Σε ένα από τα διηγήματα αυτής της συλλογής, του άγνωστού μας Γιόζεφ Μίλμπεργκερ, με τον τίτλο «Ο κουβαλητής των στεφανιών», ένας συνταγματάρχης στο περικυκλωμένο από τους συμμάχους λιμάνι του Ροστόκ, στη Βαλτική, αδυνατεί να πιστέψει στην ήττα του γερμανικού στρατού. Αποφασίζει εντέλει να διαφύγει. Γεμίζει τις τσέπες του με στρατιωτικά ρολόγια και επιχειρεί να διασχίσει όλη τη χώρα για να φτάσει στο χωριό του, κάπου στις γερμανικές Αλπεις. Πρέπει να κρύβεται, να καλύπτει τα ίχνη του. Συντηρείται καθ’ οδόν ανταλλάσσοντας τα ρολόγια. Ανακαλύπτει ότι μπορεί να κλέβει στεφάνια από τα φρέσκα μνήματα που είναι κατεσπαρμένα παντού προκειμένου να σκεπάζεται με αυτά τις ψυχρές νύχτες, αλλά και ως ένα είδος διαβατηρίου στο μεγάλο ταξίδι προς τον Νότο. Συναντά αμέριμνους αμερικανούς φαντάρους, χαροκαμένους γονείς, ορδές προσφύγων, καχύποπτους χωρικούς έτοιμους να τον καρφώσουν ενόσω αυτός αντικαθιστά τα στεφάνια και προχωρεί. Οταν επιτέλους φτάνει στο χωριό του η γυναίκα του κοιτάζει το τελευταίο στεφάνι που κουβαλάει και του λέει, α, ώστε το έμαθες. Την επομένη ο 5χρονος γιος τους πρόκειται να ταφεί, θύμα των συμμαχικών βομβαρδισμών.

Εάν και μόνο διάβαζα αυτό το διήγημα από τη συγκεκριμένη συλλογή θα έλεγα ότι αξίζει τον κόπο. Ομως τα διάβασα και τα ξαναδιάβασα όλα, από τον περίφημο «Ανδοριανό Εβραίο» του Μαξ Φρις που μεταβλήθηκε αργότερα στο περίφημο θεατρικό του «Ανδόρα», ώς το έξοχο «Λυπητερό μου πρόσωπο» του νομπελίστα Χάινριχ Μπελ και από το «Οι δυο γιοι» του Μπέρτολτ Μπρεχτ ώς «Το καταφύγι» της Αννα Ζέγκερς. Είκοσι σπουδαίοι γερμανόφωνοι συγγραφείς παρελαύνουν εδώ με ένα ή περισσότερα διηγήματα ο καθένας (μαζί με τα περιεκτικά βιογραφικά τους) που δεν αφηγούνται αναγκαστικά τον πόλεμο ή την ήττα αλλά κυρίως την ατμόσφαιρα που επικρατεί σε μια ήδη κατεστραμμένη χώρα, ακόμη και στις πλέον ιδιωτικές στιγμές των ανθρώπων –αν μπορεί ακόμη να μιλάει κανείς για κάτι τέτοιο τα χρόνια εκείνα. Οι συγγραφείς επιλέγουν καινούργιους τρόπους για να το κάνουν, άλλοτε κοιτώντας κατάματα το πολεμικό μέτωπο από τη σκοπιά του «μικρού ανθρώπου» (π.χ. στο «Χιόνι, πολύ χιόνι» του Βόλφρανγκ Μπόρχερτ) συχνότερα όμως ρίχνοντας ματιές στις στιγμές του φόβου και της ελπίδας, της προδοσίας και της κατανόησης του άλλου.

Ο Ραλφ Μπέκερ λ.χ. στη «Λευκή σημαία» του μας δίνει ένα ευφάνταστο αφήγημα για την παράδοση μιας πόλης στους προελαύνοντες Αμερικανούς. Η σημαία του τίτλου έχει υψωθεί από τον ιδιοκτήτη ενός γκαράζ ως καλωσόρισμα στους νέους κατακτητές/ απελευθερωτές αλλά οι Ναζί, που δεν εννοούν να παραδοθούν, επιστρέφουν και τον εκτελούν.

