Μετά από το θόρυβο που προκλήθηκε, τόσο η κυβέρνηση όσο και η διοίκηση του Υπερταμείου επιδόθηκαν σε έναν επικοινωνιακό αγώνα δρόμου για να πείσουν ότι δεν υπάρχει περίπτωση να μεταβιβαστούν μνημεία, μουσεία ή αρχαιολογικοί χώροι στο Υπερταμείο.

Με τις ανακοινώσεις και τις δηλώσεις τους ήρθαν να υπογραμμίσουν ότι δεν επρόκειτο περί «κινδυνολογίας», όπως κατ’ επανάληψη υποστήριξαν, αλλά περί πραγματικού ζητήματος για το οποίο έπρεπε να δώσουν εξηγήσεις.

Μια διαδικασία εξαρχής προβληματική

Καταρχάς είναι σαφές ότι εξαρχής ακολουθήθηκε μια διαδικασία ιδιαιτέρως προβληματική. Όπως είναι γνωστό η Τρόικα πίεζε για να μεταβιβαστούν ακόμη περισσότερα ακίνητα του δημοσίου στο Υπερταμείο, ώστε να μεγαλώσει το χαρτοφυλάκιό του και να αξιοποιηθούν όσο το δυνατόν περισσότερα.

Η πίεση αυτή υπήρχε και το 2016 και το 2017, όταν ενόψει της τελικής αξιολόγησης θα έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί η μεταβίβαση, που ήταν γνωστό ότι θα αποτελούσε ένα από τα παραδοτέα της τέταρτης και τελικής αξιολόγησης του 2018.

Σε αυτή την κατεύθυνση συγκροτήθηκε η Ομάδα Εργασίας του άρθρου 196, παρ. 6 του ν.4389/2016, τον Ιούνιο του 2017 και στελεχώθηκε από εκπροσώπους όλων των υπουργείων.

Όμως, ήδη από την αρχή αυτή η Ομάδα Εργασίας δεν κινήθηκε στην κατεύθυνση να εξαιρέσει εκ των προτέρων και να αφαιρέσει από τη σχετική λίστα τα ακίνητα του δημοσίου που υπόκειντο στις εξαιρέσεις.

Στην πραγματικότητα όλα δείχνουν ότι η Ομάδας Εργασίας δεν κατάφερε τελικά να εντοπίσει τα προς εξαίρεση ακίνητα και σε αυτή τη βάση να διαμορφώσει την τελική λίστα.

Αν αυτό έγινε από έλλειψη συντονισμού της Ομάδας Εργασίας ή από επιλογή όσων εμπλέκονταν δεν μπορούμε να το ξέρουμε.

Ξέρουμε, όμως, ότι σε όλη αυτή τη διαδικασία η ΕΤΑΔ πίεζε να γίνει η μεταβίβαση και να ενισχυθεί το χαρτοφυλάκιό της.

Σε αυτή τη βάση, στο τέλος όλα δείχνουν ότι επιλέχτηκε η λύση να μεταβιβαστεί ο αρχικός κατάλογος χωρίς εξαιρέσεις και να μπουν στις υπουργικές αποφάσεις οι προβλέψεις για εξαιρέσεις της μεταγραφής εκεί όπου υπήρχαν οι περιορισμοί για προστατευόμενες περιοχές, αρχαιολογικούς χώρους, ακτές και αιγιαλούς και πράγματα εκτός συναλλαγής.

Δηλαδή, αντί για την ορθή διαδικασία που είναι πρώτα βρίσκουμε και εξαιρούμε και μετά κάνουμε τη μεταβίβαση, επιλέχτηκε η ανάποδη διαδικασία. Πρώτα μεταβιβάζουμε και μετά αφαιρούμε από τη μεταβίβαση τα ακίνητα που εμπίπτουν στις εξαιρέσεις.

Οι παράδοξοι χειρισμοί της κ. Κονιόρδου

Σε αυτό το πλαίσιο ερωτηματικά δημιουργούν ορισμένοι χειρισμοί της τέως υπουργού κ. Λυδίας Κονιόρδου σε σχέση με το συγκεκριμένο θέμα.

Σύμφωνα με πληροφορίες του in.gr, όταν συγκροτήθηκε η Ομάδα Εργασίας, η κ. Κονιόρδου δεν ακολούθησε τις υπηρεσιακές εισηγήσεις για το ποιοι θα έπρεπε να είναι οι εκπρόσωποι του υπουργείου.

Αντίθετα, επέλεξε η ίδια τους εκπροσώπους, ο ένας εκ των οποίων ήταν και στενός συνεργάτης της, και έδωσε εντολή να μην ενημερώνουν την διοικητική ιεραρχία του υπουργείου, κίνηση πρωτόγνωρη, εάν αναλογιστούμε ότι επρόκειτο για μια διαδικασία που απαιτούσε την κινητοποίηση του υπουργείου.

Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες η συμμετοχή των εκπροσώπων δεν ήταν πυκνή, λόγω άλλων υποχρεώσεων, και απλώς έδωσαν τον κατάλογο των ακινήτων του υπουργείου για διασταύρωση αντί να επιμείνουν στην εξαίρεση αρχαιολογικών χώρων, μνημείων, κτιρίων που σχετίζονται με την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς.

Ουσιαστικά, όμως, και αυτός ο χειρισμός οδήγησε στην ιδιαίτερα προβληματική κατάσταση με την αρχική λίστα.

