Τον τρόμο έσπειρε το βράδυ της Κυριακής (5πμ της Δευτέρας, ώρα Ελλάδας) ένας 30χρονος ο οποιος άνοιξε πυρστηνελληνική συνοικία του Τορόντο, όχι μακριά από το κέντρο της οικονομικής πρωτεύουσας του Καναδά. Μία γυναίκα υπέκυψε στα τραύαματα της, ενώ ακόμα 13 άνθρωποι έχουν τραυματιστεί, μεταξύ των οποίων και ένα μικρό κορίτσι που βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση. Νεκρός είναι και ο δράστης, όπως ανέφερε ο ο αρχηγός της αστυνομίας της πόλης, ο Μαρκ Σόντερς.

Σύμφωνα με τον Μ. Σόντερς τα κίνητρα του δράστη δεν είναι ακόμα ξεκάθαρα, σημειώνοντας χαρακτηριστικά: «εξετάζουμε όλα τα πιθανά κίνητρα (…) δεν κλείνουμε καμιά πόρτα», στην έρευνα που διενεργείται.

Τραυματιοφορείς, πυροσβέστες και αστυνομικοί έσπευσαν μαζικά στη Γκρίκταουν του Τορόντο, στο ανατολικό τμήμα της πόλης, όπου βρίσκονται δημοφιλή εστιατόρια, καφέ και καταστήματα. Αγνωστο παραμένει πόσο σοβαρή είναι η κατάσταση των τραυματιών.

Η αστυνομία ανέφερε ότι ο δράστης της επίθεσης χρησιμοποίησε πιστόλι. Ο άνδρας, περίπου 30 ετών, σκοτώθηκε σε ανταλλαγή πυρών με αστυνομικούς.

Αυτόπτες μάρτυρες είπαν ότι άκουσαν έως και 25 πυροβολισμούς, σύμφωνα με καναδικά ΜΜΕ, ενώ η στιγμή της επίθεσης στην ελληνική συνοικία καταγράφηκε από κάτοικο της περιοχής, με το συγκεκριμένο βίντεο να κάνει το γύρο του κόσμου, μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.

Ακούσαμε πυροβολισμούς και φωνές

Γείτονες δήλωσαν ότι άκουσαν μια σειρά πυροβολισμών και στη συνέχεια τις φωνές των ανθρώπων που βρίσκονταν σε πανικό. «Έπεσαν πολλοί πυροβολισμοί: πυροβολισμοί, μετά παύση, μετά νέοι πυροβολισμοί και ξανά παύση. Πρέπει να έπεσαν 20 με 30 πυροβολισμοί. Αρχίσαμε να τρέχουμε», δήλωσε ο Τζον Τάλοχ, ένας αυτόπτης μάρτυρας στην εφημερίδα Globe and Mail.

Ένα βίντεο που αναρτήθηκε στο Διαδίκτυο, όμως στη συνέχεια κατέβηκε, έδειχνε έναν άνδρα ντυμένο στα μαύρα να πλησιάζει σε ένα εστιατόριο και να αρχίζει να πυροβολεί εναντίον της βιτρίνας, σύμφωνα με το Radio Canada.

Ο Ανδρέας Μάντζιος, ένας άλλος αυτόπτης μάρτυρας, δήλωσε στην Globe News ότι ο δράστης πυροβόλησε εναντίον της νεαρής γυναίκας και αφού άρχισε να τρέχει για να διαφύγει συνέχισε να την πυροβολεί παρόλο που εκείνη βρισκόταν στο έδαφος.

Η Στέιβι Καρνούσκου βρισκόταν μαζί με φίλους έξω από το μπαρ Logo στην νότια πλευρά του Ντάνφορθ, ανατολικά της λεωφόρου Λόγκαν.

«Ακουσα «μπαμ, μπαμ» και γύρισα διότι νόμιζα ότι ήταν πυροτεχνήματα…και μετά η μητέρα ενός φίλου μου άρχισε να φωνάζει «μάς πυροβολούν-τρέξτε μέσα» », λέει η Στέιβι Καρνούσκου, η οποία εκείνη την ώρα έλαβε κλήση από την αδελφή της που βρισκόταν σε έξαλλη κατάσταση, διότι δεν μπορούσε να βρει τον αρραβωνιαστικό της. Κοιτάζοντας έξω είδε δύο θύματα, που της φάνηκε ότι ήταν γυναίκες, πεσμένα στο απέναντι πεζοδρόμιο.

