Ο τυφώνας Τραμπ δεν σταματά. Μετά την ταραχώδη επίσκεψή του στην Ευρώπη που προκάλεσε πολλές αντιδράσεις και την προσπάθειά του να πάρει κάποιες από τις προκλητικές του δηλώσεις πίσω, κυρίως σχετικά με τον ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν, το νέο μέτωπο που ανοίγει είναι με τον πρώην δικηγόρο του, έναν άνθρωπο που φαίνεται να γνωρίζει πολλά για το παρελθόν του αμερικανού προέδρου. Την ίδια ώρα, πληθαίνουν οι υπόνοιες ότι και άλλος σύμβουλος του Τραμπ είχε διασυνδέσεις με τη Ρωσία.

Μία μέρα αφότου έγινε γνωστό ότι ο πρώην δικηγόρος του Μάικλ Κοέν ηχογραφούσε μυστικά συνομιλία τους στην οποία ανέφεραν ότι πρέπει να πληρώσουν ένα χρηματικό ποσό προκειμένου να μη γίνει γνωστή η ερωτική σχέση του Τραμπ με ένα πρώην μοντέλο του «Playboy», ο αμερικανός πρόεδρος έσπευσε να δηλώσει ότι δεν έχει κάνει κάτι παράνομο. Σε tweet ανέφερε ότι «ίσως ήταν παράνομο» να ηχογραφεί ένας δικηγόρος τον πελάτη του, κάτι που διέψευσε ο δικηγόρος του δικηγόρου του. «Είναι αδιανόητο η κυβέρνηση να εισβάλλει στο γραφείο ενός δικηγόρου» πρόσθεσε ο Τραμπ αναφερόμενος στην έφοδο ανδρών του FBI στο γραφείο του Μάικλ Κοέν τον περασμένο Απρίλιο –οπότε και βρέθηκαν οι ηχογραφημένες συνομιλίες. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ απευθύνθηκε και στους οπαδούς του, προσθέτοντας: «Μην ανησυχείτε, όμως. Τα καλά νέα είναι ότι ο αγαπημένος σας πρόεδρος δεν έκανε κάτι παράνομο».

Ο νυν δικηγόρος του Τραμπ και πρώην δήμαρχος της Νέας Υόρκης Ρούντι Τζουλιάνι δήλωσε ότι ο Κοέν είχε ηχογραφήσει μια συνομιλία με τον Τραμπ τον Σεπτέμβριο, δύο μήνες πριν από τις εκλογές του 2016, στην οποία συζητούσαν το πώς θα εξαγοράσουν τα δικαιώματα της ιστορίας του πρώην μοντέλου του «Playboy» Κάρεν ΜακΝτούγκαλ, η οποία δήλωνε πως είχε ερωτική σχέση με τον Τραμπ. Οπως έγινε γνωστό, η συζήτηση διημείφθη στο γραφείο του Τραμπ και ο Κοέν χρησιμοποίησε μια κρυμμένη συσκευή για να την ηχογραφήσει. Στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης είναι νόμιμο να ηχογραφηθεί συζήτηση εάν το αποφασίσει ο ένας από τους δύο εμπλεκομένους.

Πριν από τις εκλογές, το επιτελείο του Τραμπ είχε διαψεύσει πως είχε γνώση οποιασδήποτε οικονομικής συναλλαγής με την ΜακΝτούγκαλ, όμως η ηχογραφημένη συζήτηση το ανατρέπει. Ο Τζουλιάνι ισχυρίζεται πως η συζήτηση αφορούσε πληρωμή προς την εταιρεία που έχει τη σκανδαλοθηρική εφημερίδα «National Inquirer», προκειμένου να αγοραστεί η ιστορία της ΜακΝτούγκαλ και να μη δημοσιευθεί. Η γυναίκα έχει αφηγηθεί ότι ξεκίνησε τη σχέση της με τον Τραμπ το 2006, λίγο καιρό αφότου η σύζυγός του Μελάνια γέννησε τον γιο τους. Η σχέση διήρκεσε έναν χρόνο. Πούλησε την ιστορία τους έναντι 150.000 δολαρίων τον Αύγουστο του 2016, εν μέσω της προεκλογικής εκστρατείας, αλλά δεν δημοσιεύθηκε ποτέ. Ο πρόεδρος της εταιρείας είναι φίλος του Τραμπ και αγοράζοντας την ιστορία εξασφάλισε ότι η γυναίκα δεν θα μπορούσε να την πουλήσει κάπου αλλού.

Εκτός από αυτό το θέμα που πλήττει την ήδη τρωθείσα αξιοπιστία του αμερικανού προέδρου, τα αμερικανικά ΜΜΕ αποκάλυψαν ότι το FBI υποψιαζόταν, πριν από την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, ότι πρώην σύμβουλος της προεκλογικής εκστρατείας του είχε διασυνδέσεις με τη Ρωσία. Ο Κάρτερ Πέιτζ, σύμβουλος εξωτερικής πολιτικής της ομάδας του Τραμπ στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, κατονομάζεται σε έγγραφο της νομικής υπηρεσίας που είναι επιφορτισμένη με τον έλεγχο της επιτήρησης των ξένων υπηρεσιών πληροφοριών, με ημερομηνία τον Οκτώβριο του 2016, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσαν οι «New York Times».

«Το FBI πιστεύει πως ο Πέιτζ συνεργαζόταν και συνωμοτούσε με τη ρωσική κυβέρνηση», κατά το κείμενο αυτό που συνέταξε πράκτορας της ομοσπονδιακής αστυνομίας, μεγάλο τμήμα του οποίου λογοκρίθηκε προτού δημοσιοποιηθεί. Η Ρωσία κατηγορείται από τις υπηρεσίες πληροφοριών ότι αναμείχθηκε στις προεδρικές εκλογές του 2016 στις Ηνωμένες Πολιτείες και για τις σχέσεις συμβούλων του Τραμπ με τη Ρωσία διεξάγεται ειδική έρευνα. Η δημοσιοποίηση των εγγράφων αυτών γίνεται λίγες ημέρες αφότου απαγγέλθηκαν κατηγορίες από τον ειδικό εισαγγελέα σε δώδεκα πράκτορες των ρωσικών υπηρεσιών πληροφοριών για παραβίαση των υπολογιστών του Δημοκρατικού Κόμματος.

Η παρακολούθηση του Κάρτερ Πέιτζ είχε γίνει τον περασμένο Φεβρουάριο αντικείμενο έντονης αντιπαράθεσης μεταξύ Ρεπουμπλικανών και Δημοκρατικών στο αμερικανικό Κογκρέσο. Το Ρεπουμπλικανκό Κόμμα υποστήριζε πως το FBI στηρίχθηκε για αυτή την επιχείρηση παρακολούθησης σε παραγγελία που χρηματοδότησαν το Δημοκρατικό Κόμμα και η ομάδα της προεκλογικής εκστρατείας της Χίλαρι Κλίντον. Οι «New York Times» αναφέρουν πως ένας δικαστής είχε εγκρίνει το αρχικό έγγραφο για τις τηλεφωνικές υποκλοπές, έγκριση η οποία ανανεώθηκε τρεις φορές από άλλους δικαστές. Το FBI στο έγγραφο αυτό δηλώνει πως πιστεύει «ότι οι προσπάθειες της ρωσικής κυβέρνησης συντονίζονται με τον Πέιτζ και πιθανόν και άλλα πρόσωπα που συνδέονται με την εκστρατεία του Υποψηφίου #1», μια αναφορά στον Τραμπ.