Οδύνη, οργή, αγωνία, πένθος: ισχυρά συναισθήματα εκφράζονται στις αράδες πέντε κειμένων, που δημοσιεύουν «ΤΑ ΝΕΑ», για τον εφιάλτη της 23ης Ιουλίου.

Είναι γράμματα από τον τόπο της φρίκης, οι σκέψεις ανθρώπων που γλίτωσαν από την πύρινη εισβολή στο Μάτι και παλεύουν να ξανασταθούν στα πόδια τους, βυθισμένοι στη θλίψη για τους νεκρούς και τις χαμένες περιουσίες.

Σχεδόν δύο μήνες μετά την εθνική τραγωδία (και ενώ η λίστα των θυμάτων μοιάζει να μην έχει τέλος), οι κάτοικοι γράφουν για όσα έζησαν, προσπαθώντας αβοήθητοι να ξεφύγουν από τον θάνατο. Οπως τονίζουν, θα δώσουν αγώνα για να ξαναζωντανέψουν τον οικισμό τους

Ρενάτα Κωνσταντίνου, Αμπελούπολη

«Βιασμός της ψυχής»

Θα ήμουν στο σπίτι, τέτοια ώρα. Μεσημεράκι. Πιθανόν να είχαμε ξαπλώσει στον καναπέ που αγοράσαμε πρόσφατα. Από το τάμπλετ θα ακούγονταν νανουρίσματα. Η τηλεόραση στο mute, το κλιματιστικό ανοιχτό, τα σκυλιά μου στη βεράντα ξαπλωμένα και αυτά! Οι γονείς μου στο δικό τους σπίτι θα ξεκουράζονταν. Μια απόλυτη ηρεμία, όπως πάντα, με μοναδικό «θόρυβο» τα τζιτζίκια. Μόλις έπεφτε ο ήλιος, θα ξεκινούσε η καροτσάδα. Πάνω – κάτω στον υπέροχο δρόμο της Αμπελούπολης, μέχρι το επόμενο τάισμα και ξανά καροτσάδα. Ολα στη θέση τους. Καμία υποψία ποτέ για το ανεπανόρθωτο.

Την ημέρα της φωτιάς, στις 12.30, έβγαζα φωτογραφία τις μικρές στο σαλόνι στα ριλάξ που μόλις είχα φτιάξει. Και ύστερα από πέντε ώρες στάχτη όλα. Ούτε φωτογραφία των παιδικών μου χρόνων δεν έχω. Βανδαλισμός. Βιασμός της ψυχής. Ξεριζωμός. Δεν θα το χωρέσει ο νους μου, όσα χρόνια και αν περάσουν. Ποτέ! Αυτοί που είναι υπεύθυνοι για την καταστροφή, όσοι δεν φρόντισαν για τίποτα, πώς κοιμούνται τα βράδια; Γιατί εμείς από τότε, πάψαμε.

Βασίλης Κανελλόπουλος, Κύπρου 40

«Σκηνές από την Κόλαση»

Πολλά καλοκαιρινά απογεύματα τα τελευταία χρόνια τελειώνοντας το ιατρείο στο κέντρο της Αθήνας κατηφόριζα προς το Μάτι με λαχτάρα να βρεθώ έστω και για μια – δυο ώρες σε μια αγαπημένη περιοχή από τα παιδικά μου χρόνια. Είναι δύσκολο να εξηγήσω τη σχεδόν ερωτική σχέση των κατοίκων με το Μάτι.

Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς… Τα πρώτα μπάνια στην αμμουδιά τότε του Γαβριήλ, τις βουτιές στην εξέδρα με τον αξέχαστο Νίκο Σπανόπουλο, τις ατελείωτες βόλτες με τα ποδήλατα, το ψαράκι στην ταβέρνα της Αργυράς Ακτής και στη Γοργόνα, το must πεϊνιρλί του φούρνου πριν το σινεμά στο Μαϊάμι, τις αξέχαστες τυρόπιτες της Δήμητρας, τα τουρνουά ποδοσφαίρου στο οικοπεδάκι στην Αγίου Ιωάννου, το μπάσκετ στην Αμπελούπολη, τη συνάντηση της παρέας στο Μati Μam, τα βράδια με την υπέροχη θέα στο Δουράκο και αργότερα Φάρο, τους χορούς στην Disco Tropicalia, την πισίνα στην Platoon, τα εφηβικά μπάνια στου Μπονάνου και στο Κόστα Ρίκα, τις κλεφτές ματιές στο Σινέ Ρία από τη διπλανή ταράτσα, το εκμέκ στο «Ζορζ», τα ηλεκτρονικά στο τουριστικό, τα πρώτα φλερτ, την περιφορά της εικόνας τον Δεκαπενταύγουστο, τις παντοτινές παιδικές φιλίες, τα βράδια στη βεράντα, το παιχνίδι στο γκαζόν, τη μυρωδιά από το θαλασσινό βοριαδάκι…

