Σαν να το ήξεραν οι εκδόσεις Ικαρος ήδη από το 2015, όταν κυκλοφορούσαν τη συλλογή διηγημάτων του «Δεκάτη Δεκεμβρίου» και τον λόγο που εκφώνησε το 2013 στους αποφοίτους του Πανεπιστημίου Σίρακιουζ με τίτλο «Με τα συγχαρητήριά μου», ότι ο αμερικανός συγγραφέας και πρώην γεωφυσικός Τζορτζ Σόντερς ετοιμάζει κάτι πιο μεγάλο. Τελικά, το μυθιστόρημά του «Λήθη και Λίνκολν» (που επιστρατεύει από τη μια την έννοια του bardo, του θιβετιανού ισοδυνάμου του καθαρτηρίου, και από την άλλη τον χαμό του γιου του Αβραάμ Λίνκολν, Γουίλι, για να μιλήσει για την απώλεια και τη λύπη, την ενσυναίσθηση αλλά και την Αμερική που προσπαθεί να εντοπίσει την ταυτότητά της) κέρδισε το 2017 το βραβείο Μπούκερ.

Ηταν ένας λόγος παραπάνω για να τον συμπεριλάβει στο πρόγραμμά του ο θεσμός Αθήνα 2018 – Παγκόσμια Πρωτεύουσα Βιβλίου, όμως ο Σόντερς είχε κι εκείνος τους δικούς του: ο προπάππος του ήταν από την Κρήτη, έλεγε στα «ΝΕΑ» λίγο πριν από την προχθεσινή συζήτησή του με τον δημοσιογράφο του «Βήματος» Γρηγόρη Μπέκο και τον μεταφραστή του Γιώργο – Ικαρο Μπαμπασάκη. «Η Ελλάδα καραδοκεί στην ιστορία της οικογένειάς μου» εξηγούσε. «Σκεφτόμουν καιρό να την επισκεφθώ και χαίρομαι που ο ερχομός μου συνέπεσε με τον θεσμό και με την πρόσκληση του εκδότη».
Ερχεστε ως ο πιο πρόσφατος αμερικανός κάτοχος του Man Booker μετά το σχετικό «άνοιγμά» του. Την ίδια στιγμή, το Νομπέλ μπαίνει στον πάγο λόγω σκανδάλων. Συμβαίνει κάτι εσχάτως με τα λογοτεχνικά βραβεία;
Δεν ξέρω. Σίγουρα πραγματοποιούνται αλλαγές από την πρώτη στιγμή. Ως συγγραφέας αποστασιοποιούμαι κάπως από τέτοια ζητήματα. Νομίζω επίσης ότι αν κερδίσεις ένα βραβείο, το βρίσκεις υπέροχο και αποφαίνεσαι ότι πρόκειται για το πιο δίκαιο όλων, ότι η επιτροπή αυτή τη φορά πέτυχε διάνα. Χαίρομαι λοιπόν για το Μπούκερ, αλλά δεν τρέφω άλλα αισθήματα. Μεγαλώνοντας κατάλαβα ότι όσο είσαι νέος πιστεύεις πως αν αποκτήσεις το ένα ή το άλλο βραβείο, θα αποδείξεις ότι είσαι καλός. Οταν γερνάς, διαπιστώνεις ότι όλα αυτά είναι μπούρδες.

