Η συζήτηση που διεξάγεται πανευρωπαϊκά γύρω από το μεταναστευτικό ζήτημα υποφέρει πολύ από τον λαϊκισμό. Ενα μόνο παράδειγμα: η λαϊκιστική ιταλική κυβέρνηση καυχιέται πως έχει καταφέρει να μειώσει δραστικά, κατά 80%-85%, την παράτυπη μετανάστευση. «Από όταν ανέλαβε υπουργός Εξωτερικών ο Ματέο Σαλβίνι δεν υπάρχουν πια σχεδόν καθόλου αφίξεις στην Ιταλία. Τι πιστεύουν λοιπόν οι επαγγελματίες της ανικανότητας;», έσπευσε να χειροκροτήσει προ ημερών ο Ζακ Μεσιά, υψηλόβαθμο στέλεχος της γαλλικής Ακροδεξιάς. Τα στοιχεία δείχνουν πως οι αφίξεις μεταναστών στην Ιταλία πράγματι μειώθηκαν το πρώτο εξάμηνο του 2018 στις 13.010, έναντι 83.424 το αντίστοιχο χρονικό διάστημα του 2017. Πρόκειται για μείωση μεγαλύτερη του 84%. Μόνο που ο κυβερνητικός συνασπισμός Λέγκας – Γκριλίνι ανέλαβε τα ηνία… την 1η Ιουνίου. Και στην πραγματικότητα, οι αφίξεις είχαν αρχίσει να καταγράφουν σημαντική μείωση ήδη από τον Ιούλιο του 2017, για τον απλό λόγο πως ήταν η προηγούμενη, κεντροαριστερά κυβέρνηση αυτή που σκλήρυνε τη μεταναστευτική πολιτική της Ιταλίας, με την υποστήριξη της ΕΕ.

Για αυτό έχουν σημασία τα στοιχεία. Γιατί διαλύουν τις πολλές εσφαλμένες εντυπώσεις που καλλιεργούν οι απανταχού λαϊκιστές. Για αυτό και έχει ενδιαφέρον η έρευνα γύρω από τους μετανάστες στην Ευρώπη που δημοσίευσε χθες το Politico, αντλώντας πληροφορίες τόσο από τη δική του επαγγελματική βάση δεδομένων όσο και από τη Frontex, τη Eurostat και το Ευρωβαρόμετρο. Οι πίνακες είναι αδιάσειστοι.

Ο αριθμός των νέων αφίξεων στην Ευρώπη είναι σήμερα ένα κλάσμα του αριθμού των αφίξεων στην κορύφωση της μεταναστευτικής κρίσης, το 2015 –το θέμα όμως εξακολουθεί να προκαλεί ρήγματα και διχασμούς στην Ευρώπη, καθορίζοντας συχνά την πολιτική ατζέντα. Συχνά, μάλιστα, εκείνοι που γκρινιάζουν περισσότερο, αρνούμενοι να επωμιστούν ακόμη και ένα ελάχιστο μερίδιο του ευρωπαϊκού βάρους, είναι εκείνοι που δεν έχουν κανένα βάρος στις πλάτες τους ούτως ή άλλως: Τσεχία, Ουγγαρία, Πολωνία, Σλοβακία, οι χώρες της ομάδας του Βίζεγκραντ, έχουν ιδιαίτερα μικρά ποσοστά αλλοδαπών γεννημένων σε κράτη εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης: 2,5% η Τσεχία, 1,9% η Ουγγαρία, 1,1% η Πολωνία, μόλις 0,6% η Σλοβακία.