Αυτό τον σταθερό βορειοανατολικό άνεμο στο Μάτι του Βοριά, που για μια μέρα μόνο μας ξέχασε. Μια μέρα που δεν θα ξεχάσουμε ποτέ και με έκανε να τρέχω πανικόβλητος. Για να δω τελικά το σπίτι μου να καίγεται και σκηνές βγαλμένες από την Κόλαση του Δάντη. Τουλάχιστον βρήκα ζωντανούς τους δικούς μου στη θάλασσα. Και πλέον τα δάκρυα αντικατέστησαν τα παιδικά χαμόγελα, ο θρήνος την ανεμελιά και ένα μαύρο πέπλο σκέπασε τις παιδικές μου αναμνήσεις.

Μας ξέχασε ο άνεμος, η πολιτεία, όλοι… Τόσα αθώα θύματα, τόσα παιδάκια γιατί δεν βρέθηκε ένας ικανός άνθρωπος να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, να πάρει μια απόφαση όταν χρειαζόταν. Πλέον θλίψη, οργή και αγανάκτηση και μια τεράστια επιθυμία να τα μετατρέψουμε σε παραγωγική δύναμη για να φέρουμε πίσω το Μάτι που μας έκλεψαν, τις αναμνήσεις και τα καλοκαίρια μας.

Τατιάνα Ισακίδου, Ποσειδώνος 45

«Εκρήξεις, κλάματα, φωνές»

Τα παιδιά έχουν ξαπλώσει. Τέσσερις το μεσημέρι και ενώ έχω ανοιχτή την μπαλκονόπορτα αντιλαμβάνομαι μυρωδιά καπνού. Ο πατέρας μου με διαβεβαιώνει ότι δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας μιας και δεν είχαμε δει ούτε ακούσει πυροσβεστικό αεροπλάνο, τα οποία ανεφοδιάζονται από τη θάλασσα μπροστά από την πολυκατοικία μας.

Λεπτά αργότερα λαμβάνω μήνυμα από φίλη στη Ραφήνα που με ενημερώνει για τη φωτιά στην Καλλιτεχνούπολη. Τρέχω στην ταράτσα. Βλέπω τους καπνούς. Η ώρα πλησιάζει έξι παρά είκοσι αλλά η φωτιά είναι ακόμη στον Βουτζά. Ομως, ταχύτατα, στάχτη αρχίζει να αιωρείται. Ξυπνάω τα παιδιά, μαζεύω πράγματα, παίρνω τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Οι φλόγες έγλειφαν το μπαλκόνι.

«Θεέ μου, τα παιδιά μου» σκέφτομαι. Παίρνω βρεγμένες πετσέτες, αρπάζω τα παιδιά και τρέχουμε προς τη θάλασσα. Η ορατότητα μηδενική, ο καπνός ασφυκτικός και εμείς να μπαίνουμε ολοένα και πιο βαθιά για ανάσες, για λίγη ζωή. Αγκαλιάζοντας σφιχτά τον μικρό μου γιο γιατί δεν ξέρει μπάνιο, φώναζα «κάτω τα κεφάλια σας, μέσα στο νερό, καλύψτε τη μύτη σας…».

Μείναμε περίπου τρεις ώρες στη θάλασσα, ακούγοντας εκρήξεις, κλάματα, φωνές. Το προσωπάκι του μεγάλου μου γιου κάηκε, ευτυχώς ελαφρά, η άρρωστη μητέρα μου με έντονη υποθερμία και εγώ πριν χάσω την τελευταία μου αναπνοή προσπαθούσα να βοηθήσω συγγενείς και φίλους.

Πλέον η φωτιά είχε εξαπλωθεί κυριολεκτικά μέσα στη θάλασσα. Μεταφερόμαστε στο λιμάνι. Μιάμιση ώρα μετά, ένα φουσκωτό μάς μεταφέρει στο πλοιάριο του Λιμενικού. Επιτέλους, φτάνουμε στο λιμάνι της Ραφήνας και ο σύζυγός μου μας μεταφέρει στο νοσοκομείο, όπου νοσηλευτήκαμε για λίγα 24ωρα.