Ο πρωταγωνιστής του δράματος παρακολουθεί από το παράθυρό του την προέλαση ανυπόμονα μαζί με την σύζυγό του. Αποδεικνύεται ότι εκείνη είναι Εβραία. Τον είχε απατήσει στα πρώτα βήματα του γάμου τους, αλλά εκείνος, αν και βαθιά πληγωμένος, δεν την χώρισε ακριβώς επειδή ήταν Εβραία: μόνο ως παντρεμένη με Αρειο μπορούσε να αποφύγει τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Κατά κάποιο τρόπο βέβαια, και παρά την αλτρουιστική επίδειξη υψηλού ήθους, την έχει εκδικηθεί μέσω της αναγκαστικής τους μακράς συνύπαρξης και της στερούμενης αγάπης. Και ενώ αυτή ισχυρίζεται ότι τον αγαπούσε ανέκαθεν, αυτός προσμένει τους Αμερικανούς προκειμένου να απελευθερωθεί επιτέλους διττά: από τους Ναζί και από την ηθική υποχρέωση προς την άπιστη σύζυγο.

Πολλά από τα διηγήματα της συλλογής δεν αφορούν άμεσα Γερμανούς ή την ίδια τη Γερμανία. Οι Ρώσοι, οι ουκρανικές στέπες, μια πολωνική λίμνη και μια εσθονική αγροικία γοητεύουν τους συγγραφείς του τόμου που έτσι κι αλλιώς είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν και άλλες χώρες μέσω ενός φρικαλέου «πολεμικού τουρισμού». Η κατανόηση προς τον εχθρό είναι εμφανής, η συμπόνια περισσεύει, όπως λ.χ. για τον ετοιμοθάνατο ρώσο στρατιώτη που τον περικυκλώνουν τα αγρίμια χωρίς ωστόσο να εκπίπτει η αφήγηση σε λυρικές κορόνες (Πέτερ Ροζίνσκι, «Ο θάνατος του στρατιώτη Νικήτα»). Από την άλλη ο Χάινριχ Μπελ τοποθετεί το συγκλονιστικό οργουελικής έμπνευσης διήγημά του στην άλλη μεριά του Σιδηρού Παραπετάσματος.

Απόλαυση της θλίψης

Ο ήρωάς του είναι ένας πρόσφατα αποφυλακισμένος έπειτα από την έκτιση μιας βαριάς ποινής επειδή το πρόσωπό του ήταν χαρούμενο τη μέρα του θανάτου του Ηγέτη. Ατενίζει τώρα θλιμμένος το έρημο, ρυπασμένο λιμάνι της πόλης του και τα νοητά νήματα της πτήσης των γλάρων. Απολαμβάνει τρόπον τινά τη θλίψη του, οπότε συλλαμβάνεται από έναν αστυφύλακα επειδή με νομοθετική ρύθμιση έχει στο μεταξύ απαγορευθεί η δυστυχία. Ολοι οφείλουν τώρα πια να είναι ευτυχισμένοι υπό το νέο καθεστώς, όλοι ρυθμίζουν τις εκφράσεις τους, στον ύπνο και στον ξύπνιο, στη δουλειά και στο σχόλασμα με βάση τις κρατικές νόρμες. Απλοί άνθρωποι και αστυνομικοί φτύνουν και δέρνουν τον ήρωα για το λυπημένο του πρόσωπο όταν δεν προφταίνουν να χωθούν στα σπίτια τους στη θέα του μπάτσου. Και ο ήρωας ετοιμάζεται να εκτίσει μια δεύτερη μακρά ποινή για τον εντελώς αντίθετο λόγο –το θλιμμένο του πρόσωπο.
Η ενοχή

«Οι λύκοι επιστρέφουν. Μυρίστηκαν ειρήνη»

