«Ο Μακράκης μού πρότεινε ένα δίσκο με τραγούδια του Σπανού. Ξετρελάθηκα από την πρώτη φορά που άκουσα τη «Μαρκίζα», το «Ανθρωποι μονάχοι», το «Ώρα αναχωρήσεως»… Στο «Ναύτη» κόλλησα. Τον έβλεπα «λίγο» μέσα στ’ άλλα τραγούδια. Τα τσιφτετελογύφτικα όπως και τα σπαραξικάρδια με τους λυγμούς τα σνομπάραμε εμείς τότε. Μέχρι στο στούντιο που ηχογραφούσαμε δεν το ‘λεγα καλά γιατί δε μ’ άρεσε. Και μου φώναζε ο Γιάννης «πες το καλά, γιατί αυτό θα γίνει επιτυχία». Είχε δίκιο». Αν η μισή ιστορία του ελληνικού τραγουδιού είναι φτιαγμένη από μεγάλες επιτυχίες, τραγούδια που πέρασαν στη συλλογική συνείδηση με το πρώτο άκουσμα, η άλλη μισή περιλαμβάνει τα τραγούδια της «δεύτερης γραμμής». Η αφήγηση της Βίκυς Μοσχολιού (από το ένθετο στην επανέκδοση του άλμπουμ «Η Βίκυ Μοσχολιού τραγουδά Σπανό», Lyra, 1994) θυμίζει ότι το άτυπο θεώρημα βρίσκει απόλυτη εφαρμογή στα τραγούδια του Μάνου Ελευθερίου, ο οποίος έφυγε από τη ζωή χθες σε ηλικία 80 ετών από καρδιοαναπνευστική ανακοπή. Για κάθε «Μαρκίζα» του υπάρχει μια σπαρακτική «Βροχή» («Ξένος περνάς και σαν ξένος τι σε νοιάζει/ που μια ζωή έχει πια κομματιαστεί») και πίσω από τα «Παραπονεμένα λόγια» κρύβεται «Ενας άπονος αγέρας» («Μου ‘πες κάποτε μια λέξη/ όταν ζούσα μοναχός/ κι ήτανε σα να ‘χε βρέξει/ δυο μερόνυχτα ο Θεός»).

Σ’ αυτή την πλούσια παρακαταθήκη των 400 και πλέον τραγουδιών, τα τραγούδια «της δεύτερης γραμμής» είναι ισότιμα με όσα έκοψαν πρώτα το νήμα της μαζικής και ραδιοφωνικής απήχησης. Πολλά από αυτά παραμένουν υπομονετικά στο μισοσκόταδο για τη δεύτερη ευκαιρία που τους αναλογεί και άλλα, πιο «ηρωικά», τη διεκδικούν χωρίς να εντάσσονται σε κάποιο «ύφος» ή σε άλλη ετικέτα. Είναι φτιαγμένα, άλλωστε, με τα ίδια υλικά, καθώς ο Ελευθερίου –όπως και ο Γκάτσος –δεν προδίδει ποτέ την καταγωγή της μουσικής μνήμης του: τα δημοτικά τραγούδια, τη μελέτη του λαϊκού στίχου, το βιωμένο χιούμορ, την εικονοποιία της ελληνικής επαρχίας, το μετεμφυλιακό αίμα που συνεχίζει να στάζει, τις αναμνήσεις από το θέατρο («Κι είδα τους επιτάφιους/ χαμένων θεατρίνων/ ντυμένους αυτοκράτορες/ με ψεύτικα σπαθιά»).

