H αύξηση του κατώτατου μισθού είναι βασικό μέλημα της κυβέρνησης δήλωσε η υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Έφη Αχτσιόγλου, ενώ τόνισε ότι το μέτρο της απομείωσης της προσωπικής διαφοράς δεν είναι αναγκαίο, ούτε δημοσιονομικά ούτε διαρθρωτικά.

Ειδικότερα ανέφερε, μιλώντας στον  Real FM ότι το ασφαλιστικό σύστημα στέκεται στα πόδια του, το πλεόνασμα του ΕΦΚΑ είναι πολύ ισχυρό και δεν υπάρχει πρόβλημα δημοσιονομικής ισορροπίας ούτε πρόβλημα βιωσιμότητάς του στο μέλλον.

«Η συνταξιοδοτική δαπάνη της χώρας είναι πολύ κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Θεωρώ ότι έχει διαμορφωθεί η πολιτική στήριξη σε ευρωπαϊκό επίπεδο, προκειμένου να αποφύγουμε τις περαιτέρω επιβαρύνσεις των συνταξιούχων», είπε. Πρόσθεσε, επίσης, ότι «το αποτέλεσμα των συζητήσεων θα αποτυπωθεί στον προϋπολογισμό του 2019 ο οποίος θα έρθει στη Βουλή τον Οκτώβρη. Έχουμε αποδείξει ότι αυτή η κυβέρνηση κάνει, ειλικρινά, ό,τι περνά από το χέρι της για την υποστήριξη των συνταξιούχων, όπως με την επιστροφή των παρανόμως παρακρατηθεισών εισφορών υγείας στα τέλη του 2017 και τη διανομή μερίσματος σε χαμηλοσυνταξιούχους» υπογράμμισε η κ. Αχτσιόγλου.

Για τον κατώτατο μισθό η υπουργός Εργασίας ανέφερε ότι εντάσσεται σε ένα από τα δύο μελήματα του υπουργείου στο πλαίσιο του σχεδιασμού που υπάρχει για αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων.

Αυτό θα γίνει με δύο τρόπους, όπως ανέφερε: ο ένας είναι η αύξηση του κατώτατου μισθού, για να αυξηθεί άμεσα το εισόδημα όσων αμείβονται με τον κατώτατο. «Η διαδικασία που υπάρχει και την οποία θα τηρήσουμε, απαιτεί μία σειρά από εκθέσεις που θα δοθούν από συγκεκριμένους επιστημονικούς φορείς, διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους και στο τέλος την απόφαση του Υπουργού Εργασίας για την αύξηση. Θα ξεκινήσουμε τη διαδικασία άμεσα».

Ο δεύτερος τρόπος υπογράμμισε η κ. Αχτσιόγλου είναι οι συλλογικές συμβάσεις, που επιτρέπουν να αυξάνονται οι μισθοί σε όλα τα μισθολογικά επίπεδα. «Αυτό το έχουμε ήδη νομοθετήσει και εξετάζουμε πια την επέκταση κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας».

Για την πορεία των εκκρεμών αιτήσεων συνταξιοδότησης η υπουργός δήλωσε ότι γίνεται εντατική δουλειά για την εκκαθάρισή τους, παρά την ακραία κατάσταση που παρελήφθη, όπως σημείωσε.

«Στις αρχές του 2015 παραλάβαμε 400.000 απλήρωτες συντάξεις στα συρτάρια μας. Σε αυτό να έχουμε υπόψη ότι κάθε μήνα προστίθενται και νέες. Αυτή τη στιγμή οι εκκρεμείς κύριες συντάξεις είναι 47.000 και τα εκκρεμή εφάπαξ είναι περίπου 27.000. Άρα καταλαβαίνετε ότι πάμε πολύ καλά και μέχρι τέλος του χρόνου θα τις έχουμε εκκαθαρίσει. Είναι θετικό το γεγονός ότι με το νέο σύστημα οι συντάξεις βγαίνουν αρκετά γρήγορα. Δηλαδή, εντός του 2017 από τις αιτήσεις που υποβλήθηκαν περίπου το 70% εκκαθαρίστηκε εντός του ίδιου έτους».

Για τις ασφαλιστικές εισφορές των μη μισθωτών υπογράμμισε ότι, με βάση τα ειδοποιητήρια που στέλνονται στους ελεύθερους επαγγελματίες, το 88% πληρώνει λιγότερα σε σχέση με το παλαιότερο σύστημα και ότι η συντριπτική πλειονότητα πληρώνει κάτω από 200 ευρώ το μήνα.

Σημείωσε μάλιστα ότι «για το 2019 έχουμε διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο άνω των 750 εκατ. ευρώ, με δεδομένη την επίτευξη του στόχου για πλεόνασμα 3,5%. Αυτά τα 750 εκατ. ευρώ θα διατεθούν σε φοροελαφρύνσεις, εισφοροελαφρύνσεις και κοινωνικές παροχές».

Τέλος, αναφερόμενη στο γεγονός της εξόδου της χώρας από τα μνημόνια τόνισε πως η δανειακή συνθήκη και τα μνημόνια «όπως τα γνωρίσαμε έχουν λάβει τέλος, είτε αρέσει είτε δεν αρέσει στην αξιωματική αντιπολίτευση».

Όπως υποστήριξε ο έλεγχος από τους εταίρους θα αφορά μόνο την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, καθώς και τις υποχρεώσεις που έχει η χώρα ως μέλος της ευρωζώνης και από τη μεταμνημονιακή εποπτεία που ακολουθήθηκε σε όλες τις χώρες που βγήκαν από μνημόνιο, υπογραμμίζοντας ότι τα μέσα για την επίτευξη των στόχων αφήνονται πλέον στην πολιτική ελευθερία της ελληνικής κυβέρνησης.