Δύο μεσήλικες παίζουν τάβλι και παράλληλα σκαρώνουν το «μεγάλο» κόλπο. Αυτό που θα τους βγάλει από τη μιζέρια, θα τους δώσει χρήματα και κοινωνική καταξίωση.

Δύο ήρωες που θα μπορούσα να ζουν σε οποιαδήποτε χώρα, οποιαδήποτε στιγμή.

«Το κείμενο επανέρχεται ξανά και ξανά στη θεατρική σκηνή γραμμένο για δύο μεσήλικες, οι οποίοι είναι άνθρωποι του περιθωρίου και σήμερα αντιπροσωπεύουν την πραγματικότητα μεγάλου μέρους των ανθρώπων που συναντούμε στην Ελλάδα» μας εξηγεί ο κ. Μιχαηλίδης ο οποίος εκτός από τον ρόλο του Φώντα, υπογράφει και τη σκηνοθεσία της παράστασης που θα ανέβει για έξι μόνο βραδιές στο Faust από τις 25 Σεπτεμβρίου.

Δύο φιγούρες που ο Κεχαΐδης τους τοποθέτησε στην μεταπολεμική Ελλάδα αλλά στην πραγματικότητα του έδωσε τα απαραίτητα χαρακτηριστικά για να μπορούν να σταθούν οπουδήποτε.

Ο Φώντας και ο Κόλιας είναι βγαλμένοι από νουάρ μυθιστόρημα ή έργο του Παζολίνι. Είναι φίλοι μας, συγγενείς μας, αγαπημένοι τύπου από ταινία του κλασικού ελληνικού κινηματογράφου.

Αυτή η διαχρονικότητα των ηρώων, ο αέναος αγώνας του ανθρώπου για μια καλύτερη ζωή και φυσικά οι τρομεροί διάλογοι είναι τα στοιχεία που κάνουν «Το τάβλι» ένα από τα κλασικά έργα του νεοελληνικό θεάτρου.

Το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Θέατρο Τέχνης το 1972 μαζί με «Τη Βέρα» σε σκηνοθεσία του Καρόλου Κουν και είναι το κλασσικό δίπτυχο που καθόρισε το νεοελληνικό θέατρο.

Όπως έγραψε ο κριτικός θεάτρου Κώστας Γεωργουσόπουλος, με αφορμή αυτό το έργο, «αν θέλουμε να δημιουργήσουμε νεοελληνικό θέατρο πρέπει να ξεκινήσουμε από κει που έφτασε ο Κεχαΐδης».

«Και οι δύο μοιάζουν πάρα πολύ με ήρωες του ιταλικού νεορεαλισμού όπως τους είδαμε να καταγράφονται στην μεταπολεμική Ιταλία σε έργα του Ροσελίνι και του Βιττόριο ντε Σίκα, παιγμένα από ηθοποιούς όπως ο Αλμπέρτο Σόρτι και ο Γκάσμαν» συνεχίζει να μας εξηγεί ο Μιχαηλίδης. «Ήρωες που μετά τον πόλεμο θέλησαν να φύγουν από την μίζερη πραγματικότητα, να αποδράσουν από τη φτώχεια. Άνθρωποι αντιφατικοί έχοντας μια ας το πούμε κουτοπονηριά, μια περιφρόνηση για το χρόνο που φεύγει και πάει χαμένος. Έτοιμοι να κάνουν τη μεγάλη κομπίνα, το μεγάλο κόλπο που θα τους κάνει σημαντικούς σε μια κοινωνία που τους έχει αποβάλει».

Το ρόλο του Κόλια στην παράσταση ερμηνεύει ο Φίλιππος Σοφιανός. Αυτός μαζί με τον Μιχαηλίδη αναλαμβάνουν να μας δείξουν δύο ανθρώπους με χιούμορ, αυτοσαρκασμό και καμία επαφή με την πραγματικότητα. Δύο φίλους που ονειρεύονται μια καινούργια ζωή. «Το σχέδιο του Φώντα είναι το όχημα μέσα από το οποίο θα ταξιδέψουν σε ένα όνειρο, σε ένα απραγματοποίητο όνειρο. Σε ένα κόσμο σαν και αυτό που περιγράφει στα τραγούδια του ο Άκης Πάνου και τραγούδησε εξαιρετικά ο Καζαντζίδης και η Μοσχολιού. Λαϊκά τραγούδια που πλημμύριζαν τις φτωχογειτονιές της Αθήνας την δεκαετία του ‘70» αναφέρει ο ηθοποιός και σκηνοθέτης.

Όσον αφορά την σκηνοθετική προσέγγιση του έργου αυτό που ο Μιχαηλίδης τονίζει ότι έχει αφήσει το κείμενο να μιλήσει ως έχει. Δεν υπάρχουν πρόσθετες παρεμβάσεις που αλλοιώνουν το ύφος του και φυσικά οι δύο ηθοποιοί έχουν κάνει τη δική τους πορεία στο θέατρο. «Οι συγκεκριμένοι ήρωες ερμηνεύονται σωστά όταν έχουν ζήσει και λίγο έτσι» μου λέει γελώντας ο Μιχαηλίδης και εξηγεί: «Να μην κρυβόμεθα. Οι ηθοποιοί έχουν πάρει διαζύγιο από την πραγματικότητα. “Πάρτε από μπροστά μου την πραγματικότητα” έχω πει πολλές φορές. Η απόδραση στο όνειρο είναι το μόνο μέσον για την έμπνευση».

Και στην σημερινή Ελλάδα πόσο συχνά βλέπουμε τέτοιου είδους κομπίνες; «Σκάνε κατά καιρούς τέτοιου τύπου κομπίνες που έχουν στόχο να πιάσουν την καλή» δηλώνει ο Μιχαηλίδης. «Άλλες φορές πετυχαίνουν και άλλες όχι. Και μετά παρακολουθούμε την συνέχεια στο αστυνομικό δελτίο και όχι σε κάποια θεατρική σκηνή. Αργότερα βέβαια ίσως να μεταφερθούν και εκεί».