ΤοTεστ Παπ βασίζεται στη μελέτη των χαρακτηριστικών των κυττάρων και χρησιμοποιείται εδώ και 50 χρόνια για την ανίχνευση προκαρκινικών αλλοιώσεων ή και καρκίνου του τραχήλου στις γυναίκες.

Ομως μια νέα καναδική μελέτη αναφέρει ότισε μερικά χρόνια το Τεστ Παπ θα είναι λιγότερο δημοφιλές ή μπορεί ακόμη και να αποσυρθεί. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα των Καναδών, ο ανταγωνιστής του είναι το τεστ που ανιχνεύει την παρουσία του ιού των ανθρώπινων θηλωμάτων (HPV).

Παρ’ όλα αυτά, μεγάλη μερίδα της επιστημονικής κοινότητας επιμένει ότι το Τεστ Παπ, όταν γίνεται συστηματικά, αποτελεί το πλέον «δοκιμασμένο όπλο» που έχει στη διάθεσή της. Επιπρόσθετα, οι σύγχρονες εξελίξεις οδηγούν τους ειδικούς να προτείνουνμια εξέταση που θα συνδυάζει το Παπ Τεστ με την ανίχνευση του ιού HPV σε μία λήψη, στοχεύοντας αφενός στην ακριβέστερη πρόληψη και αφετέρου στην αποφυγή περιττών εξετάσεων και θεραπειών.

Αξίζει να σημειωθεί, δε, ότι αντίστοιχεςείναι και οι επίσημες συστάσεις που ισχύουν στιςΗΠΑ, με την επιστημονική κοινότητα εντούτοιςνα εμφανίζεται διχασμένη σχετικά με το εάν πρέπει να αλλάξει η διαγνωστική πρακτική.

«Το Παπ Τεστ εξακολουθεί να είναι παγκοσμίως το τεστ που αδιαμφισβήτητα σε επίπεδο δευτερογενούς πρόληψης μειώνει τον αριθμό των περιστατικών του καρκίνου τραχήλου της μήτρας και τη θνησιμότητα» επισημαίνει ο μαιευτήρας – γυναικολόγος και μέλος της Εθνικής Επιτροπής για τον Προσυμπτωματικό Ελεγχο Ευριπίδης Μπιλιράκης.

Οπως ο ίδιος υπενθυμίζει, ημέθοδος ελέγχου των κυτταρολογικών επιχρισμάτων από τον τράχηλο της μήτρας και η επεξεργασία τους από ιατρούς κυτταρολόγους, το γνωστό Παπ Τεστ, που εφευρέθηκε από τονΓεώργιο Παπανικολάου, υιοθετήθηκε από όλες τις χώρες και η συστηματική εφαρμογή του έσωσε εκατομμύρια γυναίκες ανιχνεύοντας προκαρκινικές καταστάσεις ή αρχόμενους καρκίνους τραχήλου μήτρας.

«Το Παπ τεστόταν εφαρμόζεται είτε με την παραδοσιακή του μορφή είτε με τη σύγχρονη, δηλαδή της κυτταρολογίας υγρής φάσης (LBC THIN PREP), μπορεί να εντοπίσει σε μεγάλο βαθμό αλλοιώσεις στα κύτταρα του τραχήλου της μήτρας» προσθέτει ο Μπιλιράκης.

Υπό τα δεδομένα αυτά ο θεμελιωτής του κλάδου της κυτταρολογίας, οΓεώργιος Παπανικολάου,αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους επιστήμονες – γιατρούς του 20ού αιώνα, καθώς άλλαξε ριζικάτην ιστορία σε ό,τι αφορά την πρόληψη του καρκίνου. Μία ακόμη σημαντική ανακάλυψη που ήρθε και προστέθηκε στη «φαρέτρα» του επιστημονικού κόσμου ήταν η «αποκωδικοποίηση» του ιού των ανθρώπινων θηλωμάτων (HPV) και των επιπτώσεών του.

«Ο καρκίνος τραχήλου μήτρας, οιπροκαρκινικέςκαταστάσεις, τα κονδυλώματα και οι καρκίνοι κόλπου, αιδοίου, πρωκτού αλλά και του πέους οφείλονται αποκλειστικά ή σε πολύ μεγάλο βαθμό στη λοίμωξηαπότον ιόHPV, που μεταδίδεται κυρίως με τη σεξουαλική επαφή και έχει πάνω από 200 τύπους και υπότυπους» σημειώνει ο ειδικός. Οι πλέον επικίνδυνοι δε, όπως έχει φανεί, είναιοι 16, 18, 31, 33, 45, 52, 58.

Εχοντας πλέον ως δεδομένη τη σημαντική συσχέτιση τουιού με την καρκινογένεση, κρίθηκε απαραίτητη η ανίχνευση της παρουσίας του ιού για διαγνωστικούς λόγους και έτσι η επιστημονική κοινότητα επιδόθηκε στη δημιουργία ειδικών τεστ (HPVDNAτεστ) που με τη βοήθεια της μοριακής βιολογίας εντοπίζουν την παρουσία του ιού στην περιοχή.

