Εστω και χωρίς τη θέλησή του εκπροσωπεί τη «γνωστή άγνωστη» παράδοση της Ισλανδίας και γενικότερα της «βόρειας λογοτεχνίας» (πώς μεταφέρεις, αλήθεια, στα ελληνικά τον όρο «nordic literature», με τις δεκάδες συμπαραδηλώσεις;). Ο Γιον Κάλμαν Στέφανσον συστήνεται πρώτη φορά στα ελληνικά, αλλά στην πατρίδα του θεωρείται ήδη ένας από τους κορυφαίους πεζογράφους. Υπήρξε τρεις φορές υποψήφιος για το Nordic Council’s Literature Prize και έχει λάβει, μεταξύ άλλων, το Ισλανδικό Βραβείο Λογοτεχνίας (2005) και το βραβείο PO Enquist (2011). Το μυθιστόρημα «Παράδεισος και κόλαση» (2007), που υπήρξε η αφορμή για τη συνέντευξή μας, έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από 25 γλώσσες και αποτελεί το πρώτο μέρος της άτυπης «Τριλογίας του παιδιού». Ακολούθησαν τα μυθιστορήματα «Η θλίψη των αγγέλων» (2009) και «Η καρδιά του ανθρώπου» (2011). Στο «Παράδεισος και κόλαση» ένα παιδί, ο φίλος του Μπάρδουρ και άλλοι ψαράδες μπακαλιάρου ξανοίγονται στα παγωμένα νερά. Μια σφοδρή θύελλα τούς αιφνιδιάζει καταμεσής του ωκεανού και ο Μπάρδουρ, που έχει ξεχάσει τη νιτσεράδα του, βαθιά απορροφημένος από τον «Απολεσθέντα παράδεισο» του Μίλτον, υποκύπτει στο ψύχος και πεθαίνει. Το –χωρίς όνομα –αγόρι επιστρέφει στη στεριά και ξεκινά ένα ριψοκίνδυνο ταξίδι διασχίζοντας όλο το νησί για να επιστρέψει το βιβλίο στον κάτοχό του, έναν τυφλό γερο-καπετάνιο.

Ο Μπάρδουρ ξεχνιέται με την ανάγνωση του «Απολεσθέντος παραδείσου» και πεθαίνει μέσα στην τρικυμία. Γιατί οι ήρωές σας είναι «στοιχειωμένοι» απ’ τα βιβλία;

Δεν είναι όλοι στοιχειωμένοι –κάποιοι έως και καθόλου. Αλλά, ναι, ο Μπάρδουρ και το αγόρι είναι. Εν μέρει αυτός είναι ο τρόπος να δραπετεύσουν από το αδυσώπητο περιβάλλον τους και να μεγεθύνουν, να εμπλουτίσουν τις ζωές τους. Πιστεύω ότι γενικότερα οι Ισλανδοί διαβάζουν αρκετά και ένας λόγος είναι ότι διαβάζοντας νιώθεις ελεύθερος. Από τα βάρη της καθημερινότητας, τις δυσκολίες της ζωής, ακόμη και από τον καιρό ή τη φύση. Η λογοτεχνία σού δίνει φτερά, σου προσφέρει ελπίδα, παρηγοριά, λησμονιά. Αλλά επίσης θέτει ερωτήματα, σε ωθεί να αμφιβάλλεις για οτιδήποτε, σου δίνει νέο βλέμμα. Οφείλει, λοιπόν, να είναι και βάλσαμο και απειλή. Και αγκαλιά και πρόκληση.

Αγόρι –και μάλιστα χωρίς όνομα –είναι και ο πρωταγωνιστής στον «Ματοβαμμένο μεσημβρινό» του Κόρμακ ΜακΚάρθι, ένα ιστορικό μυθιοστόρημα με την ευρεία έννοια. Το έχετε διαβάσει; Κι αν όχι, ποιες ήταν οι κυριότερες επιρροές σας;

Οχι, δεν έχω διαβάσει τίποτε από τον ΜακΚάρθι, αν και έχω αρκετά από τα βιβλία του να περιμένουν στα ράφια. Και, ναι, υπάρχουν συγγραφείς που με έχουν συγκινήσει ή επηρεάσει στη διαδρομή. Από τους Ισλανδούς, ο Χάλντορ Λάξνες και ο Γκούναρ Γκούναρσον. Ο νορβηγός γίγαντας Κνουτ Χάμσουν, επίσης. Και πάντοτε ονειρεύομαι να γράψω ένα βιβλίο όπως το «Μετρ και Μαργαρίτα» του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ. Θα πρέπει μάλλον να αναφέρω ακόμη τον Σαραμάγκου και τον Τόμας Μαν. Και μετά αμέτρητους ποιητές ή ποιήτριες: τον Περουβιανό Σέσαρ Βαγιέχο, τον Σουηδό Βέρνερ Ασπενστρεμ, τη Βισλάβα Σιμπόρσκα.