Δεν είναι τυχαίο, επομένως, που τόσο η νυν υπουργός κ. Ζορμπά όσο και ο αναπληρωτής υπουργός κ. Στρατής εμμέσως πλην σαφώς επέρριψαν ευθύνες στην προηγούμενη ηγεσία του Υπουργείου Πολιτισμού.

Τα ανοιχτά ζητήματα

Υποτίθεται ότι αυτή τη στιγμή τα πράγματα θα γίνουν με την ορθή διαδικασία. Αυτό είναι το μήνυμα που στέλνουν προς όλες τις κατευθύνσεις οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης αλλά και του Υπερταμείου.

Χαρακτηριστική από αυτή την άποψη και η ανακοίνωση το περασμένο Σάββατο του ίδιου του Υπερταμείου όπου ανάμεσα στα άλλα υπογραμμίζεται ότι «δεν μεταβιβάζονται, ούτε και θα μπορούσαν άλλωστε να μεταβιβαστούν, αρχαιολογικά μνημεία ή ακίνητα όπως αιγιαλοί, παραλίες, περιοχές Natura, δασικές εκτάσεις και λοιπές κατηγορίες εκτός συναλλαγής» και ότι τα «αρχαιολογικά μνημεία της χώρας μας είναι πολιτιστική κληρονομιά των Ελλήνων και των επόμενων γενεών και δεν τίθεται θέμα παραχώρησης».

Όμως, όσοι είναι σε θέση να γνωρίζουν υποστηρίζουν ότι υπάρχουν ακόμη αγκάθια στην όλη διαδικασία.

Καταρχάς υπάρχει το γενικό ζήτημα εάν η διαδικασία θα κινηθεί όπως επιμένει το Υπερταμείο, δηλαδή να προχωράει η μεταβίβαση και ταυτόχρονα να γίνονται εξαιρέσεις, ή εάν πρέπει πρώτα με τρόπο θεσμικά θωρακισμένο (νομοθετική ρύθμιση) να κατοχυρωθούν αναλυτικά και ονομαστικά όλα τα ακίνητα που εξαιρούνται και μετά να υπάρξει μεταβίβαση.

Έπειτα, υπάρχει το ζήτημα της προστασίας των μνημείων. Η νομοθεσία αναφέρεται στην εξαίρεση των αρχαιολογικών χώρων, όμως υπάρχουν και πάρα πολλά μνημεία που πρέπει να προστατευτούν, ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος μνημεία (π.χ. ακίνητα μετά το 1453) να μεταβιβαστούν. Για παράδειγμα, η αναφορά του Υπερταμείου σε «αρχαιολογικά μνημεία» θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι υπαινίσσεται ότι νεώτερα μνημεία (μετά το 1830) δεν εξαιρούνται της μεταβίβασης. Και τελικά τι από τα δύο θα ισχύσει: η αναφορά του Υπερταμείου σε «αρχαιολογικά μνημεία» ή η πολύ ευρύτερη αναφορά του υπουργείου σε σχετικό δελτίο Τύπου σε «μνημεία, μουσεία, αρχαιολογικοί χώροι, πολιτιστική κληρονομιά εκ γένει».

Αντίστοιχα, υπάρχει το συνολικότερο θέμα του ορισμού ποια ακίνητα είναι εκτός συναλλαγής. Όπως έχει γραφτεί, δεν είναι κάθε ακίνητο που στεγάζει δημόσια λειτουργία «εκτός συναλλαγής».

Σε όλα αυτά προστίθεται και ένα άλλο ζήτημα. Το Υπερταμείο έχει ήδη στην κατοχή του δεκάδες χιλιάδες ακίνητα. Αυτά είναι τα παλιά ακίνητα του ΕΟΤ, τα Ολυμπιακά Ακίνητα και τα ακίνητα της πρώην Κτηματικής Εταιρείας του Δημοσίου που ενσωματώθηκε στην ΕΤΑΔ και στη συνέχεια στο Υπερταμείο.

Σε αυτά τα ακίνητα, η μεταγραφή των οποίων δεν έχει ολοκληρωθεί, περιλαμβάνονται επίσης μνημεία και άλλοι χώροι που εμπίπτουν στις εξαιρέσεις, όπως και πλήθος ακινήτων που σχετίζονται με την διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς, από τη Σπιναλόγκα και το κτίριο Τσίλερ έως τα ακίνητα που χρησιμοποιεί το Υπουργείο Πολιτισμού για να στεγάζει αποθήκες με αρχαιολογικό υλικό. Σε αυτή την περίπτωση υπάρχει και το πρόβλημα με τη ρητή πρόβλεψη του νόμου ότι η ΕΤΑΔ (και άρα το Υπερταμείο) έχει την διαχείριση ακόμη και όσων εξαιρεθούν της μεταβίβασης.

Επιπλέον, υπάρχει ακόμη το ανοιχτό πρόβλημα με τα ακίνητα του Υπουργείου Πολιτισμού στην Πλάκα που μεταβιβάστηκαν στο ΤΑΙΠΕΔ το 2013 και παρ’ ολίγον να εκποιηθούν, ακίνητα τα οποία το υπουργείο Πολιτισμού προσπαθεί έκτοτε να πάρει πίσω την κυριότητά τους (προσπάθεια που είχε υποχωρήσει επί των ημερών της κ. Κονιόρδου).

Γι’ αυτό το λόγο και από πολλές πλευρές έχει υποστηριχθεί ότι μόνο με ξεκάθαρες θεσμικές προβλέψεις που να εξαιρούν μεταβίβασης όλα αυτά τα ακίνητα και να τα κατοχυρώνουν μπορεί να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα.