Το Μακεδονικό είναι εξαιρετικά ευαίσθητο πρόβλημα: συνδέεται άμεσα με τις ταυτότητες των δύο όμορων κρατών, διεγείρει μνήμες και πάθη που, αντί να συμβάλλουν στη διαύγασή του, το περιπλέκουν περισσότερο. Ωστόσο εμείς για την καλύτερη κατανόηση των θέσεων των δύο συγγραφέων, για την αξία των διαφορετικών ή και αντίθετων απόψεων που θα υπάρξουν, αλλά και για την καλύτερη κατανόηση του προβλήματος θα προτάξουμε μια συνοπτική εικόνα του.

Η αρχαία Μακεδονία, ο γεωγραφικός χώρος της οποίας ήταν κατά τι λιγότερο από το διπλάσιο του γεωγραφικού χώρου της σημερινής ελληνικής Μακεδονίας, για περισσότερα από χίλια χρόνια ήταν ρωμαϊκή επαρχία, ύστερα βυζαντινή και στη συνέχεια επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Και κατοικούνταν από διαφορετικούς λαούς όσον αφορά την καταγωγή, το θρήσκευμα και τον πολιτισμό. Συνυπήρχαν όμως κάτω (και) από την κυριαρχία του σουλτάνου. Η συνέπεια αυτής της κατοχής ήταν το όνομα Μακεδονία στον Μεσαίωνα αλλά και στους νεότερους χρόνους να χάσει το εθνικό περιεχόμενο που είχε στην αρχαιότητα, αφού άλλωστε η περιοχή ήταν διαρκώς υποταγμένη σε άλλες δυνάμεις. «Συνέχιζε όμως να χρησιμοποιείται με τη γεωγραφική ονομασία και προσδιόριζε τον κάθε κάτοικό της ως Μακεδόνα, όπως τον κάτοικο της Ηπείρου Ηπειρώτη, τον κάτοικο της Θεσσαλίας Θεσσαλό κ.ο.κ.».

Το πρώτο ρήγμα

Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-1913 ο χώρος αυτός μοιράστηκε στα τρία: η Ελλάδα πήρε το 53%, η τότε Σερβία το 33% και η Βουλγαρία –ως η χώρα που έχασε στους πολέμους –το υπόλοιπο μικρότερο κομμάτι. Με τη διαίρεση αυτή έχουμε τρεις διαφορετικούς λαούς να κατοικούν στον γεωγραφικό χώρο της αρχαίας Μακεδονίας. Ωστόσο οι χριστιανοί ορθόδοξοι της περιοχής ανήκαν όλοι στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και συνεπώς διατηρούσαν κάποιο αίσθημα συνανήκειν με τους άλλους ορθόδοξους. Το πρώτο ρήγμα στην ενότητα αυτή είχε επιφέρει διάταγμα του σουλτάνου (1870), με το οποίο η περιοχή που ανήκε στη Βουλγαρία αναγνωρίστηκε ως αυτοκέφαλη εξαρχία.

Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την κυριαρχία του Τίτο, το τμήμα που πήρε η Σερβία αποτέλεσε «μία από τις έξι ομόσπονδες δημοκρατίες» της ενιαίας πλέον Γιουγκοσλαβίας με το όνομα «Σοσιαλιστική (τότε Λαϊκή) Δημοκρατία της Μακεδονίας». Ο όρος, πάντως, προφανώς υποδήλωνε απλό γεωγραφικό προσδιορισμό.

Στο σημείο αυτό χρήσιμο είναι να υπενθυμίσουμε ότι η Ελλάδα, προφανώς εξαιτίας των τότε πολιτικών συσχετισμών, όχι μόνο δεν διαμαρτύρεται, αλλά στα εγχειρίδια Γεωγραφίας η ομόσπονδη αυτή δημοκρατία αναγραφόταν ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Να επισημάνουμε ακόμη ότι: α) το όνομα, ως «δηλωτικό γεωγραφικής προέλευσης», χρησιμοποιούνταν μόνο στο εσωτερικό του κράτους της Γιουγκοσλαβίας και β) το γεγονός πως βρισκόμαστε στην αρχή του Ψυχρού Πολέμου και ο Τίτο αρχίζει να απομακρύνεται από το ανατολικό μπλοκ ευνοούσε την ανοχή.

Αλμα επί κοντώ

Κάπου εδώ θα μπορούσαμε να τοποθετήσουμε την απαρχή του προβλήματος. Γυρνώντας προς τα πίσω, οι κατοικούντες τη «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας», με εξαιρετικά ποικιλόχρωμη σύνθεση, αναζητούν ιστορικά ερείσματα προκειμένου να διαμορφώσουν ενιαία ταυτότητα. Ετσι επιστρατεύουν αφαιρέσεις, αποσιωπήσεις, παραλείψεις και με άλμα επί κοντώ επικαλούνται μόνο εκείνο το παρελθόν που τους προσδίδει κλέος και δόξα. Αλλωστε, αν είναι να επιλέξεις προγόνους, επιλέγεις αυτούς που θα σε κάνουν περήφανο. Με βάση, συνεπώς, το όνομα Μακεδονία εξύφαναν μια δήθεν αδιάσπαστη γενεαλογία, άσχετη με την πραγματικότητα.

Ομως οι συσχετισμοί άλλαξαν, μαζί και οι ευαισθησίες, μετά τη διάλυση της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας, όταν η άλλοτε «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας» από επαρχία της Γιουγκοσλαβίας έγινε το 1991 αυτόνομο κράτος με το όνομα «Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας». Το νέο κράτος είχε τότε έκταση 25.713 τ.χλμ., πληθυσμό 2.033.964 κατοίκους, πρωτεύουσα τα Σκόπια και τις εξής εθνότητες: Σλαβομακεδόνες 1.314.000 (64%), Αλβανούς 427.000 (21%), Τούρκους 97.000 (4,8%), Τσιγγάνους (Ρομά) 54.000 (2,7%), Σέρβους 45.000 (2,2%). Τώρα η σημασία του ονόματος, μαζί και η συνοδεύουσα ιστορική γενεαλογία που είχε εν τω μεταξύ ενηλικιωθεί, βγήκε στην επιφάνεια. Το όνομα έπαψε να είναι εσωτερικής κατανάλωσης. Και προφανώς έπαψε να είναι και αμιγώς δηλωτικό γεωγραφικής προέλευσης. Αντίθετα, στις σχέσεις με τα άλλα κράτη διεκδίκησε και τις πολιτιστικές καταβολές του.

Οι λαοί, έλεγε ο Μακιαβέλι, είναι σαν τα άτομα: ευκολότερα παιδαγωγούνται όταν είναι μικρά και πολύ δύσκολα όταν ενηλικιωθούν. Μια γενιά κατοίκων της γειτονικής χώρας αφέθηκε, όταν δεν υποβοηθήθηκε, να ενηλικιωθεί με «Βουκεφάλες» και «Μεγάλους Αλέξανδρους». Και όταν η γενιά αυτή ήταν μία από τις έξι ομόσπονδες δημοκρατίες, το γεγονός του ονόματος παρακαμπτόταν. Οταν όμως δημιουργήθηκε αυτόνομο κράτος και χρησιμοποίησε το όνομα «Μακεδονία» σε όλες τις σχέσεις του με τις άλλες χώρες και μαζί και όλη την πολιτιστική κληρονομιά, όπως ήταν επόμενο, αφυπνίστηκαν και στην Ελλάδα τα εθνικά σύνδρομα.

Το βιβλίο

Οι Κωστής Καρπόζηλος και Δημήτρης Χριστόπουλος, με το βιβλίο τους «10+1 ερωτήσεις και απαντήσεις για το Μακεδονικό», που εκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πόλις, επιχειρούν να διεισδύσουν με τόλμη και προσωπική ευθύνη στις καταγωγικές ρίζες του προβλήματος. Εχουν πλήρη γνώση της συνθετότητας αλλά και της λεπτότητας του προβλήματος. Εχουν όμως και πλήρη επίγνωση της ανάγκης το πρόβλημα να λυθεί. Για τον λόγο αυτόν επιχειρούν να αγγίξουν τον «τύπον των ήλων» του προβλήματος. Να φέρουν στην επιφάνεια τις άγνωστες πτυχές του, προκειμένου και η κοινή γνώμη, που αναδείχτηκε ένας από τους κύριους διαχειριστές του, καλύτερα πληροφορημένη να συμβάλει στην ορθότερη διευθέτησή του.

Ενα πρόβλημα, όσο σύνθετο και αν είναι, ποτέ δεν λύνεται αν πρώτα δεν κατανοηθεί στις πραγματικές του διαστάσεις. Οι απαντήσεις των συγγραφέων είναι τολμηρές. Είναι όμως χρήσιμες. Ακολουθούν ένα σχήμα ερωταποκρίσεων και χωρίς να απομακρύνονται από τη δεοντολογία της επιστήμης τους επιχειρούν να βρουν τρόπο επικοινωνίας με τον απλό άνθρωπο. Ξεκινούν δε τη διερεύνησή τους με το θέμα του ονόματος. Και ευθύς εξαρχής θέτουν το ερώτημα: Είναι το ζήτημα της ονομασίας της γείτονος «εθνικό θέμα» για την Ελλάδα; Οι συγγραφείς απαντούν ευθέως: Δεν είναι. Γιατί και τα εθνικά θέματα υπόκεινται στον δημοκρατικό διάλογο και επιδέχονται διαφορετικές ερμηνείες. Οταν αναγορεύουμε όμως το θέμα του ονόματος σε εθνικό θέμα, λένε οι συγγραφείς, τότε το εγκλωβίζουμε σε μία και μόνη άποψη. Καθώς κάθε διαφορετική δεν είναι απλώς μια άλλη άποψη, είναι «προδοσία», «μειοδοσία» ή «βλασφημία». Κατά συνέπεια ο θεμιτός διάλογος, θεμέλιος λίθος της δημοκρατίας, απορρίπτεται. Κι όσο και αν «αναμηρυκάζουμε τη ρήση του Σολωμού –«το Εθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί Εθνικό ό,τι είναι Αληθές» –η κοινωνία αυτοπαγιδεύεται να πορεύεται με συναισθηματική φόρτιση, να δυσπιστεί σε κάθε φωνή που την καλεί να εξετάσει τα πραγματικά δεδομένα». Αναπόφευκτη συνέπεια ο επηρεασμός και της ελληνικής διπλωματίας, «η οποία, ενώ «υπηρεσιακά» έβλεπε πως χτυπάμε πάνω στον τοίχο, δεν είχε το σθένος να το ομολογήσει».

Στη συνέχεια οι συγγραφείς θέτουν ένα άλλο κρίσιμο ερώτημα: «Η Μακεδονία ήταν από την αρχαιότητα ελληνική;». «Οντως», λένε οι συγγραφείς, «πολλοί ιστορικοί και αρχαιολόγοι συμφωνούν ότι η γλώσσα των αρχαίων Μακεδόνων υπήρξε μια ελληνική διάλεκτος (αρχικά δωρική, κατόπιν αττική και, σε ύστερη φάση, ελληνιστική). Επίσης, οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν ότι σλαβικά φύλα εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία (και άλλες περιοχές του ελλαδικού χώρου) από τον 7ο αιώνα μ.Χ.». Ομως, λένε οι συγγραφείς, «είναι έτερον εκάτερον τι ήταν η Μακεδονία στην αρχαιότητα και τι είναι σήμερα. Αλλωστε», συνεχίζουν, «η κληρονομιά της αρχαιότητας κάθε άλλο παρά πρωτεύοντα ρόλο έπαιξε στην ανάδυση των συλλογικών ταυτοτήτων όπως διαμορφώθηκαν στον μακεδονικό χώρο τον 19ο αιώνα». Οσο για την ελληνική Μακεδονία, κατά τους συγγραφείς, «έγινε ελληνική κατά τον διανυόμενο αιώνα, μέσα από ένα σπαρακτικό ξερίζωμα πληθυσμών, με τον ερχομό των προσφύγων από τη Μικρά Ασία». Συνεπώς η ελληνική Μακεδονία «έγινε εθνοτικά ομοιογενής με την ελληνοτουρκική και ελληνοβουλγαρική ανταλλαγή πληθυσμών». Μέχρι τότε με τις λέξεις «Μακεδονία», «Μακεδόνες», «μακεδονικός» όλοι –εντός και εκτός Ελλάδας –αντιλαμβάνονται απλώς μια γεωγραφική περιοχή και κάποιους πληθυσμούς.