Γιούλα Χονδρογιάννη, Νικηταρά 42

«Φίλοι κάηκαν αβοήθητοι»

Βρισκόμουν στην παραλία του Ματιού κάτω από το ξενοδοχείο Μάτι. Ξαφνικά είδαμε ένα μεγάλο σύννεφο καπνού από μακριά. Είχαμε μάθει ότι είχε πιάσει φωτιά στον Βουτζά. Δεν υπήρχε μεγάλη ανησυχία παρότι ο αέρας ήταν ισχυρός. Εγώ όμως αποφάσισα να φύγω. Μόλις έφτασα στο σπίτι μου μετά από πέντε λεπτά, η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική. Οι γείτονες ήταν οι μόνοι που με σώσανε και με προέτρεψαν να φύγω. Δεν ακούστηκαν ούτε η καμπάνα της εκκλησίας, ούτε ένα πυροσβεστικό, ούτε Αστυνομία, ούτε κανένας μας ειδοποίησε για εκκένωση.

«Καιγόμαστε» φώναζαν απελπισμένα οι γείτονες και δυστυχώς κάποιοι φίλοι κάηκαν αβοήθητοι. Τρομαγμένη και πανικοβλημένη πήρα μια βρεγμένη πετσέτα γιατί δεν μπορούσα να αναπνεύσω, ούτε να δω σε απόσταση 20 μέτρων και έφυγα. Η φωτιά μάς πλησίαζε συνεχώς από διαφορετικές κατευθύνσεις.

Εφτασα στην Αμπελούπολη και εκεί παρέμεινα για να δω αν η φωτιά είχε κοπάσει. Αντίθετα από ό,τι πίστευα η φωτιά είχε περικυκλώσει το Μάτι και άρχιζε να κατακαίει και την Αμπελούπολη. «Φύγετε, θα καούμε ζωντανοί» φώναξε κάτοικος. Ανέβηκα στη Μαραθώνος με δυσκολία και τρόμο, ο ουρανός ήταν κατάμαυρος και κόκκινος μαζί. Οι άνθρωποι πανικοβλημένοι άρχιζαν να κορνάρουν και να προσπαθούν να φύγουν. Καθώς απομακρυνόμουν προς Νέα Μάκρη έβλεπα τη φωτιά να έχει περάσει τη Μαραθώνος και να καίει τα πάντα και τους ανθρώπους να ζητούν βοήθεια ο ένας από τον άλλον. Είχαμε καταλάβει ότι μόνο με τη βοήθεια του Θεού θα σωζόμασταν.

Τα βλέμματα τρόμου και απόγνωσης δεν μπορούν να φύγουν από τη μνήμη μου. Ο πόνος μου είναι μεγάλος και η θλίψη με έχει καταβάλει ψυχικά. Οι στιγμές που έζησα δεν ξεχνιούνται. Οταν μιλάω για αυτές, λέω το ίδιο: «Οσοι σωθήκαμε, σωθήκαμε από μόνοι μας». Ελπίζω να μπορέσουμε να ξαναζωντανέψουμε το αγαπημένο μου Μάτι, στο οποίο κατοικώ εδώ και 50 χρόνια.

Ναταλία Κανελλοπούλου, Κύπρου 39

«Παντελώς απούσα η Πολιτεία»

Ηταν ένα όμορφο καλοκαιρινό απόγευμα Δευτέρας σαν όλα τα άλλα… Ζέστη και αέρας… Περίπου στις 17.15 πληροφορηθήκαμε από την τηλεόραση για τη φωτιά σε Καλλιτεχνούπολη και Νέο Βουτζά. Οποιος δεν παρακολουθούσε ενδεχομένως πιάστηκε στον ύπνο, γιατί όλα εξελίχθηκαν πολύ γρήγορα. Στις 17.50 σύμφωνα με την τηλεόραση η φωτιά πήγαινε προς τον Διόνυσο, όμως μέσα σε δέκα λεπτά ο ουρανός σκοτείνιασε, ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από ένα πορτοκαλοκόκκινο και έπειτα μαύρο σύννεφο και άρχισε να φυσάει, ένας δυνατός ανεμοστρόβιλος, όχι αέρας και το ρεύμα κόπηκε… Με γρήγορες οδηγίες στα παιδιά μου, εννέα και 11 χρόνων, εγκαταλείψαμε το σπίτι. Η 14χρονη ανιψιά μου πήγε να ειδοποιήσει τους γονείς μου στο απέναντι σπίτι πηδώντας την κλειστή συρόμενη ηλεκτρική εξώπορτα. Ακόμη δυνατότερος ανεμοστρόβιλος, πέντε λεπτά αργότερα, σκόρπιζε κόκκινες καύτρες παντού.

