Ο Νίκος Τόσκας εξέτασε ενδελεχώς τι έπρεπε και τι δεν έπρεπε να γίνει κατά την εθνική τραγωδία στην Ανατολική Αττική, γνωμάτευσε ότι ο ίδιος δεν φέρει την παραμικρή ευθύνη, αλλά επειδή δεν θέλησε να εκληφθεί η γνωμάτευσή του ως άκομψη πρόφαση ή συγκαλυμμένη ευθυνοφοβία, έθεσε την παραίτησή του στη διάθεση του Αλέξη Τσίπρα. Φαίνεται πως ο Πρωθυπουργός συμφώνησε με τη γνωμάτευση του υπουργού του –ότι δεν φέρει, δηλαδή, καμία ευθύνη ο τελευταίος –και με μια ξαφνική έκλαμψη ορθού λόγου, από εκείνες που σπανίως φωτίζουν την κρίση του, αποφάσισε να μην κάνει δεκτή την παραίτηση. Κατόπιν ο Πρωθυπουργός δήλωσε ότι αναλαμβάνει ο ίδιος την πολιτική ευθύνη στο ακέραιο, αλλά θεώρησε πως αυτή η δήλωση είναι υπεραρκετή και δεν χρειάζεται να συνοδεύεται από τη δική του παραίτηση. Ποτέ άλλοτε η λέξη «ευθύνη» δεν ακούστηκε πιο ασήμαντη από όσο ακούστηκε τις προηγούμενες ημέρες. Πιο κούφια και από ένα άδειο τσόφλι.

Από το «mea culpa» το καλοκαίρι του 1988 που έβγαλε με το τσιγκέλι ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης από τα χείλη του Ανδρέα Παπανδρέου έως τις επανορθωτικές δηλώσεις βουλευτών με ευτράπελα μισόλογα υπό τη δαμόκλειο σπάθη διαγραφής, παρατηρούμε ότι διαχρονικά οι πολιτικοί μας διακρίνονται από μια δυστοκία όσον αφορά την παραδοχή προσωπικών τους σφαλμάτων και σχεδόν ποτέ δεν συνοδεύουν αυτή την παραδοχή από μια πολύ απλή, πολύ ανθρώπινη συγγνώμη. «Τυχαίο; Δεν νομίζω» όπως έλεγε και ο Θοδωρής Τσεκούρας στη γνωστή σειρά διαφημίσεων. Εάν μάλιστα διασταυρώσουμε την αμίμητη ατάκα του (όπου παρωδούσε, ειρήσθω εν παρόδω, τη συνωμοσιολάγνα ροπή του Νεοέλληνα και την επίφαση επιστημοσύνης στην παράνοιά του) με το αθάνατο σουξέ της Τζένης Βάνου «Αν είναι η αγάπη αμαρτία», θα καταλήξουμε αναπόφευκτα στο συμπέρασμα ότι η παραδοχή του σφάλματος και η παρεπόμενη συγγνώμη εκλαμβάνονται ως μεγαλύτερες αδυναμίες από τη συγκάλυψη του σφάλματος και τη γαϊδουρινή εμμονή στο αλάθητο.

Πώς φθάσαμε σε αυτό το σημείο; Ποιος ήρξατο χειρών αδίκων; Ο πολίτης ή ο πολιτικός; Ο ψηφοφόρος ή ο εκπρόσωπός του; Εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να δώσουμε σε έναν από τους δύο το προβάδισμα των ευθυνών, καθώς οι ευθύνες τους κυριολεκτικά και αέναα ανατροφοδοτούνται. Ο πολιτικός κολακεύει τον πολίτη για την αλάνθαστη κρίση του, διότι γνωρίζει ότι ο πολίτης, ως ανασφαλής νάρκισσος (νεοελληνική πατέντα και αυτό το οξύμωρο!), έχει απόλυτη ανάγκη της κολακείας και είναι έτοιμος να επιβραβεύσει τον κόλακα στην κάλπη, αλλά και να τιμωρήσει ταυτόχρονα όποιον –αυτόχειρα; –πολιτικό δείχνει να αμφισβητεί την κρίση του ή να τη χλευάζει (οπότε και ο πολιτικός είναι όμηρος αυτού του εκβιασμού –ο φαύλος κύκλος που λέγαμε…). Ο πολίτης, με τη σειρά του, δύσκολα θα αμφισβητήσει τη δική του ευθυκρισία, αφ’ ης στιγμής την αναγνωρίζουν οι πάντες. Αφού, να, το λένε όλοι: είναι αδύνατον να κάνει λάθος. «Πώς να γίνω άσχημη εγώ; Γίνεται να γίνω άσχημη εγώ;» για να θυμηθούμε και την αλησμόνητη Αλίκη Βουγιουκλάκη.

Προσέξτε τώρα πόσο όμορφα κυλάει το πράγμα. Με το «σφάλμα» εξόριστο από το λεξιλόγιο τόσο του πολίτη όσο και του πολιτικού και την παραδοχή του ως χειρότερη αδυναμία από το χτυποκάρδι στη θέα σοκολάτας, η πολιτική μας σκηνή είναι καταδικασμένη εις το διηνεκές να ανεβάζει μελοδράματα. Εμείς ποτέ δεν κάνουμε λάθος. Οι άλλοι μάς προδίδουν. Ωστόσο, σε ένα τόσο macho περιβάλλον, όπου η συγγνώμη είναι συνώνυμη με τη θηλυπρέπεια, η πρώτη που την πληρώνει είναι η ποιότητα της ζωής μας. Ενίοτε και η ζωή μας η ίδια.