Πρακτικά σε όλα τα διηγήματα της συλλογής απουσιάζει επιμελώς η εύκολη για μια τέτοια θεματική εκμαίευση αισθημάτων. Αντίθετα, η ταύτιση, η ενοχή και η συμπόνια για τη μοίρα των εμπολέμων αλλά και των αμάχων προκύπτει αβίαστα μέσω λιτών σύντομων αφηγήσεων χωρίς περιττά στολίδια όπου η ίδια η ευρηματικότητα της ιστορίας μιλάει από μόνη της. Αλλά βέβαια αυτή απαιτεί ταλέντο και το ταλέντο δεν λείπει διόλου από αυτή την ονομασθείσα «γενιά των ερειπίων» που η ζωή φρόντισε να την τροφοδοτήσει με άφθονο υλικό. Η επιρροή από την αμερικανική σχολή διηγηματογραφίας είναι σαφής καθώς μάλιστα πίσω από την ανάδειξη πολλών νέων τότε συγγραφέων βρίσκεται η Ομάδα 47, που επηρέασε ιδιαίτερα τα γερμανικά Γράμματα μετά τον πόλεμο. Το πραγματολογικό υλικό για τη ζωή στα μετόπισθεν είναι άφθονο και διδακτικό σε διηγήματα όπως τα «Μαρτιάτικος άνεμος» της σπουδαίας Μαρί Λουίζε Κάσνιτς, «Το θέατρο στο παράθυρο» της Ιλζε Αϊχινγκερ, «Ο Γιένε ήταν φίλος μου» του Σνούρε Βολφντίτριχ ή το σημαδιακό «Οι λύκοι επιστρέφουν» του Χανς Μπέντερ που δάνεισε τον τίτλο του σε αυτή την ανθολογία. Ειδικά το τελευταίο δίνει άφθονη τροφή για σκέψη εν μέσω του αντιφατικού μηνύματός του.

Οι λύκοι των πολωνορωσικών δασών έχουν εξαφανισθεί στη διάρκεια του πολέμου καταφεύγοντας στη Σιβηρία, πανικόβλητοι από την καταστροφικότητα της ανθρώπινης παρουσίας στα ενδιαιτήματά τους. Οταν όμως προς το τέλος του πολέμου επανεμφανίζονται κατά αγέλες σε ένα χωριό, ο ντόπιος κοινοτάρχης και ο γερμανός αιχμάλωτός του θα σχολιάσουν την μαζική αυτή επίφοβη επανεγκατάσταση με την αμφιλεγόμενη φράση «Οι λύκοι επιστρέφουν. Μυρίστηκαν ειρήνη». Κάτι διαισθάνονταν από ό,τι φαίνεται.

Η πορεία αυτογνωσίας και μεταμέλειας της μεταπολεμικής Γερμανίας πουθενά αλλού δεν είναι τόσο ξεκάθαρη όσο στην λογοτεχνία των επιφανέστερων (και όχι μόνο) εκπροσώπων της. Το αίσθημα ενοχής κυριαρχεί, ωστόσο η θεαματική ανοικοδόμηση της χώρας (και της Ευρώπης γενικότερα) είναι ήδη καθ’ οδόν όταν γράφονται τα διηγήματα αυτά και ο αναστοχασμός της ανθρώπινης κατάστασης έχει τέτοιο βαθμό ειλικρίνειας που δικαιολογεί μεγάλο μέρος της μεταστροφής της λαϊκής συνείδησης αλλά και το θαύμα της ανασυγκρότησης ενός ολόκληρου έθνους. Δεν μπορεί παρά να συγχαρεί κανείς τους εκδότες αλλά και τον μεταφραστή των διηγημάτων Φοίβο Πιομπίνο για τις εύστοχες επιλογές τους και την τόλμη μιας έκδοσης που ίσως μπορεί να συμβάλει επιπλέον σε μια επανεκτίμηση της δικής μας στάσης, τουλάχιστον ως προς την πρόσληψη των Αλλων.

Ανθολογία

Οι λύκοι επιστρέφουν

Διηγήματατης «Γενιάςτων ερειπίων»

Μτφ. Φοίβος Ι. Πιομπίνος

Εκδ. Gutenberg, 2018, σελ. 365

Τιμή: 16 ευρώ