Αξίζει να ανακαλύψουμε κάτω από την επιφάνεια της ιστορίας σας τη συμβολική διάσταση της σχέσης μας –και της δικής σας –με τη λογοτεχνία ή τη γλώσσα;

Ξεκίνησα ως ποιητής και εξέδωσα τρία ποιητικά βιβλία πριν γράψω το πρώτο μου μυθιστόρημα, το 1996. Και νομίζω ότι γράφω τα μυθιστορήματά μου σαν να ήμουν ποιητής. Σίγουρα υπάρχουν ιστορίες μέσα σ’ ένα βιβλίο, αλλά αποτελούν μόνο ένα μέρος του. Το ύφος και η ατμόσφαιρα είναι εξίσου σημαντικά. Η φόρμα του μυθιστορήματος κρύβει τόσες δυνατότητες, ώστε κανείς μπορεί να τις μεγεθύνει χρησιμοποιώντας την τεχνική της ποίησης, την ανάσα της μουσικής. Πρόκειται για κάτι που υπερβαίνει την αφήγηση μιας ιστορίας. Το μυθιστόρημα είναι επίσης δοκίμιο, ποίημα, συμφωνία, ρέκβιεμ, ένα ροκ τραγούδι. Κι έτσι, πέρα από την εξιστόρηση, ο συγγραφέας προσπαθεί ταυτόχρονα να βρει απαντήσεις στα πιο σημαντικά ερωτήματα: αν υπάρχει μεταθανάτια ζωή, αν υπάρχει Θεός, πώς μπορούμε να είμαστε ευτυχισμένοι, γιατί η αγάπη ξεφτίζει πολλές φορές, πώς μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο. Και πώς μπορούμε να στείλουμε τον κύριο Ντόναλντ Τραμπ στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού.

Μπορείτε να διαλέξετε πέντε τίτλους σας από τη βιβλιοθήκη στο σπίτι σας που πιθανότατα αποκαλύπτουν κάτι για εσάς;

Δύσκολο! Για καθένα που επιλέγω, πρέπει να αφήσω απέξω δεκάδες. Αλλά ας δοκιμάσουμε: ο «Παν» του Κνουτ Χάμσουν (σ.σ. εκδόσεις Σοκόλη), «Ο καλός ποιμένας» του Γκούναρ Γκούναρσον, «Η χρονιά που πέθανε ο Ρικάρντο Ρέις» του Ζοζέ Σαραμάγκου (εξαντλημένο από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια, θα επανακυκλοφορήσει από τον Καστανιώτη), «Ποιήματα» του Φρίντριχ Χέλντερλιν, «Τα ποιήματα» του Καβάφη.

Ποιο είναι το «κλειδί» που ανοίγει για εμάς τους υπόλοιπους την ιστορία της Ισλανδίας;

Ο ωκεανός πιθανότατα;

