετωπίσει μια κρίση τέτοιου μεγέθους, πρέπει όμως και να αναγνωρίσουμε ότι βρέθηκε μπροστά σε μια πρωτόγνωρη κατάσταση, υποδεχόμενη καθημερινά χιλιάδες απεγνωσμένους ανθρώπους. Ο σημαντικός περιορισμός των αφίξεων ύστερα από την εφαρμογή της Δήλωσης ΕΕ – Τουρκίας, η διαρκής στήριξη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τα κράτη – μέλη και τους ευρωπαϊκούς οργανισμούς και ιδιαίτερα η λειτουργία της Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής, μαζί με τη βελτίωση εκ μέρους των εθνικών Αρχών των συνθηκών υποδοχής, καταγραφής και δακτυλοσκόπησης έχουν αλλάξει την εικόνα προς το καλύτερο. Ο ρυθμός μετεγκαταστάσεων κυμαίνεται σε ικανοποιητικά επίπεδα και είναι καθ’ όλα εφικτός ο στόχος να μεταφερθούν όλοι όσοι είναι επιλέξιμοι. Ωστόσο δεν υπάρχει περιθώριο για επανάπαυση. Από τη φάση της διαχείρισης της κρίσης, η Ελλάδα πρέπει πλέον να περάσει στην εφαρμογή ενός μακροπρόθεσμου σχεδίου διαχείρισης του Μεταναστευτικού.

Η καταγωγή σας είναι πλεονέκτημα ή μειονέκτημα για τον ρόλο σας στην Κομισιόν; Οσες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες θέλουν να υψώσουν τείχη δεν αντιμετωπίζουν με επιφύλαξη τις παρεμβάσεις σας;

H καταγωγή μου είναι η ταυτότητά μου και δεν επηρεάζει το έργο μου ως ευρωπαίου επιτρόπου. Το αντίθετο θα έλεγα, υπηρετώ το συμφέρον όλων των ευρωπαίων πολιτών και αυτό αναγνωρίζεται.

Η ΕΕ κινείται σε μια γραμμή εξίσωσης του κομμουνισμού με τον ναζισμό ή πρόκειται για ελληνική ανακάλυψη;

Η ΕΕ πρωτίστως έχει ως προτεραιότητα την υπεράσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, της αλληλεγγύης, των αξιών του σύγχρονου πολιτισμού μας. Είναι εξ ορισμού αντίθετη με μαζικές δολοφονίες, εκτοπισμούς, βασανιστήρια, διώξεις πολιτών που πρεσβεύουν την αντίθετη άποψη. Στην «υπεροχή» των αυταρχικών καθεστώτων οφείλουμε να προτάσσουμε τη δύναμη των αξιών της ελευθερίας και της δημοκρατίας.

Από τις Βρυξέλλες είναι ορατός ο ορίζοντας της ελληνικής εξόδου από την κρίση;

Εχω πει πολλές φορές ότι η Ελλάδα θα σταθεί και πάλι στα πόδια της, αρκεί να συνεχίσει αποφασιστικά στον δρόμο των μεταρρυθμίσεων και των διαρθρωτικών αλλαγών. Αυτό πρέπει να εξηγηθεί πειστικά στους έλληνες πολίτες γιατί η ανάγκη και η υποχρέωση να φτιάξουμε τη νέα σύγχρονη ελληνική πολιτεία είναι υποχρέωση και καθήκον όλων μας. Η οικονομία εμφανίζει ενθαρρυντικά σημάδια ανάκαμψης, ζητούμενο πλέον είναι η σταθερότητα και η έγκαιρη και συνεπής εφαρμογή του προγράμματος. Επείγει τώρα να δημιουργηθεί ένα φιλόξενο, φιλικό και σταθερό επενδυτικό περιβάλλον: η παγκόσμια αγορά περιμένει να δει αυτή την αλλαγή. Παράλληλα, η συνεχής απορρόφηση και αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων είναι εξίσου σημαντική για να γίνουν ορατά τα θετικά αποτελέσματα στην πραγματική οικονομία και στην αντιμετώπιση της ανεργίας.