Μιλώντας για μπούρδες και για ικανότητες, σε ένα δοκίμιό σας για τον Ντόναλντ Τραμπ είχατε χαρακτηρίσει σχεδόν αναμενόμενη τη διαπίστωση πως «ο λόγος που φτάσαμε σε αυτή την κατάσταση είναι γιατί όλα αυτά τα χρόνια περιφρονήσαμε την τέχνη». Τόσο ισχυρή είναι δηλαδή; Ακόμα και κάποιοι Ναζί την αγαπούσαν.
Σωστό. Αυτά όμως είναι ερωτήματα για κάποιο άλλο, καινούργιο δοκίμιο. Νομίζω πάντως ότι στις ΗΠΑ, αυτή τη στιγμή, ο υλισμός είναι τόσο κυρίαρχος –όπως κι ένας ήπιος αντιδιανοουμενισμός -, που παρατηρείται και μια υποχώρηση της καλοσύνης των ανθρώπων καθώς και μια προθυμία να προβάλλουν καθετί αρνητικό σε ανθρώπους που δεν γνωρίζουν. Τι κάνει η τέχνη λοιπόν; Αν διαβάσω ένα μυθιστόρημα για την Ελλάδα και είστε εντός του, θα αποκτήσω τρισδιάστατη γνώση και για τα δύο. Η λογοτεχνία έχει τη δυνατότητα να μαλακώσει τις μεταξύ μας σχέσεις. Χωρίς την τέχνη, το μόνο που έχεις για τον κόσμο είναι οι προβολές σου, και στη χώρα μου υπάρχουν πολλά ισχυρά δεξιά Media που ενθαρρύνουν τον κόσμο να φοβάται τα πάντα.

Είπατε «καλοσύνη», για την οποία είχατε μιλήσει και στην τελετή αποφοίτησης του Πανεπιστημίου Σίρακιουζ. Ποια είναι τα όριά της; Δεν υπάρχουν πτυχές της ανθρώπινης ζωής όπου απαιτείται άλλη αντιμετώπιση;
Σίγουρα. Αν μελετήσετε τις ανατολικές φιλοσοφικές παραδόσεις, θα δείτε ότι δεν συγχέουν τον ευγενικό άνθρωπο με τον καλό. Αν ένα μωρό μπουσουλάει προς κάποιον κίνδυνο, δεν σε νοιάζει μην πληγώσεις τα αισθήματά του –απλώς κάνεις αμέσως το σωστό. Υπάρχει η παρεξήγηση ότι η καλοσύνη ταυτίζεται με το να είσαι πράος και γλυκός: δεν είναι έτσι. Η καλοσύνη σημαίνει να αποτρέπεις τον πόνο και καμιά φορά αυτό απαιτεί να είσαι δυνατός. Οπωσδήποτε κάποιοι από εμάς θα μπορούσαν να ήταν γενικώς ευγενέστεροι, εκείνος ο λόγος όμως στο Πανεπιστήμιο Σίρακιουζ καταπιανόταν με ένα βαθύτερο θέμα. Είναι άλλο πράγμα η καλοσύνη και άλλο η φιλικότητα.
Στραφήκατε από το διήγημα στο μυθιστόρημα. Η σύγχρονη τεχνολογία όμως ευνοεί ίσως την ακόμα πιο μικρή φόρμα. Πώς επηρεάζει τη λογοτεχνία;
Δεν νομίζω ότι είναι τόσο ισχυρή, ούτε ότι μας περιορίζει με τον τρόπο που νομίζουμε. Λέγεται ότι το Twitter είναι η απόλυτη συλλογή διηγημάτων, δεν ισχύει όμως. Παραείναι ελαφρύ για να είναι σημαντικό. Εχει μια απορροφητική δυνατότητα, νομίζω ωστόσο ότι δουλειά του δημιουργού είναι να διατηρεί υψηλά στάνταρ. Πιστεύω ότι τίποτα δεν λειτουργεί τόσο όμορφα όσο η πρόζα όταν μιλάμε για αλλαγές στις καρδιές των ανθρώπων.
Στην παρουσίαση του βιβλίου του: «Aν δεν έχεις πρόβλημα, δεν έχεις και βιβλίο»

Αποσπάσματα από τη συζήτηση του Τζορτζ Σόντερς με τον δημοσιογράφο Γρηγόρη Μπέκο και τον μεταφραστή Γιώργο – Ικαρο Μπαμπασάκη

