«Μου προτάθηκε μία εκδήλωση με άξονα «Γιώργος Νταλάρας και λαϊκό τραγούδι». Αμέσως, όμως, το μυαλό μου έφυγε από την τιμητική πρόταση και πήγε στο ένα και μοναδικό όνομα που δένει πάνω του το λαϊκό τραγούδι. Τη συναυλία την βλέπω και ως ένα ερέθισμα να ξαναδώσουμε στους ανθρώπους τις στιγμές κανονικότητας που δικαιούνται. Νομίζω ότι έχουμε βγάλει αρκετά τον κακό μας χαρακτήρα μέσα στην κρίση. Αφήσαμε τη δυσάρεστη κατάσταση στην καλύτερη περίπτωση να μας ταλαιπωρεί και στη χειρότερη να μας διχάζει. Το ωραιότερο απ’ όλα είναι ότι παρόλο που έχουμε καταλήξει στους συντελεστές με έχουν πάρει άλλοι 22 τρίχορδοι μπουζουξήδες και 28 τραγουδιστές.

Ο Κώστας Χατζηδουλής γράφει ότι το λαϊκό τραγούδι μοιάζει με θρησκευτική σέχτα, με τους δικούς της αγίους και τις Παναγίες, τους μάρτυρες και τους τροπαιοφόρους, αλλά ο Τσιτσάνης είναι ο Ναζωραίος. Για μένα ο άνθρωπος αυτός υπήρξε πάντα ένα σημείο αναφοράς στη διαδικασία μεταλλαγής του λαϊκού τραγουδιού από τη δεκαετία του 1960 κι έπειτα. Οταν άκουγα τον «Επιτάφιο», τη «Ρωμιοσύνη» και το «Αξιον εστί», μελοποιημένα από τον Μίκη Θεοδωράκη, τα τραγούδια των Χατζιδάκι – Γκάτσου κι εκείνα του Ξαρχάκου, ήταν σαν να έφευγα από τη διασκέδαση και να πήγαινα στη μελέτη. Αυτό που μου έδωσε μεγάλο θάρρος ήταν εκείνη η παραδοχή του Θεοδωράκη «θα ήθελα να με βλέπετε σαν έναν μαθητή του Τσιτσάνη».

Παρόλο που ζούσε με τους ρεμπέτες δεν φαινόταν και δεν ήταν ρεμπέτης. Είχε μια λαϊκή αριστοκρατικότητα και δεν τον ενδιέφερε το χύμα. Φέρνει τα δικά του θέματα και τα κίνητρά του αλλάζουν όσο αλλάζει η κοινωνία. Ισορροπεί ανάμεσα στον πόνο και την αγάπη για τη ζωή ή την ελπίδα της ανασυγκρότησης: είναι οι δύο αντίστροφες έννοιες που εξανθρωπίζουν την ελληνική κοινωνία εκείνη την εποχή. Και ο ίδιος εκφράζοντάς τες φέρεται σαν λαϊκός εκσυγχρονιστής στο χώρο του τραγουδιού. Δεν θα τον δείτε ποτέ με γραβάτα. Η γραβάτα ήταν κομφορμισμός –κι αυτό δεν το ήθελε. Η επαναστατικότητά του δεν ήταν της φιγούρας, αλλά της ουσίας. Ηξερε ότι αυτό που έκανε δεν ήταν για το μεροκάματο. Ούτε μόνο για τον εαυτό του. Υπάρχει μια κοινωνική συνείδηση.

Καμιά φορά ξεχνάμε τον γλωσσικό πλούτο στα τραγούδια του. Εχει πολλά ποιητικά στοιχεία, όπως η σύνταξη «του προδομένου ο πόνος της καρδιάς», τα οποία πρέπει να παίρνει υπόψιν του και ο ερμηνευτής. Πρέπει να κατέχει το ιδίωμα και να το μελετήσει. Ο Σταμάτης Φασουλής, που σκηνοθετεί τη συναυλία και γνωρίζει το έργο του Τσιτσάνη, στάθηκε πριν από καιρό στην ποιητική αντίθεση μέσα στο «Ακρογιαλιές δειλινά»: Χωρίς ντροπή, αναζητεί/ τον ήλιο που έχει χαθεί/ στα σκοτάδια να βρει. Πριν από πολλά χρόνια γι’ αυτή την ποίηση μού μιλούσε και ο Σταύρος Κουγιουμτζής, ο οποίος λάτρευε τον Τσιτσάνη. Και πάτησε πολύ στις εισαγωγές του Τσιτσάνη, οι οποίες ήταν ισάξιες των ρεφρέν των τραγουδιών: ένα ολοκληρωμένο μουσικό πρελούδιο.

Μου ακούγεται σαν ψευτοδίλημμα ότι ο κόσμος των στίχων του δεν είναι και ο καλύτερος για τη θέση των γυναικών. Είναι εικόνες από μια συγκεκριμένη κοινωνία, αλλά ο Τσιτσάνης ύμνησε επίσης τη γυναίκα. Ακούστε το «Απόψε κάνεις μπαμ» ή στο «Αργοσβήνεις μόνη» πώς μιλάει για τον πόνο μιας γυναίκας: όπως λίγα κομμάτια της λαϊκής μουσικής. Με την ευκαιρία, πρόκειται για ένα παράδειγμα πετυχημένης διασκευής –των Ιμάμ Μπαϊλντί –από τη νέα γενιά μουισκών που ανακαλύπτουν αυτόν τον κόσμο. Με συγκίνησαν οι Ιμάμ Μπαϊλντί, επειδή έσβησαν το μουσικό κομμάτι, αλλά άφησαν τις φωνές του Στελλάκη Περπινιάδη και της Ιωάννας Γεωργακοπούλου. Εδώ υπάρχει μια αξιοπρόσεκτη ηθική διάσταση στη διασκευή.