ΟΙ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΙ ΣΥΝΘΕΤΕΣ. Την τέχνη της στιχουργικής του εμπιστεύτηκαν οι μεγαλύτεροι συνθέτες σε ορισμένους από τους σημαντικότερους κύκλους τραγουδιών. Με τον Μίκη Θεοδωράκη συνεργάστηκε στα «Λαϊκά» (1971), στα «Τραγούδια του αγώνα» (1971), στην «Αρκαδία 2» (1969) και «Αρκαδία 3», (1969), στη «Νύχτα θανάτου» (1974), στο «Μήπως ζούμε σ’ άλλη χώρα;» (1991), στην «Πολιτεία Γ’» (1994), στην «Πολιτεία Δ’» (1996) κ.α. Στο «Οδοιπόρος, το μεθυσμένο κορίτσι και ο Αλκιβιάδης» (1973) του Μάνου Χατζιδάκι έδωσε τέσσερα τραγούδια, με τον Δήμο Μούτση συνεργάστηκαν στον «Αγιο Φεβρουάριο» (1971), με τον Γιάννη Μαρκόπουλο στη «Θητεία» και στο «Σεργιάνι στον κόσμο», με τον Θάνο Μικρούτσικο στα «Τροπάρια για φονιάδες» (1977), με τον Ηλία Ανδριόπουλο στα «Γράμματα στον Μακρυγιάννη και άλλα λαϊκά» (1979). Αριστουργηματικά τραγούδια του έχουν μελοποιήσει ο Σταύρος Κουγιουμτζής (στην περίπτωση αυτή, δίπλα στο εκτός συναγωνισμού «Του κάτω κόσμου τα πουλιά» στέκει το «Σα σβησμένο καρβουνάκι»), ο Βασίλης Δημητρίου, ο Θέμης Ανδρεάδης, ο Χρήστος Νικολόπουλος, ο Θανάσης Πολυκανδριώτης (τα επίσης αριστουργηματικά «Κουρέλια», ανάμεσά τους), ο Γιώργος Χατζηνάσιος, ο Σταμάτης Κραουνάκης. Την ίδια γενναιοδωρία πάντως αναγνωρίζουν και συνθέτες ή τραγουδοποιοί της νεότερης γενιάς για άλμπουμ των οποίων έγραψε στίχους, από τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, τον Κώστα Λειβαδά και τον Γιώργο Ανδρέου ώς τον Νεοκλή Νεοφυτίδη.

Στον τόμο «Τα λόγια και τα χρόνια» (εκδ. Μεταίχμιο, 2013), πάντως, ο ίδιος έκανε ιδιαίτερη αναφορά στον Χρήστο Λεοντή, «ο οποίος, νέος κι εκείνος τότε, το 1963» μελοποίησε το πρώτο του τραγούδι, τους «Ρημαγμένους κήπους». «Νομίζω πως ήταν και το πρώτο δικό του που κυκλοφόρησε. Ενα τραγούδι για το οποίο πήραμε και προκαταβολή τότε, 500 δραχμές ο καθένας!» κατέληγε με το χαρακτηριστικό ύφος όταν περιέγραφε λεπτομέρειες της «μικροϊστορίας» του μέσα στη μεγάλη διαδρομή του ελληνικού τραγουδιού. Για την ιστορία, πάντως, το δεύτερο καταγεγραμμένο τραγούδι του ήταν «Η νύχτα γέρνει στα μαλλιά σου» (1965) σε μουσική Κώστα Μυλωνά και ερμηνεία Τέρη Χρυσού, και το τρίτο «Μη χτυπάς» (1971) του Λουκιανού Κηλαηδόνη με τη φωνή του Μανώλη Μητσιά. Ο ίδιος είχε εξομολογηθεί ότι η συνεργασία που πάντοτε ήθελε αλλά ποτέ δεν έγινε ήταν με τον Γιώργο Ζαμπέτα.

Λογοτεχνία και μαρτυρίες

Ερευνητής ιστορικών ντοκουμέντων

Μέχρι ένα σημείο και μάλλον αναπόφευκτα, η στιχουργική άφησε επίσης στο χώρο της διαρκούς επανεκτίμησης την πεζογραφία του, η οποία τα τελευταία χρόνια επανερχόταν ως το δεύτερο μεγάλο κεφάλαιο της τέχνης του. Ο Μάνος Ελευθερίου γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου το 1938. Ηρθε έφηβος στην Αθήνα και ξεκίνησε θεατρικές σπουδές στο Εθνικό Θέατρο και στη Σχολή Σταυράκου). Το 1962 δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή «Συνοικισμός», για να ακολουθήσουν οι δύο συλλογές διηγημάτων «Το διευθυντήριο» (Φέξης, 1964) και «Η σφαγή» (1965). Για τον «Καιρό των χρυσανθέμων» (Μεταίχμιο, 2004) κερδίζει το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας και το 2013 βραβεύεται για τη συνολική προσφορά του στην ελληνική λογοτεχνία και τον ελληνικό πολιτισμό από την Ακαδημία Αθηνών (Βραβείο Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη). Γράφει επίσης τα μυθιστορήματα «Ανθρωπος στο πηγάδι» (2008), «Πριν απ’ το ηλιοβασίλεμα » (2011) και «Φαρμακείον εκστρατείας» (2016), όλα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Μανιώδης ερευνητής ιστορικών ντοκουμέντων – ειδικά για τη γενέτειρά του –, αφήνει εκτός άλλων στην εργογραφία του τη «Γυναίκα που πέθανε δυο φορές (Μεταίχμιο, 2006), βιβλίο γραμμένο για την εκτέλεση της ηθοποιού Ελένης Παπαδάκη, και τους τίτλους: «Το θέατρο στην Ερμούπολη τον εικοστό αιώνα» (Δήμος Ερμούπολης, τέσσερις τόμοι), «Μαύρα μάτια – Ο Μάρκος Βαμβακάρης και η συριανή κοινωνία στα χρόνια 1905-1920» (Μεταίχμιο, 2013).

