Ξεκίνησα να γράφω γιατί η πραγματικότητα δεν μου ήταν αρκετή. Ήθελα να πολλαπλασιαστώ και ζούσα σε μια διπλή συνθήκη. Από τη μια βίωνα στο μέγιστο της εμπειρίες που είχα και από την άλλη, ταυτόχρονα, ήμουν σε θέση να τις παρατηρώ και να τις σχολιάζω την ίδια στιγμή. Αυτό, τα πρώτα χρόνια μου δημιουργούσε ένα είδος σύγχυσης, αλλά σταδιακά ανακάλυψα ότι μέσω της ανάγνωσης και της γραφής έβρισκα μια ζωτική διέξοδο.

Το πρώτο βιβλίο που διάβασα ήταν ο «Όλιβερ Τουίστ» του Καρόλου Ντίκενς. Παραθέτω κι ένα κομμάτι από ένα κείμενο που γράφω το οποίο σε ένα σημείο αναφέρεται σε αυτή την εμπειρία:

Αυτή η ιδιότητα τον οδηγεί στο διάβασμα. Ο κόσμος δεν είναι αρκετός. Η πραγματικότητα δεν είναι αρκετή. Δεν είναι σχεδόν πραγματικότητα. Είναι σε μια διαρκή αντιδικία μαζί της. Δε μιλάμε για απλό διάβασμα. Είναι μια μικρή φάλαινα που καταβροχθίζει λέξεις, σελίδες, ιστορίες, βιβλία. Με τις πρώτες σελίδες του Όλιβερ Τουίστ έχει ήδη φύγει.

Ο Όλιβερ και η φύση πάλευαν. Εκείνος και η φύση παλεύουν. Εκείνος και η πραγματικότητα παλεύουν. Έχει ταυτιστεί απόλυτα. Όταν αργότερα βλέπει το μιούζικαλ, ταυτίζεται απόλυτα με τον ηθοποιό που έπαιζε, τον Μαρκ Λέστερ. Για ένα χρόνο είναι ο Μαρκ Λέστερ. Αλλά πριν, έχει προϋπάρξει ως Όλιβερ Τουίστ αυτοπροσώπως.

Ο Όλιβερ γεννήθηκε σε άσυλο. Η μητέρα του καταγόταν από κάπου μακριά, κανένας δεν ήξερε από πού. Η φτωχή γυναίκα ξεψύχησε, αφού ζήτησε να της δώσουν να φιλήσει το νεογέννητο. Ο Όλιβερ δεν είχε ούτε καν επίθετο. Του το έδωσε ο παιδονόμος, ο επιστάτης του φτωχοκομείου, ο κ. Μπαμπλ. Στα ορφανά που δεν είχαν όνομα τους έδινε επίθετα με αλφαβητική σειρά. Εκείνος φαντάστηκε ότι ήταν το δέκατο όγδοο.

Τους πρώτους μήνες, ο Όλιβερ τούς πέρασε στο άσυλο των απόρων. Αργότερα τον έστειλαν στο σπίτι της κυρίας Μαν που έπαιρνε από τον Δήμο χρήματα για να μεγαλώνει τα ορφανά. Η ζωή εκεί ήταν τρομερή για τα παιδάκια. Αρκετά από αυτά πέθαιναν, όσα ζούσαν ήταν ένα θαύμα αν σκεφτεί κανείς το τι έτρωγαν και πώς τα έντυναν…

Θυμάμαι ότι αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν

Συνεχίζω το ίδιο κείμενο:

Βέβαια εκείνος, σε σχέση με τον Όλιβερ, τρώει και ντύνεται βασιλικά. Αυτοκρατορικά θα έλεγε κανείς. Το φαγητό είναι ολόκληρη ιεροτελεστία. Οι τρόποι πρέπει να είναι άψογοι, η χρήση του μαχαιριού, του κουταλιού και του πιρουνιού να υπακούει στα πιο αυστηρά πρωτοκόλλα, τα ρούχα του είναι ενός Μικρού Λόρδου, ατσαλάκωτα και πεντακάθαρα. Το πώς καταφέρνει να λεκιάζει τα τραπεζομάντηλα, να τσαλακώνει και να βρωμίζει τα ρούχα του σε χρόνο μηδέν είναι μια άλλη ιστορία, μια ιστορία γονιδίων.

Κάποιοι, όταν τα πράγματα δεν τους έρχονται δύσκολα, χάνονται στην εντροπία του κόσμου. Δεν είναι ικανή και αναγκαία συνθήκη φυσικά. Αλλά στην περίπτωσή του, πρέπει να πάθει για να μάθει. Καθένας προσπαθεί να επινοήσει τον κόσμο του κι ας μην το καταλαβαίνει. Ωστόσο, ο κόσμος είναι ήδη επινοημένος. Κι έτσι ο στόχος είναι η επινόηση της επινόησης, που σημαίνει πως ίσως ο στόχος είναι η αληθινή πραγματικότητα.