Ο ωκεανός είναι ένα βασικό στοιχείο. Για εμάς τους Ισλανδούς –που ζούμε καταμεσής του Ατλαντικού –είναι φυλακή, απειλή, ελευθερία, χρυσωρυχείο. Διαμορφώνει επίσης το κλίμα: στοιχείο – κλειδί για την ιστορία μας. Η αναμέτρηση με ένα εχθρικό συχνά περιβάλλον μάς έχει διαμορφώσει –τόσο για το καλό όσο και για το κακό. Κι ύστερα υπάρχει το γεγονός ότι μείναμε κάτω από τον βασιλιά της Δανίας για πάνω από 500 χρόνια (ανακτήσαμε την ανεξαρτησία μας το 1944). Η λαχτάρα και ο αγώνας για ελευθερία –κυρίως τον 19ο αιώνα –είχε μεγάλο αντίκτυπο στον χαρακτήρα μας –ξανά για το κακό και για το καλό. Το θετικό ήταν ότι μας έδωσε τη δύναμη να χτίσουμε μια κοινωνία ευημερίας και μας θύμισε την τεράστια σημασία της γλώσσας μας –χωρίς τα ισλανδικά θα είχαμε χάσει την ταυτότητά μας. Το αρνητικό, ότι αποκτήσαμε την τάση να κατηγορούμε τους Δανούς για όλα τα αρνητικά. Αυτοί ήταν πάντα οι ένοχοι, ποτέ εμείς. Το ίδιο κάνουμε μέχρι σήμερα. Εάν κάτι πάει στραβά στην κοινωνία μας, ρίχνουμε την ευθύνη σε όλους τους άλλους εκτός απ’ τον εαυτό μας.

Εχετε καταλάβει γιατί υπάρχει τόσο ενδιαφέρον για τη «λογοτεχνία του Βορρά» στις μέρες μας; Είναι ενιαία λογοτεχνία ή πολλά είδη κάτω από την ίδια ομπρέλα;

Υπάρχουν πολλές αποχρώσεις. Η λογοτεχνία της Δανίας είναι τόσο διαφορετική από τη σουηδική. Και η σουηδική από την ισλανδική. Πριν από πολλά χρόνια όλοι θα απαντούσαν καταφατικά: ναι, υπάρχει η «λογοτεχνία του Βορρά» και το στυλ του Κνουτ Χάμσουν ήταν η επιτομή της. Ποιητική, ελαφρώς μελαγχολική, γεμάτη ενδιαφέροντες χαρακτήρες. Το ύφος αυτό είναι εύκολα αναγνωρίσιμο, όπως στα καλύτερα έργα του μεγάλου Σουηδού Περ Ολοβ Ενκβιστ. Αλλά να που τώρα διαβάζετε και τον σε υπερθετικό βαθμό ρεαλιστή Κνάουσγκορντ. Ελπίζω μόνο το ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία μας να οφείλεται στην ποιότητά της!

Εσείς οι Ισλανδοί νιώθετε ότι έχετε ευθύνη για την οικονομική κρίση του 2012; Και πώς καταφέρατε να την ξεπεράσετε, αλήθεια;
Περάσαμε στην κρίση ήδη το 2008 και, ναι, έχουμε το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης. Η δεξιόστροφη κυβέρνησή μας είχε μετατρέψει εκείνη την περίοδο την Ισλανδία σε ένα «εργαστήριο νεοφιλελευθερισμού». Εκλεισαν οι θεσμοί που επέβλεπαν τη λειτουργία των τραπεζών και όλα τα γνωστά. Οι μεγαλύτερες από αυτές ήταν κρατικές, αλλά πουλήθηκαν σε ανθρώπους που γνώριζαν μόνο ένα πράγμα: ο ευκολότερος τρόπος να ληστέψεις μια τράπεζα είναι να την αγοράσεις. Τα πέντε χρόνια πριν από την κρίση ήταν μια τρέλα: ο καπιταλισμός διάβρωσε την κοινωνία. Οπότε, ναι, έφταιξαν οι πολιτικοί μας. Αλλά οι ίδιοι κατηγορούσαν τους ξένους –κάτι που κάνουν μέχρι σήμερα. Είναι πολύ εύκολο να ζεις χωρίς να αναγνωρίζεις τα λάθη σου. Είναι βολικό. Στο ενδιάμεσο πολλοί από εμάς αναγνώρισαν το δικό μας μερίδιο ευθύνης και πολλα γράφτηκαν γι’ αυτό. Μέχρι και ένα πολιτικό κόμμα δημιουργήθηκε με στόχο να καταπολεμήσει τη διαφθορά, μια από τις αιτίες που οδήγησαν στην κρίση. Οικονομικά τα καταφέρνουμε αυτή τη στιγμή: η οικονομία μας προχωράει σαν πύραυλος. Αλλά ο πρωθυπουργός μας βρέθηκε στα Panama files. Ενας έξυπνος αλλά διεφθαρμένος δισεκατομμυριούχος. Εάν μάθαμε κάτι από την κρίση; Ναι, για λίγους μήνες. Μετά τα ξεχάσαμε όλα. Αλλά έχουμε καλό ποδόσφαιρο τώρα. Κάτι είναι κι αυτό!