Τα τελευταία 22 χρόνια συνεργαζόταν ως ραδιοφωνικός παραγωγός στον σταθμό Αθήνα 9,84 με δική του εκπομπή, στην οποία, όπως έλεγε, δεν έπαιζε ποτέ δικά του τραγούδια. Εκανε μιαν εξαίρεση την προηγούμενη Κυριακή και ακούστηκαν οι στίχοι «Για κάποιον μες στον κόσμο είν’ αργά…».

Ο θάνατός του ήταν φυσικό να προκαλέσει οδύνη στον χώρο του πολιτισμού, αλλά και να συγκινήσει από την πολιτική ηγεσία μέχρι τον αθλητισμό, από τον οποίο για παράδειγμα ήρθαν και τα συλλυπητήρια της ΠΑΕ Ολυμπιακός που χαρακτήρισε «μεγάλη απώλεια για τη χώρα μας τον χαμό του σπουδαίου ποιητή, στιχουργού και πεζογράφου Μάνου Ελευθερίου».

Συνθέτες και ερμηνευτές που έχουν συνεργαστεί μαζί του αποχαιρετούν τον ποιητή του λαϊκού στίχου

Γιάννης Μαρκόπουλος

μουσικοσυνθέτης

«Τα σκληρά χρόνιατης δικτατορίας»

Με λυπεί ιδιαίτερα η απώλεια του Μάνου. Ο Μάνος Ελευθερίου, εκλεκτός και σημαίνων συγγραφέας, ποιητής και στιχουργός της γενιάς μας, έφυγε. Καλό σου ταξίδι, Μάνο… Θυμάμαι τις ατέλειωτες ώρες της συνεργασίας μας και τη συμπαράσταση που είχαμε από τη συντροφιά των φίλων μας στα σκληρά χρόνια της δικτατορίας. Τα μουσικά μου έργα «Θητεία» (1972-73) είναι σε στίχους του, καθώς και στο «Σεργιάνι στον κόσμο» (1979) περιέχονται σε 6 τραγούδια. Θα σε θυμόμαστε πάντα. Θερμά συλλυπητήρια στους συγγενείς και φίλους.

Ο Γιάννης Μαρκόπουλος έχει μελοποιήσει στίχους του Μάνου Ελευθερίου στον κύκλο «Θητεία», με ερμηνευτές τον Χαράλαμπο Γαργανουράκη, την Τάνια Τσανακλίδου και τον Λάκη Χαλκιά, στο «Σεργιάνι στον κόσμο», με ερμηνευτή τον Γιώργο Νταλάρα, και άλλα τραγούδια με ερμηνευτές τον Ηλία Κλωναρίδη, τη Βασιλική Λαβίνα και τον Μιχάλη Μενιδιάτη

Θάνος Μικρούτσικος

μουσικοσυνθέτης

«Πουλί και κυνηγός…»