Όταν κυκλοφόρησε το πρώτο μου βιβλίο «Ο Έβδομος Ελέφαντας» από τις Εκδόσεις Κέδρος ένιωσα πολύ παράξενα αν και δεν ήταν το πρώτο βιβλίο μου που εκδιδόταν, μια και είχαν προηγηθεί τρεις ποιητικές συλλογές, ήταν το πρώτο πεζογράφημα. Επίσης το πρώτο ‘νηφάλιο’ κείμενό μου, μετά από μια δεκαετή εξάρτηση από το αλκοόλ. Υπήρχε χαρά και αθωότητα, ολίγη αιδώς, αλλά και ένα αίσθημα «νίκης» για το ότι κατάφερα και ολοκλήρωσα κάτι με αρχή, μέση και τέλος (όχι απαραίτητα με την ίδια σειρά).

Αν δεν ήμουν συγγραφέας μάλλον θα ήμουν σκηνοθέτης (κατά πάσα πιθανότητα θεάτρου).

Μια συμβουλή που θυμάμαι από τον δάσκαλό μου είναι βρες τη δική σου φωνή.

Όταν γράφω νιώθω απόλυτα εκεί.

Το πιο περίεργο πράγμα που έχω ακούσει από αναγνώστη είναι ότι στο τέλος του βιβλίου μου «Μητέρα Στάχτη», ο κεντρικός ήρωας αυτοκτονεί. Κάτι που δεν ήταν στις προθέσεις μου και δεν το είχα σκεφτεί πότε. Μου άρεσε όμως που κάποιος αναγνώστης, κάνοντας δικό του το βιβλίο, το ερμήνευσε με έναν τόσο διαφορετικό τρόπο. Εξάλλου, υπό μια έννοια, οι αναγνώστες είναι που γράφουν τα βιβλία.

Το βιβλίο που πάντα επιστρέφω σε αυτό είναι ο «Άμλετ» του Σαίξπηρ, ο «Οδυσσέας» του Τζόις, «Ο Ανθρωπος χωρίς ιδιότητες» του Μούζιλ.

Ονειρεύομαι να ζήσω στο έπακρον όσα είναι να μου έρθουν.

Info

Ο Αλέξης Σταμάτης σπούδασε Αρχιτεκτονική στο ΕΜΠ και ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές Αρχιτεκτονικής και Κινηματογράφου στο Λονδίνο. Είναι γιος του αρχιτέκτονα Κώστα Σταμάτη και της ηθοποιού Μπέτυ Αρβανίτη.

• Έχει εκδώσει δεκατρία μυθιστορήματα και εικοσιτέσσερα συνολικά βιβλία.

• Έχει δημοσιεύσει έξι ποιητικές συλλογές.

• Το 1994 του απονεμήθηκε από τον Δήμο Αθηναίων το Βραβείο Ποίησης στη μνήμη Νικηφόρου Βρεττάκου.

• Το παιδικό του μυθιστόρημα «Ο Άλκης και ο Λαβύρινθος» κέρδισε το Πρώτο Βραβείο του Κύκλου του Παιδικού Βιβλίου.

• Ο μονόλογος του «Τελευταία Μάρθα» παρουσιάστηκε το 2004 στην Πολιτιστική Ολυμπιάδα και παίχτηκε το 2008 στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας.

• Το έργο του «Innerview» παίχτηκε το χειμώνα του 2014 στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης και στο Southbank Centre του Λονδίνου.

• Έχει αντιπροσωπεύσει πολλές φορές την Ελλάδα σε διεθνή λογοτεχνικά συνέδρια. Τον Απρίλιο του 2013 μίλησε στο Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο στα πλαίσια της εκδήλωσης «Τέσσερις συγγραφείς του Νότου μιλούν για την κρίση».

• Διδάσκει Δημιουργική Γραφή στο Κολέγιο Αθηνών-Ψυχικού και στο Μουσείο Ηρακλειδών.

• Γράφει κριτική λογοτεχνίας στην εφημερίδα «Τα Νέα».

Δυο λόγια για τα νέα σχέδια

Το καινούργιο του μυθιστόρημα που θα κυκλοφορήσει το φθινόπωρο του 2017 από τις εκδόσεις Καστανιώτη έχει θέμα την τελευταία παράσταση της περιοδείας ενός θιάσου σε ένα απόκοσμο νησί. Επίσης, ετοιμάζει ένα θεατρικό έργο για την επόμενη σαιζόν με μια σκηνοθέτιδα που εκτιμά πάρα πολύ.