«Τα έθνη συγκροτούνται, δηλαδή φτιάχνονται,

και δεν “αφυπνίζονται”»

Η καλή γειτονία απαιτεί καθαρό βλέμμα στηριγμένο στην αλήθεια

Τελικά, διερωτώνται οι συγγραφείς, υπάρχει μακεδονικό έθνος ή είναι ανύπαρκτο; «Το σύγχρονο ελληνικό έθνος αναδύεται μέσα από το αίτημα της συστέγασης σε μια κρατική οντότητα». Με βάση αυτή την αρχή, «δεν υπάρχει λογικό περιθώριο να ισχυριζόμαστε ότι οι άλλοι είναι ανύπαρκτοι». Αλλωστε, συνεχίζουν, αν μας δέσμευε η αρχή αυτή, θα έπρεπε να αρνηθούμε ως έθνος και «το αμερικανικό, αφού προέρχεται από εκατοντάδες φυλές». Αλλά ούτε η γλώσσα μπορεί να προσδιορίσει την έννοια του έθνους, γιατί τότε θα αδυνατούσε κανείς να κατανοήσει «γιατί Δανοί, Νορβηγοί και Σουηδοί συνιστούν διαφορετικά έθνη». Αλλά και στην Ελλάδα «η πολυεθνοτική σύνθεση του πληθυσμού αποτυπώνεται σε διάφορες στατιστικές της εποχής. Ετσι, το 1907 στο βιλαέτι της Θεσσαλονίκης υπήρχαν 419.604 μουσουλμάνοι, 263.881 Ελληνες, 155.710 Βούλγαροι, 52.935 Εβραίοι και 20.846 Βλάχοι».

«Εντάξει», διερωτώνται στη συνέχεια οι συγγραφείς, «δεν είναι ανύπαρκτο το μακεδονικό έθνος, είναι όμως τεχνητό». Παραπάνω αναφέραμε πώς έγινε κράτος η άλλοτε «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Εκείνο που θα σημειώσουμε εδώ είναι η θέση των συγγραφέων: «Τα έθνη εξ ορισμού συγκροτούνται, δηλαδή φτιάχνονται. Ο χρόνος – νωρίς ή αργά – δεν έχει σημασία… Τα έθνη δημιουργούνται – και δεν “αφυπνίζονται” από έναν αιώνιο λήθαργο –, είναι κοινός τόπος στη σύγχρονη θεωρία». Και κλείνουν με την άποψη του Ρενάν, σύμφωνα με την οποία, «το έθνος μόνο χάρη στην καθημερινή έγκρισή του από αυτούς που το ασπάζονται μπορεί να υφίσταται».

Τρεις είναι, θα λέγαμε, κυρίως οι λόγοι που οι κάτοικοι της γειτονικής χώρας καταφεύγουν στην Ιστορία – ο στόχος είναι να ελέγξουν τον χώρο και τους ανθρώπους με μια αναφορά για την οποία θα αισθάνονται όλοι υπερήφανοι: ο πρώτος είναι η αδυναμία να εξασφαλίσουν την ευημερία των πολιτών τους. Είναι σύνηθες, όταν δεν μπορεί να εξασφαλιστεί ευημερία και πρόοδος, το άλλοθι να αναζητείται στην Ιστορία. Ο δεύτερος είναι η ανομοιομορφία της σύνθεσης των πολιτών. Και ο τρίτος λόγος είναι το εξαιρετικά ασταθές γεωπολιτικό περιβάλλον. Το να αναζητάς την ενότητα μέσα από έναν μύθο, σημειώνουμε εμείς, και υπό την προϋπόθεση ότι πειστικά δεν υπάρχουν αλυτρωτικές διαθέσεις, ίσως να μην είναι ιδιαίτερα ακανθώδες. Ομως η απόσταση μεταξύ της επιλογής ενός μύθου για εσωτερική κατανάλωση και της αξιοποίησης του ίδιου μύθου με το βλέμμα στραμμένο προς τα έξω δεν είναι μεγάλη. Και καμιά φορά γίνεται επικίνδυνο το βλέμμα αυτό για τους απέξω. Το βιώνουμε αυτό, χωρίς μεγάλη ευχαρίστηση, στη σημερινή Τουρκία. Η καλή γειτονία απαιτεί καθαρό βλέμμα στηριγμένο στην αλήθεια. Και μόνο στην αλήθεια.

«Και γνώσεσθε την αλήθειαν, και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς».

Ο Μωυσής Ελισάφ είναι καθηγητής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Το κείμενο βασίζεται σε ομιλία του στο πλαίσιο παρουσίασης του βιβλίου, στις 25 Μαΐου, στο Συνεδριακό Κέντρο Περιφέρειας Ηπείρου.

Κωστής Καρπόζηλος,

Δημήτρης Χριστόπουλος

10+1 ερωτήσεις και απαντήσεις για το Μακεδονικό

Εκδ. Πόλις, 2018, σελ. 96

Τιμή: 8 ευρώ