Αναγνώσεις

«Ο Καβάφης με συντροφεύει στα ταξίδια μου»

Διαβάζετε περισσότερη ποίηση απ’ ό,τι μυθιστορήματα;

Να σας πω την αλήθεια, κανείς δεν έχει τόσο χρόνο για να διαβάσει όσα θέλει. Το γράψιμο απορροφά πολύ από τον δικό μου. Αλλά προσπαθώ να διαβάζω όποτε μπορώ, επειδή αυτό είναι η εξερεύνηση της ζωής. Για μένα είναι σημαντικό να ψάχνω μια νέα ιδέα. Και ως άνθρωπος να ανακαλύπτω νέα τροφή για σκέψη. Πάντοτε, λοιπόν, διάβαζα και μυθιστορήματα και ποιήματα. Πρόσφατα τέλειωσα το μεγαλειώδες έργο του Τόμας Μαν «Δόκτωρ Φάουστους». Κι ένα σύντομο θαυμάσιο μυθιστόρημα, το «Welcome to America» της Λίντα Μπόστρουμ Κνάουσγκορντ. Αλλά, ναι, διαβάζω συνέχεια ποίηση. Αυτή την περίοδο διαβάζω Πετράρχη, Χέλντερλιν και Φραντς Ράιτ. Στους αγαπημένους μου ανήκουν επίσης ο Πεσόα, η Σιμπόρσκα, ο Τόμας Τρανστρέμερ.

Εχετε διαβάσει ποτέ έλληνες ποιητές; Αναρωτιέμαι τι επίδραση θα είχε πάνω σας αυτή η τόσο «μεσογειακή» διάσταση…

Δεν μπορώ να πω ότι γνωρίζω πολλούς έλληνες ποιητές και, δυστυχώς, κανέναν σύγχρονο. Αλλά έχω μεταφράσει μερικά ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου και τα τελευταία 2-3 χρόνια ο Καβάφης μπήκε στους αγαπημένους μου. Τον διαβάζω στην αγγλική και στη νορβηγική μετάφραση. Η τελευταία είναι πολύ καλή. Τα τελευταία χρόνια, λοιπόν, δεν ταξιδεύω πουθενά χωρίς την έκδοση με τα ποιήματά του. Είναι ο σύντροφός μου στα ταξίδια.

Αν καταλαβαίνω σωστά από την ελληνική μετάφραση του βιβλίου, υπάρχει κάτι «μουσικό» στον τρόπο γραφής σας…
Είμαι χαρούμενος που το λέτε –αυτό σημαίνει ότι πρόκειται για καλή μετάφραση. Να σας πω την αλήθεια, όταν μιλάμε για λογοτεχνία, οφείλουμε να αναφέρουμε πάντα τους μεταφραστές και τη μεγάλη συνεισφορά τους. Χωρίς αυτούς δεν θα υπήρχε παγκόσμια λογοτεχνία. Αλλά η μουσική είναι σημαντική για μένα όσο και η ποίηση. Ορισμένες φορές έχω την αίσθηση ότι μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει τα μυθιστορήματά μου σαν «συμφωνίες», σαν μουσικές συνθέσεις. Κρύβεται τόση μουσική στις λέξεις εάν τις χρησιμοποιήσεις σωστά και τις συνταιριάξεις. Μπορείς να κερδίσεις πολλά δίνοντας στην πρόταση έναν ήχο, έναν ρυθμό. Αφήνοντάς τη να αντηχήσει στο μυαλό και τα συναισθήματα του αναγνώστη. Για μένα, τη λογοτεχνία δεν την καταλαβαίνεις αλλά τη νιώθεις: έχει να κάνει με αισθήματα. Δεν ερμηνεύεις, αλλά απλώς βιώνεις. Η καλή λογοτεχνία σε δια-περνά και εμποτίζει τα συναισθήματα, τα όνειρα, τις σκέψεις, τον τρόπο που βλέπεις τα πράγματα.

Jon Kalman Stefansson

Παράδεισοςκαι κόλαση

Μτφ. Ρίτα Κολαΐτη

Εκδ. Καστανιώτη 2017, σελ. 224

Τιμή: 16 ευρώ