Eναν σωρό σκουπιδιών πίστευε ότι αγόρασε έναντι 15.000 δολαρίων και βρέθηκε μπροστά σε μια μικρή συλλογή έξι έργων του εξπρεσιονιστή ζωγράφου Βίλεμ ντε Κούνινγκ. Συλλογή που μεταφράζεται σε αρκετές δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες, εκατομμύρια δολάρια, αν κρίνει κάποιος ότι σε δημοπρασία του 2016 από τον οίκο Κρίστις έργο του της δεκαετίας του 1970 ξεπέρασε τα 66 εκατ. δολάρια.

Ολα ξεκίνησαν όταν ο Ντέιβιντ Κίλεν, ιδιοκτήτης γκαλερί στο Τσέλσι, δέχθηκε να ρίξει μια ματιά σε έναν αποθηκευτικό χώρο στην ακριβή περιοχή Χο Χο Κους του Νιου Τζέρσεϊ, το περιεχόμενο του οποίου προσφερόταν προς πώληση. Οι προσδοκίες του δεν ήταν μεγάλες για δύο λόγους. Ο πρώτος ήταν πως είχε προηγηθεί προσφορά να αγοράσει το περιεχόμενο σε πολύ γνωστό οίκο δημοπρασιών (ο γκαλερίστας δεν τον κατονομάζει), την οποία είχε απορρίψει, οπότε ο 59χρονος Ντέιβιντ Κίλεν ήταν προκατειλημμένος ότι δεν θα υπήρχε κάποιο ενδιαφέρον. Και ο δεύτερος ήταν όταν βρέθηκε ενώπιον του περιεχομένου της ντουλάπας. «Κατά βάση μου έδειξαν ένα σωρό από σκουπίδια. Με την πρώτη ματιά δεν είδα τίποτα καλό» λέει ο γκαλερίστας, ο οποίος όταν άνοιξε την ντουλάπα παρατήρησε ορισμένες μεγάλες κούτες στις οποίες αναγραφόταν το όνομα Ντε Κούνινγκ. «Πόσες πιθανότητες υπήρχαν να βρω αυθεντικά έργα Ντε Κούνιγνκ σε μια ντουλάπα; Είναι ανήκουστο!» δηλώνει σήμερα.

Ο χώρος όπου εντοπίστηκαν τα έργα ανήκε στον Οριν Ρίλεϊ, ο οποίος εργαζόταν ως συντηρητής έργων τέχνης αρχικά στο μουσείο Γκούγκενχαϊμ και είχε συντηρήσει αρκετά έργα του εξ Ολλανδίας ορμώμενου ζωγράφου που άρχισε να καταξιώνεται μετά τα 40 του χρόνια. Οταν πέθανε, το 1986, ανέλαβε τα ηνία της επιχείρησής του η σύντροφός του, Σούζαν Σνάιτσερ, η οποία σκοτώθηκε από απορριμματοφόρο όχημα το 2009, ενώ διέσχιζε τον δρόμο.

Η ΔΙΑΘΗΚΗ. Οι εκτελεστές της διαθήκης της Σνάιτσερ –κατά βάση φίλοι της από το Νιου Τζέρσεϊ –είχαν μεταξύ άλλων την υποχρέωση να φροντίσουν για την τύχη των έργων. Επιχείρησαν να επικοινωνήσουν με ορισμένους από τους ιδιοκτήτες που είχαν αφήσει τα έργα τους για συντήρηση, ωστόσο και πάλι έμειναν στα χέρια τους περίπου 200 έργα. Μη γνωρίζοντας τον θησαυρό που είχε περιέλθει στην κατοχή τους και πιστεύοντας ότι όσα βρίσκονταν στην κούτα πρόκειται για πολλαπλά του Ντε Κούνινγκ άρχισαν να αναζητούν πιθανούς αγοραστές, καθώς το ενοίκιο του χώρου άρχισε να γίνεται δυσβάσταχτο.

Κι αν οι εκτελεστές της διαθήκης δεν είχαν ιδέα για την πιθανή αξία των έργων που πωλούσαν, το χέρι του στη φωτιά δεν έβαζε ούτε ο νέος αγοραστής, καθώς τα έργα δεν είναι υπογεγραμμένα. Το Ιδρυμα Βίλεμ Ντε Κούνινγκ που έχει έδρα στο Μανχάταν και διαχειρίζεται το έργο του καλλιτέχνη δεν πιστοποιεί την αυθεντικότητα έργων του. Γι’ αυτό και ο Κίλεν κατέφυγε στον ειδικό στη συντήρηση έργων τέχνης Λόρενς Καστάνια, που δούλευε ως βοηθός στο εργαστήριο του ζωγράφου και της συζύγου του, επίσης ζωγράφου Ελέιν ντε Κούνινγκ, ενώ συνεργαζόταν και με τον Ρίλεϊ. Εκείνος απεφάνθη ότι τα έργα ανήκουν στον Ντε Κούνινγκ πέραν πάσης αμφιβολίας και τα χρονολογεί στη δεκαετία του 1970, την εποχή δηλαδή που φαίνεται να ενδιαφέρει ιδιαιτέρως τους συλλέκτες, αν κρίνει κάποιος από τα αποτελέσματα των δημοπρασιών.

Τα έργα θα παρουσιαστούν σήμερα επισήμως και θα διατεθούν προς πώληση το φθινόπωρο, ενώ ο τυχερός γκαλερίστας εκτιμά ότι μεταξύ άλλων εντόπισε στα «σκουπίδια» που αγόρασε κι ένα έργο των αρχών του 20ού αιώνα του γερμανοελβετού ζωγράφου Πάουλ Κλέε. Αν τελικώς αποδειχθεί πως πρόκειται για αυθεντικά έργα, η παρουσία τους εκτιμάται ότι θα ταράξει τα νερά της αγοράς τέχνης.