Τι κάνει, άραγε, έναν πολιτικό να υπερισχύει του αντιπάλου του; Σε περιόδους που δεν ακούγεται το μακρινό χλιμίντρισμα των αλόγων της ιστορίας, κάποιοι λένε «η ικανότητά του να σκέφτεται έξω από τα κουτάκια». Αυτόν τον τρόπο σκέψης φαίνεται πως κατόρθωσε να βρει ο Κυριάκος Μητσοτάκης από εκείνη τη Δευτέρα της τραγωδίας στην Ανατολική Αττική, όταν αποφάσισε την αντιπολιτευτική στρατηγική της ΝΔ απέναντι στην κυβέρνηση. Τα μεταπολιτευτικά ειωθότα θα επέβαλλαν η αξιωματική αντιπολίτευση να αδράξει την ευκαιρία για κορόνες, εκείνος όμως επέβαλε σιγή ασυρμάτου στο κόμμα του για τις τρεις μέρες του εθνικού πένθους. Και χαμηλά, για τα ελληνικά δεδομένα, ντεσιμπέλ έκτοτε. Με αποτέλεσμα να βραχυκυκλώσει τον πιο ισχυρό συριζαϊκό μηχανισμό, εκείνον της επικοινωνίας.

Οι γνωρίζοντες τα γαλάζια παρασκήνια επισημαίνουν πως από την πρώτη κιόλας σύσκεψη που έγινε στην Πειραιώς μετά τις πυρκαγιές, ο αρχηγός δέχθηκε εισηγήσεις για σκληρή γραμμή. Για αντιπολίτευση, δηλαδή, ας γιούζουαλ. Αποφάσισε, ωστόσο, να μην τις ακούσει. Και υπό μια έννοια για πρώτη φορά η ΝΔ προσαρμόστηκε στο στυλ του προέδρου της. Για τους παροικούντες την Πειραιώς το μεγαλύτερο κέρδος από αυτήν την απόφαση ήταν πως «εμφανιστήκαμε να αντιδρούμε με υπευθυνότητα, σαν να είμαστε κυβέρνηση». Στην πραγματικότητα, ωστόσο, το μεγαλύτερο κέρδος τους μοιάζει να είναι άλλο: Η κεντροδεξιά παράταξη δεν επέτρεψε έτσι στον ΣΥΡΙΖΑ να εφαρμόσει την προσφιλή του τακτική, να κατασκευάσει, δηλαδή, έναν εχθρό. Και να υλοποιήσει το αγαπημένο του δόγμα «η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση».

ΟΙ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΤΗΣ ΝΔ.

Οι ανακοινώσεις και τα non paper του Μαξίμου όλη αυτήν την περίοδο να ήταν στο συνηθισμένο μήκος κύματος. Την περασμένη Κυριακή, για παράδειγμα, η κυβερνητική απάντηση στο νεοδημοκρατικό αίτημα για μια συγγνώμη – επειδή ο Πρωθυπουργός απέκρυψε την ύπαρξη νεκρών στη λάιβ σύσκεψη στο κέντρο επιχειρήσεων της Πυροσβεστικής – και τη δημοσιοποίηση του ακριβούς αριθμού των αγνοουμένων ήταν: «Την ώρα που ακόμη ψάχνουμε τους νεκρούς μας, η ΝΔ με τα ΜΜΕ που την στηρίζουν έχουν επιδοθεί σε απίστευτη τυμβωρυχία με μόνο στόχο το πολιτικό όφελος». Η Πειραιώς, ωστόσο, προτιμούσε να θέτει ερωτήματα για τις αιτίες της καταστροφής, να μιλά για την ανάληψη πολιτικής ευθύνης που συνεπάγεται παραιτήσεις, να καταθέτει διά στόματος του προέδρου της προτάσεις ή να αποκαλύπτει έγγραφα που αποδομούν το κυβερνητικό αφήγημα με τις μπουλντόζες και τις «ευθύνες των προηγούμενων».

Παρά, λοιπόν, το κυβερνητικό ύφος, δυο από τις πρώτες μητσοτακικές κινήσεις ήταν πιστές στο μότο που υιοθέτησε από την αρχή «δεν είναι ώρα για αντιπαραθέσεις». Διάλεξε να τηλεφωνήσει ο ίδιος στον Πρωθυπουργό και να του προτείνει να ζητήσουν από κοινού από το Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος μια δωρεά για την Πυροσβεστική. Ή να στείλει επιστολή στον πρόεδρο της Κομισιόν ζητώντας του οικονομική ενίσχυση της Ελλάδας από τα ευρωπαϊκά κονδύλια. Αλλά κι όταν αποφάσισε να μιλήσει δημοσίως, στη συνέντευξη Τύπου της Τρίτης, δεν ονομάτισε μόνο όσους το κόμμα του θεωρεί υπεύθυνους για την ολιγωρία του κρατικού μηχανισμού, κατέθεσε και εννέα προτάσεις για την αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών.

ΟΙ ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ.

Παράλληλα, ακολούθησε ευλαβικά και τον νούμερο ένα κανόνα της πολιτικής διαχείρισης μιας φυσικής καταστροφής, αυτόν της επιτόπου επίσκεψης. Η λίστα, μάλιστα, με τα μέρη όπου βρέθηκε μεγαλώνει διαρκώς. Χθες, ας πούμε, πήγε στο πυροφυλάκιο του Βύρωνα. Είχαν προηγηθεί το Μάτι, το δημαρχείο Ραφήνας, το επιτελείο της Πυροσβεστικής που συντόνιζε την επιχείρηση στον Νέο Βουτζά, το Σισμανόγλειο, το ΕΚΑΒ, το Παίδων Αγία Σοφία, η αεροπορική βάση των Καναντέρ στην Ελευσίνα.

Με τις δημόσιες εμφανίσεις ο Μητσοτάκης πέτυχε και κάτι ακόμη. Φιλοτέχνησε το προφίλ του ευαίσθητου πολιτικού, εκείνου που ακούει τους πολίτες. Και κυρίως κάποιου που φαίνεται να είναι ειλικρινής όταν δηλώνει από το βήμα της συνέντευξης Τύπου: «Μέσα σε λίγες ώρες άκουσα πολύ και μίλησα λίγο γιατί έτσι έπρεπε να γίνει. Ποτέ όμως δεν έχω νιώσει τόσο άσχημα στη ζωή μου όπως την περασμένη Πέμπτη όταν πήγα στο καμένο οικόπεδο όπου χάθηκαν 26 συμπολίτες μας. Και αυτά που είδα εκεί θα με συνοδεύουν για πάντα και δεν θα τα ξεχάσω ποτέ». Οχι αμελητέο επίτευγμα αν αναλογιστεί κανείς πως το δυνατό σημείο του Τσίπρα ήταν πάντα η ικανότητά του να προσεγγίζει τον μέσο ψηφοφόρο.