Είναι, αναμφίβολα, η πιο αδύναμη από τις τρεις γυναικείες κωμωδίες του Αριστοφάνη –οι άλλες δύο είναι η «Λυσιστράτη» και οι «Εκκλησιάζουσες»: στις «Θεσμοφοριάζουσες» τόσο το θέμα όσο και η πλοκή δεν διαθέτουν την αντίστοιχη δυναμική, κι αυτό καθιστά πιο δύσκολο αλλά και πιο προκλητικό το ανέβασμά της.

Γραμμένη το 411 π.Χ., βάζει στο στόχαστρο τον Ευριπίδη και την αντιπάθειά του προς τις γυναίκες. Γι’ αυτό και το βασικό μοτίβο της αριστοφανικής κωμωδίας είναι η αντιπαλότητά του με τις γυναίκες, που κορυφώνεται στη διάρκεια των Θεσμοφορίων –τη μεγάλη γιορτή των γυναικών. Εκεί θα προσπαθήσει να παρεισφρήσει δι’ αντιπροσώπου ο Ευριπίδης. Μετά την αρχική άρνηση του Αγάθωνα (τραγωδός, 446-400 π.Χ.) να διακινδυνεύσει για χάρη του ομότεχνού του, ο Μνησίλοχος, που είναι και συγγενής του Ευριπίδη, είναι εκείνος που θα αποδεχτεί την πρόταση – πρόσκληση: θα ντυθεί γυναίκα για να υποστηρίξει τον τραγικό ποιητή στη γιορτή όπου η παρουσία ανδρών τιμωρείται με ποινή θανάτου….

ΜΕΤΑΜΦΙΕΣΕΙΣ. Ιδιαίτερο είναι το ενδιαφέρον αυτής της κωμωδίας στη μεταμφίεση –σε όλες τις μορφές της, με αφετηρία εκείνη του Μνησίλοχου αλλά και των υπόλοιπων ανδρών με τη «γυναικωτή» παρουσία. Η επί σκηνής διαδικασία μεταμόρφωσης του Μνησίλοχου σε γυναίκα δίνει και το έναυσμα για να διακωμωδήσει ο Αριστοφάνης τις γυναικείες συνήθειες, ξεκινώντας από την αποτρίχωση. Ενώ παράλληλα επιτρέπει στον ήρωά του να απελευθερωθεί υποκριτικά και να ξετυλίξει το κωμικό γαϊτανάκι που θα ακολουθήσει.

Ως προς τη συνέχεια της υπόθεσης, ο Μνησίλοχος αποκαλύπτεται και ο Ευριπίδης προσπαθεί να τον σώσει, ενώ έχουν μεσολαβήσει πολλά κωμικά περιστατικά ανάμεσα στις γυναίκες, που εκθέτουν τελικά και τα δύο φύλα…

Το σκηνικό, απλωμένο στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, πέρα και πίσω από τη σκηνή, δίνει εξαρχής το στίγμα μιας παράστασης όπου η υψηλή αισθητική δεσπόζει, μακριά από τις αυτονόητες, συχνά – πυκνά, χοντροκοπιές που ακολουθούν τις κωμωδίες του Αριστοφάνη στα σύγχρονα ελληνικά ανεβάσματα. Λιτότητα στις γραμμές, έντονα χρώματα –δύο στοιχεία που θα αποδειχτούν καθοριστικά και στα κοστούμια του θιάσου (με τη σφραγίδα – εγγύηση του Αγγελου Μέντη) -, ήχοι διακριτικοί και κίνηση εξαιρετικά ρευστή (από τις καλύτερες δουλειές της Σεσίλ Μικρούτσικου).

Αυτές οι «Θεσμοφοριάζουσες», ενορχηστρωμένες σκηνοθετικά από τον Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο, απέδειξαν πως το μέτρο και η ποιότητα ταιριάζουν στον Αριστοφάνη –χωρίς χυδαιότητες και περιττές επιθεωρησιακές προσαρμογές στο σήμερα. Μια παράσταση που, ακολουθώντας το κείμενο, έδωσε σημασία στην κάθε μικρή και μεγάλη λεπτομέρεια, μην αφήνοντας περιθώριο παραφωνίας. Καθοριστική η συμβολή της διαυγούς μετάφρασης του Παντελή Μπουκάλα, αλλά και οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη, που σε κάποιες στιγμές είχαν πρωταγωνιστική σημασία.

ΟΙ ΗΘΟΠΟΙΟΙ. Ο Μάκης Παπαδημητρίου ερμήνευσε τον Μνησίλοχο με οδηγό το πηγαίο του ταλέντο και τη σκηνική του άνεση. Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος έπαιξε τον Ευριπίδη ακροβατώντας ανάμεσα στη σοβαρότητα και τη γελοιότητα που του προσέδωσε ο Αριστοφάνης και ο Γιώργος Παπαγεωργίου στους τρεις ρόλους του (υπηρέτης του Αγάθωνα, Κλεισθένης, Πρύτανης) δεν άφησε ανεκμετάλλευτες τις ευκαιρίες για να αναδείξει τις υποκριτικές του πτυχές.

Τέλος, ο Γιώργος Χρυσοστόμου σόλαρε κυριολεκτικά στον ρόλο του Αγάθωνα, με ένα μείγμα υψηλής υποκριτικής και αμεσότητας –όπως και στη συνέχεια ως Τοξότης.

Ο Χορός των γυναικών, μέσα στα κίτρινα κοστούμια σε γραμμή τραπέζιου με τα διαφορετικά μοτίβα για την καθεμία, είχε έναν άρτιο συγχρονισμό και έναν άμεσο διάλογο με τη μουσική του Νίκου Κυπουργού.