Υπάρχει όμως ένας συγκριτικός πίνακας του Ευρωβαρόμετρου που αποτυπώνει με τον καλύτερο τρόπο την απόκλιση ανάμεσα στον φόβο και την πραγματικότητα: δείχνει από τη μία πλευρά τις εκτιμήσεις που κάνουν οι πολίτες όσον αφορά το ποσοστό των μη ευρωπαίων αλλοδαπών στη χώρα τους και από την άλλη, τα πραγματικά ποσοστά. Μόνο σε μία χώρα συμπίπτουν αυτά τα δύο –στην Κροατία. Και μόνο σε μία άλλη χώρα είναι χαμηλότερη η εκτίμηση από την πραγματικότητα –στην Εσθονία. Κατά μέσο όρο, η εκτίμηση των πολιτών είναι διπλάσια από το πραγματικό ποσοστό. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, οι πολίτες νομίζουν πως 18,1% όσων βρίσκονται στη χώρα είναι μη ευρωπαίοι αλλοδαποί, ενώ το πραγματικό ποσοστό είναι 8,5%. Στην Αυστρία, τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 20,1% και 10%. Στην Ελλάδα, οι πολίτες νομίζουν πως 20% των κατοίκων είναι αλλοδαποί εκτός ΕΕ, ενώ το πραγματικό ποσοστό είναι 8,1%.

Στην Ιταλία, η εκτίμηση των πολιτών είναι 3,5 φορές μεγαλύτερη από την πραγματικότητα: 24,6% νομίζουν οι πρώτοι, 6,7% είναι το πραγματικό ποσοστό. Σε κάποιες χώρες, ωστόσο, οι πολίτες φτάνουν να πενταπλασιάζουν (Ουγγαρία, Τσεχία), να δεκαπλασιάζουν (Πολωνία, Ρουμανία) ή και να… δεκατετραπλασιάζουν (Σλοβακία) το πραγματικό ποσοστό. Το πιθανότερο είναι, σε κάθε περίπτωση, ότι δεν θα δουν ποτέ (ή δεν θα πιστέψουν ποτέ) αυτόν τον πίνακα.

100.000 οι νέοι έλληνες γκασταρμπάιτερ

Νέα γενιά… γκασταρμπάιτερ δημιούργησε η κρίση, καθώς η αύξηση των Ελλήνων που αναζήτησαν δουλειά στη Γερμανία αυξήθηκε θεαματικά.

Σύμφωνα με έρευνα της γερμανικής Ομοσπονδιακής Στατιστικής Υπηρεσίας (Destatis), το 2009, δηλαδή τη χρονιά που ξέσπασε η κρίση στην Ελλάδα, ο αριθμός των ανθρώπων με ελληνικές ρίζες στη Γερμανία ανερχόταν στις 341.000. Το 2017, εννέα χρόνια αργότερα, ο αριθμός τους αυξήθηκε κατά 28% στις 438.000. Η δραματική οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα, δηλαδή, ανάγκασε περίπου 100.000 Ελληνες να μεταναστεύσουν στη Γερμανία μέσα σε μία οκταετία.

Σύμφωνα με τη νεότερη έρευνα της Destatis, η πληθυσμιακή ομάδα με ελληνικές ρίζες αποτελείται από 243.000 άνδρες και 196.000 γυναίκες. Από το σύνολό τους οι 278.00 έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα και οι 160.000 στη Γερμανία. 73.000 είναι μέχρι 14 ετών, 300.000 είναι μεταξύ 15 και 64 ετών και 65.000 είναι άνω των 65 ετών. Ο μέσος όρος ηλικίας ανέρχεται στα 40,1 έτη. Από τα 438.000 άτομα με ελληνικές καταβολές, 273.000 έχουν σχολικό απολυτήριο, 88.000 βρίσκονται σε προσχολική ή σχολική ηλικία και 75.000 δεν έχουν σχολικό απολυτήριο. 52.000 διατηρούν τόσο την ελληνική όσο και τη γερμανική υπηκοότητα.

Τέλος, από τα 438.000 άτομα με ελληνικό υπόβαθρο, μόλις 11.000 ζουν στο έδαφος της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. Από αυτούς που διαμένουν στα κρατίδια της Δυτικής Γερμανίας, 140.000 είναι δηλωμένοι στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, 96.000 στη Βάδη-Βυρτεμβέργη, 90.000 στη Βαυαρία, 39.000 στην Εσση, 28.000 στο κρατίδιο του Ζάαρ και 13.000 στη γερμανική πρωτεύουσα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στη Γερμανία από τους σχεδόν 82 εκατομμύρια κατοίκους, τα 19,3 εκατομμύρια έχουν μεταναστευτικό υπόβαθρο.