Ενας από τους πιο σπουδαίους ανθρώπους της ελληνικής τέχνης τα τελευταία 50 χρόνια. Με τα κείμενά του πλούτισε την ελληνική λογοτεχνία, με τα ποιήματα και τους στίχους του συνέβαλε καθοριστικά στη διαχρονία του ελληνικού τραγουδιού εκφράζοντας τον καθένα από μας αλλά και όλους μαζί, όπως λίγοι το έκαναν στο παρελθόν κι ελάχιστοι θα το κάνουν στο μέλλον. Με το «Τρένο για την Κατερίνη», το «Σεργιάνι μας στον κόσμο» με τα «Λόγια και τα χρόνια τα χαμένα» με τη «Δίκοπη ζωή» και τόσα άλλα ταξιδεύει πια ως ένας άλλος «Αμλετ» στη Σελήνη. Θα θυμάμαι για πάντα, Μάνο, τις εξομολογήσεις μας στο τελευταίο μας τηλεφώνημα πριν από λίγες μέρες. Θα τις κρατώ καλά φυλαγμένες ανάμεσα στα πολύτιμα της ζωής μου, Μάνο μου, γλυκέ μου Μάνο, που είσαι πια «πουλί και κυνηγός στις μαύρες λαγκαδιές του Παραδείσου».

Ο Θάνος Μικρούτσικος έχει μελοποιήσει στίχους του Μάνου Ελευθερίου στον κύκλο «Τροπάρια για φονιάδες» (1977), με ερμηνευτές τη Μαρία Δημητριάδη και τον Γιώργο Μεράντζα

Γιάννης Σπανός

μουσικοσυνθέτης

«Η “Μαρκίζα”με ανέβασε κι εμένα»

Ο Μάνος μου ήταν μοναδικός από κάθε άποψη. Είχε γύρω του μια αύρα, παρότι ήταν ολιγόλογος. Δεν μπορεί με τίποτε να φύγει από μέσα μας. Ημουν και αισθάνομαι και σήμερα τόσο τυχερός που συνεργάστηκα μαζί του, παρότι έδειχνε απλησίαστος τότε, στην αρχή, όταν τον πρωτογνώρισα. Στον δίσκο μου με τη Βίκυ Μοσχολιού, το 1977, ο Μάνος άφησε τη σφραγίδα του. Πρέπει να σας πω πως έγραψε τον στίχο της «Μαρκίζας» πάνω στη μουσική μου, πράγμα δύσκολο. Με ανέβασε κι εμένα πολύ αυτό το τραγούδι με αυτά τα λόγια. Γράψαμε και άλλα βέβαια, αλλά αυτό πάντα ξεχώριζε και για μένα. Ενιωθα πάντα δέος όταν μιλούσα με τον Μάνο.

Λίνα Νικολακοπούλου

στιχουργός

«Τέχνη στον λόγο, λαϊκότητα στο αίσθημα»

Το πρώτο αίσθημα που μου γεννά το άκουσμα του θανάτου του είναι η ευγνωμοσύνη για την έμπνευση και τη συντροφιά που μας χάρισε με τα τραγούδια του, τη γονιμότητα και το δόσιμο σε οτιδήποτε έκανε. Ολη του η ζωή ήταν μια δημιουργία: όχι μόνο ο έμμετρος λόγος των τραγουδιών, αλλά και τα πιο πρόσφατα μυθιστορήματα, ακόμη και η έρευνα σπάνιων ντοκουμέντων, όπως έκανε για την Ελένη Παπαδάκη. «Το ξέρεις ότι είχε μουσική παιδεία;» μού έλεγε μία από τις τελευταίες φορές που μιλήσαμε. Κι εγώ τον ρωτούσα «Τι θα τα κάνεις, Μάνο, όλα αυτά που μαζεύεις;». Εκείνος όμως είχε τον ενθουσιασμό του εφήβου και ήξερε. Ηταν ο συγκερασμός του εγγράμματου ανθρώπου και του λαϊκού, του «δασκάλου», του μύστη και του εφήβου. Το πρώτο LP που αγόρασα – και έλιωσα – ήταν ο «Αγιος Φεβρουάριος» του Μούτση. Από τότε νομίζω ότι έγινε μέσα μου οδηγός το αίσθημα που βρήκα εκεί: η τέχνη στον λόγο, η λαϊκότητα στο αίσθημα και οι αναφορές στη μεγάλη Ιστορία. Κάτω από την ομπρέλα της Ιστορίας – της Μικρασιατικής Καταστροφής – έβρισκαν παρηγοριά και άνθρωποι που δεν είχαν τα ίδια βιώματα. Οι στίχοι του ήταν αρχοντικοί μέσα στον πόνο τους. Και ο ίδιος, παρόλο που έδινε την εικόνα ενός εύθραυστου ανθρώπου, ήταν δυνατός όπως το κουκούτσι ενός καρπού. Αν κρατάω μια τελευταία εικόνα, όπως και όλοι όσοι τον αγαπούσαμε, είναι η εικόνα του Μάνου Ελευθερίου να περπατά στο κέντρο της Αθήνας, εκεί κοντά στην Πλατεία Κλαυθμώνος. Ο ίδιος να λάμπει μέσα σε μια πόλη που ενίοτε μας πληγώνει.