«Ομως η παρουσία του ιού δεν δημιουργεί οπωσδήποτε καρκινογένεση διότι συνήθως ο οργανισμός τον «καθαρίζει» μέσα σε δύο χρόνια, ειδικά στις νέες κοπέλες,έως 30 ετών» σημειώνει ο Ευριπίδης Μπιλιράκης. Ειδικότερα, η καρκινογένεση δημιουργείται μόνον από την επίμονη λοίμωξη.

Ο ίδιος επιχειρεί με τη… βοήθεια ενός μπαλονιού να παραστήσει τον τρόπο που λειτουργεί ο ιός. Ετσι, παρομοιάζει το κύτταρο με ένα μπλε μπαλόνι και τον ιόHPVμε κόκκινα μικρά πούλια. Οταν τα πούλια είναι κολλημένα στο μπαλόνι αλλά δεν καταφέρνουν να εισχωρήσουν στο εσωτερικό του, τότε η επιφάνειά του σταδιακά θα «καθαρίσει». Εάν όμως εισδύσουν στο μπαλόνι, τότε ο ιός των ανθρώπινων θηλωμάτων χρησιμοποιεί το κύτταρο για να αναπαραχθεί (η διαδικασία αυτή ονομάζεται ενσωμάτωση).

«Για τις περιπτώσεις λοιπόν επίμονης λοίμωξης επινοήθηκε και κυκλοφόρησε πρόσφατα ειδικό mRNAHPVτεστ, που όταν είναι θετικό και ειδικά για τους τύπους 16, 18, 45 δείχνει ότι υπάρχει αυξημένος κίνδυνος ανάπτυξης δυσπλασιών ή καρκινογένεσης. Βέβαια πρέπει να τονίσουμε ότι για να πραγματοποιηθεί ένα HPV τεστ είναι απαραίτητο να προηγηθεί η λήψη του ΠαπΤεστυγρής φάσης (LBC)».

Κάθε πότε πρέπει να υποβάλλονται οι γυναίκες σε έλεγχο;

Ο πρώτος έλεγχοςπρέπει να ξεκινήσει σε ηλικία 21 ετών και στη συνέχεια οι γυναίκες πρέπει να ελέγχονται τακτικά έως τουλάχιστον την ηλικία των 65ετών.

Πιο συγκεκριμένα,το Παπ Τεστ πρέπει να γίνεται τουλάχιστονμία φορά κάθε 2-3 χρόνια σε νεαρές γυναίκες ηλικίας21-29 ετών, ενώ μετά την ηλικία των 30 έως τα 65 πρέπει να γίνεται συνδυαστικός έλεγχος, δηλαδή Τεστ Παπ και HPV Τεστταυτόχρονα, χρησιμοποιώντας υγρή φάση.

«Οι νέες γυναίκες που είναισεξουαλικά ενεργές έχουναυξημένη πιθανότηταλοίμωξης από τον ιό HPV. Η βλάβη που δημιουργείται μπορεί ναείναιαπόχαμηλού βαθμού (LGSIL/CIN1) έως σπανιότερα υψηλού βαθμού (HGSIL/CIN2,3).Οι περισσότερες αλλοιώσεις χαμηλού βαθμούσε γυναίκες ηλικίας κάτω των 25 ετών θα υποχωρήσουν αυτόματα με τον χρόνο.Η επίπτωση του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας σε αυτή τη νεανική ηλικιακή ομάδα είναι εξαιρετικά χαμηλή», σημειώνει ο Ευριπίδης Μπιλιράκης.

Αντιθέτως, η ανίχνευση προκαρκινικών αλλοιώσεωνυψηλού βαθμού (HGSIL/CIN2,3) αλλά και καρκίνου είναισυχνότερη μετά την ηλικία των 35 ετών. «Περίπου ένα στα δέκα Τεστ Παπείναι παθολογικά, ενώ ανιχνεύονταιβαριές αλλοιώσεις στο περίπου 3% των γυναικών που υποβάλλονται σε έλεγχο και καρκίνος σε 1 στα 1.000», προσθέτει ο ίδιος.

Σε κάθε περίπτωση, όταν διαπιστωθεί ότι το Παπ Τεστ είναι παθολογικό ήβγει θετικό τοHPV Τεστ (ή και τα δύο),η γυναίκα θα πρέπει να παραπεμφθεί σε πιστοποιημένο τμήμα κολποσκόπησης και παθολογίας τραχήλου μήτρας για έλεγχο και εφόσον κριθεί αναγκαίο σε θεραπεία.

«Ο συστηματικός έλεγχος μαζί με τον εμβολιασμό κατά του ιού HPV που πραγματοποιείται στην εφηβεία και παρέχεται δωρεάν στη χώρα μας, ελπίζουμε ότι θα εξαφανίσει τα επόμενα 20 χρόνια τον καρκίνο τραχήλου της μήτρας καιθα μειώσει τη συχνότητα εμφάνισης μιας σειράς από άλλουςHPV σχετιζόμενους καρκίνους, της γεννητικής περιοχής αλλά και του ρινοφάρυγγα», καταλήγει ο Ευριπίδης Μπιλιράκης.