«Μαμααά, φωτιά στο χωράφι» φώναξε ο Γιώργος και  μέχρι να μπούμε όλοι στο αυτοκίνητο μας κύκλωσαν μαύροι καπνοί. Με μηδενική ορατότητα στα 5 μέτρα μέσα από φλόγες, κορνάροντας συνεχώς, οδήγησα κάνοντας τον σταυρό μου προς την εκκλησία. Κατευθυνθήκαμε στην Ποσειδώνος. Είχαμε δύο επιλογές: δεξιά προς Κόκκινο Λιμανάκι ή αριστερά προς Αγιο Ανδρέα. Τυχαία έκανα τη δεύτερη, σωτήρια όπως αποδείχθηκε, επιλογή. Στην πορεία μου δεν συνάντησα ούτε ένα πυροσβεστικό ή περιπολικό. Πολλά αυτοκίνητα κατευθύνονταν προς τη φωτιά και το Μάτι. Προσπάθησα την ύστατη ώρα να τους αποτρέψω. Δυστυχώς πολλοί προχώρησαν. Ηταν οι άνθρωποι που είδαμε όλοι αργότερα… Μέσα στα αυτοκίνητά τους. Και σκέφτομαι κάθε μέρα από τότε πως αν τους είχα πείσει να κάνουν αναστροφή ίσως να ήταν ζωντανοί.

Στον Αγιο Ανδρέα φθάσαμε στην παραλία και μπήκαμε στη θάλασσα. Τα Σινούκ έριχναν νερό, γύρω μας ήταν άνθρωποι όλων των ηλικιών. Βλέποντας μαύρους καπνούς να σκεπάζουν την περιοχή σκεφτόμουν με απόγνωση ότι όλο το Μάτι θα είχε καεί.

Μόλις άρχισε να βραδιάζει οι φλόγες άρχισαν ξανά να υψώνονται πάνω από το ΚΑΥ. Για άλλη μια στιγμή αντιλαμβάνεσαι πόσο μόνος είσαι, πόση προσπάθεια πρέπει να καταβάλεις για να κρατήσεις το μυαλό σου σε μια σειρά, να μη σε επηρεάσουν οι εικόνες ή οι συνθήκες. Είναι δύσκολο να μην έχεις κανέναν να σε συμβουλέψει, να σου δώσει ελπίδα.

Κατάκοποι, περπατήσαμε μέσα στη θάλασσα κατά μήκους της βραχώδους ακτής, περίπου 1,5 χλμ. Φτάσαμε στην κατασκήνωση της Αεροπορίας στο Ζούμπερι. Για πρώτη φορά νιώσαμε κάπως ασφαλείς.

Μετά την ανεπανάληπτη τραγωδία θέλω να καταγγείλω τα εξής:

– Κανένα αεροπλάνο δεν πέταξε την ώρα που έπρεπε και η Πυροσβεστική ήταν  απούσα από την υποτιθέμενη αντιπυρική ζώνη της Μαραθώνος.

– Καμία εκκένωση δεν έγινε, ούτε καν την προσπάθησαν.

– Εγκληματική η παράκαμψη κυκλοφορίας προς το Κόκκινο Λιμανάκι.

– Παντελώς απούσα η Πολιτική Προστασία, καθένας αφέθηκε στο έλεος του Θεού.

Επειδή όλοι έχουν ευθύνη εκτός από τους ανθρώπους που υπέφεραν και έχασαν βασανιστικά τη ζωή τους καταθέτω το βίωμα ως φόρο τιμής σε όσους δεν είναι σήμερα κοντά μας και ιδιαίτερα στον μπέμπη της Αργυράς Ακτής, τη μαμά του και τη γειτόνισσά μας Μοίρα Πατελάρου. Και δίνω υπόσχεση ότι θα αναγεννήσουμε το Μάτι από τις στάχτες του. Για εμάς, τους γονείς μας και κυρίως για τα παιδιά μας και όσους χάσαμε.