ΠΕΡΙ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ. Το «Λήθη και Λίνκολν» δεν ήταν εσκεμμένα καινοτόμο –αν έχεις αυτό κατά νου, θα καταλήξεις να κάνεις επίδειξη. Ως ιδέα προέκυψε πριν από είκοσι χρόνια, όταν σε ένα ταξίδι στην Ουάσιγκτον η ξαδέρφη της γυναίκας μου μού έδειξε την κρύπτη που ο αμερικανός πρόεδρος επισκεπτόταν για να πενθήσει το παιδί του. Μου φάνηκε θλιβερό και όμορφο, γεμάτο συναισθηματική δύναμη. Δεν έπρεπε λοιπόν να κάνω τίποτα που να μην είναι στην υπηρεσία του συναισθήματος. Η ζωή του Λίκνολν επίσης ήταν γνωστή, επομένως δεν μπορούσα να γράψω για αυτήν. Ηταν κι αυτό ένα από τα προβλήματα δόμησης που έχει κάθε βιβλίο. Σε τέτοιες περιπτώσεις, αν είσαι ερασιτέχνης, εγκαταλείπεις την προσπάθεια. Σκεφτείτε όμως τι έκανε ο μάγος Χουντίνι: προσπαθούσε να γλιτώσει από δεκάδες αλυσίδες και χειροπέδες. Στη λογοτεχνία, τέτοιες δυσκολίες είναι σαν δώρο. Αν δεν έχεις κάποιο πρόβλημα, τότε δεν έχεις και βιβλίο.

Η ΑΣΤΕΙΑ ΠΛΕΥΡΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ. Με έχουν χαρακτηρίσει σατιρικό συγγραφέα, αλλά και κωμικό. Νομίζω ότι προτιμώ το δεύτερο. Η σάτιρα ξέρει πάντα τι υποστηρίζει και σε τι εναντιώνεται. Εγώ κοιτάζω τη ζωή με αγάπη. Οι άνθρωποι είναι περίεργα όντα, με ανάμεικτα χαρακτηριστικά. Και η ζωή είναι θλιβερή, αλλά και αστεία. Θυμάμαι, στην κηδεία ενός συγγενικού προσώπου, όλη την οικογένειά μου να βγαίνει από την τελετή θλιμμένη και την ίδια στιγμή, σε ένα τεράστιο εμπορικό στην απέναντι μεριά του δρόμου, έναν τύπο να καπνίζει φορώντας τη στολή ενός ποντικού, της μασκότ του καταστήματος. Και τα δύο συνέβησαν την ίδια ημέρα και περιείχαν αλήθεια. Δουλειά του συγγραφέα είναι να εντοπίσει τη μεταξύ τους ισορροπία.

ΝΤΟΝΑΛΝΤ ΤΡΑΜΠ. Το «New Yorker» μού είχε ζητήσει να παρακολουθήσω τις προεκλογικές ομιλίες του, αλλά δεν ήμουν πολύ σίγουρος αν ήθελα να το κάνω. Δεν θεωρούσα πιθανή τη νίκη του. Στις συγκεντρώσεις του, πάντως, συνάντησα ανθρώπους φιλικούς, εξωστρεφείς. Δεν ήταν τρελοί, όπως προφανώς νομίζαμε εμείς για εκείνους και το αντίστροφο. Οταν βέβαια ένιωθα ανασφάλεια ανάμεσά τους, έπαιζα το χαρτί του περιοδικού, το οποίο δεν γνώριζε κανείς. «Μάλλον κάποιο φιλελεύθερο έντυπο» έλεγαν. Μου έκανε εντύπωση, όφειλα όμως να γνωρίζω τη χώρα μου, όσο κι αν δεν μου άρεσε αυτό που έβλεπα. Πλέον νιώθω μεγάλη απογοήτευση που οι δύο πλευρές δεν μπορούν να επικοινωνήσουν. Και πιστεύω ότι τα βιβλία μπορούν να αμβλύνουν κάπως την εικόνα που έχεις για όσους θεωρείς εχθρούς.