Ξεχνάμε επίσης πως ο Τσιτσάνης αναδεικνύει τις φωνητικές ικανότητες του Καζαντζίδη στην πρώτη περίοδο: «Ισως αύριο», «Ασπρο πουκάμισο φορώ», «Πάρε το δάκρυ μου βοριά», «Κατάδικος για πάντα», «Παίξε Χρήστο το μπουζούκι», «Το ‘ξερα πως θα μου φύγεις». Από κει κι έπειτα ο Καζαντζίδης, ένας άνθρωπος τον οποίο ποτέ δεν σταμάτησα να αγαπώ –παρ’ όλο που κάποια στιγμή διαφοροποιηθήκαμε -, έφτιαξε ένα καινούργιο είδος λαϊκού τραγουδιού μ’ αυτήν την τόσο πλούσια και καθαρή φωνή. Παίρνω, λοιπόν, την ευκαιρία για να πω ότι ο Καζαντζίδης είναι ουσιαστικά τρεις τραγουδιστές: όταν ξεκινάει είναι μίμος του Πρόδρομου Τσαουσάκη. Ο Τσιτσάνης τον απομακρύνει και του δίνει το μεγάλο δώρο της αυτοπεποίθησης με τα ωραιότερα τραγούδια της εποχής. Την ίδια εποχή που τα άλλα τραγούδια του είναι, για παράδειγμα, οι «Βαλίτσες». Κι αμέσως μετά περνάμε στην «Πολιτεία» του Θεοδωράκη και στα τραγούδια του Χατζιδάκι. Στη συνέχεια σταματά και αποσύρεται σε έναν νέο κόσμο τον οποίο ίσως δεν καταλαβαίνει. Για μένα προσωπικά αυτή η απομόνωση ήταν ένα λάθος του. Για μένα ο Καζαντζίδης έπρεπε να είναι κάθε μέρα στον κόσμο και να τραγουδάει. Ο ίδιος ένιωθε ότι έκανε το χρέος του απέναντι στον κόσμο με το να αυτοαναιρείται.

Εδινε μεγάλη σημασία στις φωνές των ερμηνευτών, γι’ αυτό και κάθε τραγούδι είναι πατενταρισμένο με τις φωνές τους: Μπιθικώτσης, Καζαντζίδης, Νίνου, Καίτη Γκρέυ. Και ίσως αυτή είναι μια καλή ευκαιρία για μια πρόταση προς το υπουργείο Πολιτισμού να μην ξεχνάει αυτή τη μεγάλη τραγουδίστρια. Η τιμητική σύνταξη στην Καίτη Γκρέυ είναι η ελάχιστη αναγνώριση για το τι έχει προσφέρει μαζί με τον Τσιτσάνη στον λαϊκό μας πολιτισμό.

Ακούω ακόμη και σήμερα Τσιτσάνη στο αυτοκίνητο, όπως και άλλους λαϊκούς. Ακούω ξανά και ξανά Καζαντζίδη και Μπιθικώτση. Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς οι νεότεροι πρέπει να ομολογήσουμε ότι τόσο καλοί σαν κι αυτούς δεν θα γίνουμε. Ξέρεις γιατί; Υπήρχε τότε ένα σύστημα παραγωγής με συγκεκριμένους ηχολήπτες και ήχο, στούντιο με δικά του βάθη, συγκεκριμένοι μπουζουξήδες που έβγαζαν ένα αποτέλεσμα. Αυτά όλα έχουν περάσει. Αυτό το χρώμα είναι δύσκολο να το ξαναπιάσεις. Αλλά ως άνθρωπος που νομίζω ότι πάντα έχω να κερδίσω απ’ τους δασκάλους μου, τους ακούω. Ακόμη και τώρα, όταν θέλω να φορτιστώ πριν τραγουδήσω σε συναυλία, ακούω τη «Δραπετσώνα». Οταν τραγουδάω το «Φέρτε μου τη θάλασσα» δεν τραγουδάω εγώ, τραγουδάει ο Μπιθικώτσης που μεταφέρθηκε στη δική μου ψυχή.

Το «Θα κάνω ντου βρε πονηρή» παραμένει το πιο αγαπημένο μου τραγούδι του Τσιτσάνη. Εχει πολλή πλάκα, επειδή ο Τσιτσάνης παριστάνει το κουτσαβάκι. Εχει κι αυτό το υπέροχο σλόγκαν «θα κάνω επανάσταση»».

info. «Παίξε Τσιτσάνη μου», συναυλία τού Ολοι Μαζί Μπορούμε, 4 Ιουλίου στις 21.00. Προλογίζει ο Διονύσης Σαββόπουλος, σκηνοθετεί ο Σταμάτης Φασουλής. Τιμή εισιτηρίου 7 ευρώ (viva.gr), ημέρα συναυλίας 8 ευρώ. Συμμετέχουν οι Φωτεινή Βελεσιώτου, Γλυκερία, Ελεωνόρα Ζουγανέλη, Βιολέτα Ικαρη, Γιάννης Κότσιρας, Κώστας Μακεδόνας, Λεωνίδας Μπαλάφας, Δημήτρης Μπάσης, Γιώτα Νέγκα, Χρήστος Νικολόπουλος, Γ. Νταλάρας, Μαρίζα Ρίζου, Ελένη Τσαλιγοπούλου