Γιώργος Ανδρέου

τραγουδοποιός

«Ο νοητός λύκοςτου πολιτισμού μας»

Ο Μάνος Ελευθερίου επιστρέφει στη στιχουργική ένα μεγάλο κομμάτι από τον ποιητικό της «εγωισμό» που σπαταλήθηκε σε απλουστεύσεις κι αβασάνιστα κλισέ. Αρνείται να υποταχτεί στην ευκολία του προφανούς – δεν έχει «στυλ» και «αναγνωρίσιμο ύφος», ΕΙΝΑΙ το ύφος του και το κατευθύνει όπου τον οδηγεί η τόλμη της έμπνευσής του. Ο Μάνος δεν χάνει χρόνο με περιγραφές φυσιολατρικού παγανισμού και νοσταλγία για κάποιο παρελθόν στην εξοχή (κυριολεκτική και μεταφορική) – ζει και υποφέρει στο άστυ, γι’ αυτό γράφει με σκληρότητα και τρυφερότητα ανάμεικτη για το αστικό τοπίο, για τις φυλακές των ψυχών και των σωμάτων μέσα στα τσιμέντα και τα κλουβιά. Αγαπά το λαϊκό τραγούδι, δεν του αρέσουν όμως οι παραφθορές του ούτε η αγιοποίηση ενός (αόριστου) «λαού» – για τον Ελευθερίου λαός είναι το σώμα και το αίμα, η Κοινωνία και η κοινωνία της, η κοινή τροφή, η τελετή, ο έρωτας κι ο θάνατος. Ελίσσεται ο στίχος του Μάνου κι όλο ξεφεύγει από τα δόκανα της μεταπολιτευτικής μας φενάκης, όλο υψώνεται εκεί που του αρμόζει: στο ποιητικό πάνθεον. Είναι μεγάλη η παράδοσή μας η ποιητική, λαμπρή, ακριβοθώρητη. Μόλις αγγίξεις το χαρτί με τη γραφίδα σου, απέναντί σου ορθώνονται οι γίγαντες προπάτορες – Ρωμανός ο Μελωδός, Κορνάρος, Σολωμός, Κάλβος, Καβάφης, Παλαμάς, Καρυωτάκης, Σεφέρης, Εμπειρίκος, Ελύτης, Σαχτούρης, Καρούζος κι άλλοι πολλοί και θαυμαστοί. Αλλά και το πεζό τον καίει τον Μάνο – έχει γράψει μυθιστορήματα εξαίρετα κι όλο ο νους του τρέχει στον Παπαδιαμάντη, τον Βιζυηνό, τον Μητσάκη, τον Τσίρκα, τον Πολίτη ενώ (έξω απ’ τα σύνορα της γλώσσας μας) σκύβει να αφουγκραστεί τον Ντοστογέφσκι και τον Κάφκα, τον Τόμας Μαν, τον Κόνραντ, τον Μέλβιλ, τη Γιουρσενάρ. Τον Προυστ. Τον Ναμπόκοφ. Τον Φόκνερ… Μακρύς ο συνταρακτικός κατάλογος. «Κι εσύ που ξέρεις όσα η καταιγίδα, δεν έχεις κάτι για να μου πεις». Κι όμως. Εχεις.

Γιώργος Νταλάρας

ερμηνευτής

«Μου έδωσε φωνήσε χρόνια δύσκολα»

Ολος ο κόσμος, όλη η Ελλάδα κλαίει για τη μεγάλη απώλεια. Νιώθω σαν το νερό να φεύγει μέσα από τις παλάμες μου. Ο Μάνος δεν μου έδωσε μόνο φωνή σε χρόνια δύσκολα, είναι για μένα και την οικογένειά μου, οικογένεια. Νιώθουμε όλοι ανείπωτη θλίψη.