Στη δεύτερη «Μήδεια» του φεστιβαλικού καλοκαιριού, ύστερα από εκείνη σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Καραντζά, θα υπάρχει η ίδια έλλειψη: η σκηνή της παιδοκτονίας, που από μόνη της αποτελεί σκηνική πρόκληση για τους σκηνοθέτες του σύγχρονου θεάτρου. «Τη βλέπω εντελώς συμβολικά» λέει η σκηνοθέτρια Μαριάννα Κάλμπαρη, καλλιτεχνική διευθύντρια του Θεάτρου Τέχνης, το οποίο κατεβαίνει στην Επίδαυρο σε συμπαραγωγή με το Ελληνικό Φεστιβάλ και το ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων. «Ο φόνος αυτός δεν είναι κυριολεκτικός. Η Μήδεια σκοτώνει ό,τι τη συνδέει με τον Ιάσονα. Ο,τι έφτιαξαν μαζί. Και σκοτώνει βέβαια ένα κομμάτι του δικού της εαυτού». Θα διαθέτει, όμως, και δύο καινοτομίες. Η Γλαύκη (σ.σ.: Θεοδώρα Τζήμου), ερωμένη του Ιάσονα, αποκτάει φωνή μέσα από εμβόλιμα κείμενα της αρχαιοελληνικής γραμματείας, ενώ νέο πρόσωπο στην ιστορία είναι μια «βάρβαρη» (σ.σ.: Αλεξάνδρα Καζάζου), που εκπροσωπεί την αρχέγονη και σκοτεινή πλευρά των ηρώων. Η ίδια η σκηνοθέτρια, από την άλλη, υποδύεται την Τροφό, η οποία εντάσσεται στον Χορό των δύο γυναικών (Σύρμω Κεκέ, Ιωάννα Μαυρέα). Μαζί τους στη σκηνή ο Χορός των νεαρών παιδιών, που ταυτίζονται με την ορμή του έρωτα, αλλά και ο Χορός των έμπειρων γυναικών, οι οποίες, όπως λέει η σκηνοθέτρια, καταλαβαίνουν τη Μήδεια και γι’ αυτό στο τέλος σιωπούν.

Υπάρχουν πράγματα που «διορθώνονται» στην παράσταση ακόμη και μία ημέρα πριν από την πρεμιέρα;

Α, βέβαια, μέχρι την τελευταία στιγμή. Από την παράσταση της Παρασκευής ώς την επόμενη του Σαββάτου πάλι θα αλλάξουν πράγματα. Ποτέ δεν νιώθεις έτοιμη 100%. Και η Επίδαυρος σε «υποχρεώνει» να έχεις αυτό το συναίσθημα χαράς και αγωνίας ταυτόχρονα.

Η «Μήδεια» είναι έργο φορτισμένο από τις πολλαπλές αναγνώσεις. Ποια είναι η δική σας;

Υποδεικνύεται από τον υπότιτλο της παράστασης: η «βαρβαρότητα του έρωτα». Το εστιακό σημείο είναι η σκοτεινή πλευρά του έρωτα, η οποία υπάρχει στον καθένα από εμάς. Αυτήν προσπαθούμε να συγκρατήσουμε ή να απωθήσουμε. Κι όμως, σε μια ακραία στιγμή, έρχεται στην επιφάνεια και τότε βλέπουμε τις μεταμορφώσεις της. Οταν καταστρέφεται ο έρωτας, μεταμορφώνεται και ο «άλλος» απέναντί μας, ο «ξένος» που αγαπήσαμε. Ο «ξένος» που τελικά είμαστε εμείς οι ίδιοι.

Εντελώς χονδρικά, ο έρωτας είναι που τους μεταμορφώνει όλους σε «Μήδειες»;

Μπορεί, πάνω και πέρα από τα φύλα. Ετσι κι αλλιώς, οι ιστορίες της αρχαίας γραμματείας μιλούν για πράγματα μεγαλύτερα από την καθημερινότητα: μιλούν για ψυχικές καταστάσεις. Κι αυτό κάνουμε σ’ αυτήν την παράσταση. Σαν να γίνεται η ιστορία αυτή ένα όχημα για να λύσουμε το ανεξήγητο του έρωτα. Γι’ αυτό και χρησιμοποιούμε και άλλα κείμενα μέσα στην παράσταση –στα στάσιμα –εκτός από τον Ευριπίδη (σ.σ.: ανάμεσά τους τα «Ειδύλλια» του Θεόκριτου, τα «Ονειροκριτικά» του Αρτεμίδωρου, ο «Ερωτικός» του Πλουτάρχου, το «Συμπόσιο» του Πλάτωνα). Αυτό που εκπέμπει η ιστορία είναι ότι ακόμη κι αν ο έρωτας καταστρέφει, η ζωή δεν αξίζει χωρίς αυτόν. Αυτό που αξίζει είναι να μη φοβάται να ζήσει κανείς χωρίς πάθος κι έρωτα για τα πάντα. Ο έρωτας είναι ένας τρόπος να ζεις χωρίς να φοβάσαι να νιώσεις.

Τις «αναγνώσεις» που έχει ο κάθε θεατής για τη δική του Μήδεια τις φοβάστε;

Νομίζω ότι αυτό είναι ωραίο και ώς ένα σημείο απελευθερωτικό. Ερχεται ο καθένας με μια εικόνα για την ιστορία, ακριβώς όπως γινόταν και στην αρχαιότητα, εδώ που τα λέμε. Γνώριζαν την ιστορία πριν δουν την παράσταση. Για μένα αυτό είναι πολύ όμορφο. Και στέλνει το μήνυμα ότι μπορείς να δεις την ίδια συνθήκη με διαφορετικές οπτικές, σε διαφορετικά επίπεδα. Το ζήτημα δεν είναι τι θα δει κάθε θεατής, αλλά τι θα νιώσει.

Θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει ότι θέλετε να «αθωώσετε» τη Μήδεια γειώνοντάς την;

Νομίζω ότι ο ίδιος ο Ευριπίδης την αθωώνει, ειδικά αν σκεφτείτε ότι στο τέλος του έργου η Μήδεια δεν τιμωρείται για το έγκλημά της. Ερχεται το άρμα του παππού της Ηλιου και την παίρνει μακριά. Αυτό που λέει απ’ την αρχή ο Ευριπίδης –μέσα από τη Μήδεια –είναι ότι στον έρωτα ισχύουν άλλοι νόμοι. Κι αυτό είναι που συνειδητοποιεί η ίδια. Δεν μπορεί να πιστέψει ότι μπορεί να καταπατά κανείς όρκο. Με την ίδια λογική, θεωρεί ότι έχει το δικαίωμα να φέρει πόνο στον άλλο. Πρέπει να σκοτώσει ό,τι τη συνδέει με τον Ιάσονα για να φύγει απ’ αυτόν τον τεράστιο πόνο.

Οι δύο φύσεις της Μήδειας υπάρχουν μέσα στην παράσταση;

Ναι, βέβαια. Θα δει κανείς ότι δίνουμε μάλιστα σάρκα και οστά σ’ αυτήν τη διττή υπόσταση, τη θεϊκή και την ανθρώπινη. Είναι μια μάγισσα η οποία ερωτεύτηκε τον Ιάσονα και έκανε τα πάντα για να σταθεί μαζί του: πρόδωσε το σπίτι της και σκότωσε τον αδελφό της. Στον γυρισμό απ’ την Κολχίδα διαπράττει μαζί του συνεχώς εγκλήματα. Τον Ιάσονα και τη Μήδεια τους ενώνει το αίμα.

Είναι και οι δύο ελλειμματικοί ήρωες. Η Μήδεια αναζητά τη θεϊκή της καταγωγή, ο Ιάσονας θέλει να γίνει βασιλιάς και δεν μπορεί…

Λείπει όντως κάτι και από τους δύο, όπως σε όλους μας μέσα στον έρωτα. Το φοβερό μέσα στον μύθο που αποσιωπάται είναι τι έγινε αυτά τα δέκα χρόνια που έζησαν μαζί στην Κόρινθο και έφεραν στη ζωή δύο παιδιά. Σ’ αυτά τα δέκα χρόνια η Μήδεια προσπαθεί να ζήσει όπως οι άλλες Κορίνθιες. Αυτή ίσως ήταν η μεγαλύτερη θυσία για χάρη του Ιάσονα: το να γίνει «κανονική» γυναίκα. Και ξαφνικά η προδοσία του Ιάσονα μοιάζει τεράστια.

Είναι ένας κόσμος φωτός και σκότους πάνω στη σκηνή;

Ναι, χάρη στη δουλειά της Στέλλας Κάλτσου. Το φως παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην αφήγηση της ιστορίας. Υπάρχει έτσι κι αλλιώς ένα σημαντικό στοιχείο στον θίασο κατά την ανάγνωση του κειμένου: το κομμάτι το ονειρικό. Είναι σαν να μπαίνουμε σε μια άλλη διάσταση όταν αφηγούμαστε μια τόσο μεγάλη ιστορία. Σαν να μπαίνουμε σε ένα όνειρο, που καταλήγει και εφιάλτης. Κι εδώ μπορεί να βοηθήσει το φως στην αφήγηση.

Σκηνοθετικά πόσο λειτουργική είναι η μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά;

Οπως κάθε καλή μετάφραση, είναι μια ερμηνεία του έργου. Είναι η δική του Μήδεια, που εμένα με αγγίζει εντελώς. Την είχα μελετήσει ήδη από το 1995, όταν η παράσταση ανέβηκε στο Θέατρο Τέχνης, με τον Γιώργο Λαζάνη και τη Ρένη Πιττακή στον ομώνυμο ρόλο, κι εγώ ήμουν στον Χορό. Εχει μια ψυχαναλυτική διάθεση, επειδή σε κάποια σημεία ο Χειμωνάς έχει ερμηνεύσει διάφορα πράγματα, αλλά είναι πολύ κοντά στην ουσία και την ψυχογραφία των ηρώων. Και το αρχαίο κείμενο και ο λόγος του Χειμωνά έχουν αυτή την ποίηση και ταυτόχρονα την αμεσότητα. Είναι πολύ εύστοχες αυτές οι μείξεις που έχει κάνει στη μετάφραση. Στο αρχαίο δράμα δεν μιλάμε άλλωστε για ψυχολογία, αλλά για ψυχικές καταστάσεις.

INFO

Θέατρο Επιδαύρου, 4 και 5 Αυγούστου στις 21.00. Ερμηνεύουν: Μαρία Ναυπλιώτου, Χάρης Φραγκούλης, Φωτεινή Μπαξεβάνη, Κωνσταντίνα Τάκαλου, Αλέξανδρος Μυλωνάς, Γεράσιμος Γεννατάς, Δημήτρης Πασσάς. Μουσική: Παναγιώτης Καλαντζόπουλος. Εισιτήρια: 10-45 ευρώ