Δέκα λεπτά μετά, η Στέιβι Καρνούσκου βγήκε και είδε δύο γυναίκες πεσμένες στο έδαφος και ανθρώπους που προσπαθούσαν να τις σώσουν κάνοντάς τους τεχνητή αναπνοή.

«Για την μία μπορούσα να δω τα πόδια της, ήταν μελανά», δήλωσε η γυναίκα με τρεμάμενη φωνή κλείνοντας με το χέρι το στόμα της. «Ηθελα να την βοηθήσω, αλλά δεν ήξερα τι να κάνω».

Είδε επίσης έναν άνδρα που είχε δεχθεί σφαίρα, πεσμένο στο αίθριο του αρτοποιείου-καφέ Lukumum και έναν άνδρα που προσπαθούσε να τον βοηθήσει.

Τής φάνηκε ότι πέρασαν τουλάχιστον δέκα λεπτά μέχρι να φθάσει η πυροσβεστική, ενώ η ίδια και άλλοι διαμαρτυρήθηκαν για το ότι η αστυνομία δεν έφθασε νωρίτερα.

«Ζω στο Ντάνφορθ τα τελευταία τέσσερα χρόνια και πάντα υπάρχει γύρω ένα περιπολικό. Εάν υπήρχε ένα περιπολικό στην περιοχή αυτή, δεν θα μπορούσε να πυροβολεί επί τόση ώρα».

Ο Μάικλ Κοζάρις εργαζόταν στο εστιατόριο Μεζές, στην βόρεια πλευρά του Ντάνφορθ, όταν άκουσε τα «μπαμ».

«Νόμιζα ότι ήταν πυροτεχνήματα, αλλά το εστιατόριο έχει θόρυβο και δεν το σκέφτηκα και πολύ. Ομως μετά τον δέκατο πυροβολισμό σκέφτηκα «ΟΚ, κάτι συμβαίνει» και είδα ανθρώπους στο αίθριο να πετάγονται».

Ενας συνάδελφος τού είπε «δεν είναι σφαίρες» και βγήκε έξω να δει. «Ακούμε πυροβολισμούς, αλλά δεν βλέπουμε τίποτε» Τότε, ένας άλλος συνάδελφος σερβιτόρος, ο Νικ, του είπε να μπει μέσα, τον τράβηξε και ακούστηκαν άλλοι δύο πυροβολισμοί. Και τότε ο Νικ λέει «Γα…το, με πυροβόλησε. Κάλεσε το 911, ένα ασθενοφόρο», Και αίμα έτρεχε από το χέρι του. Πιστεύουμε ότι η σφαίρα εξοστρακίσθηκε από το πόμολο της πόρτας».

Ο Μάικλ Κοζάρις λέει ότι τηλεφώνησε στο 911 και περίμενε στο ακουστικό πολλά λεπτά πριν κάποιος τρέξει έξω και αρπάξει έναν αστυνομικό. Ο αστυνομικός είπε στον συνάδελφό του ότι έρχεται ασθενοφόρο, αλλά θα πρέπει να περιμένει».

«Ο Νικ χάνει αίμα. Τρέχει παντού, και αρχίζει να χάνει τις αισθήσεις του», δήλωσε ο Κοζάρις και τότε ένα φίλος τον μετέφερε με το αυτοκίνητό του στο κοντινό νοσοκομείο Michael Garron.

Ο Μάικλ Κοζάρις δήλωσε ότι άκουσε ότι ο συνάδελφός του έκανε ακτινογραφίες και πιστεύει ότι η σφαίρα βρίσκεται ακόμη στο χέρι του.

Για τραγωδία μιλά ο δήμαρχος

Καταδικάζοντας αυτή την «τραγωδία» ο δήμαρχος του Τορόντο Τζον Τόρι ζήτησε από τους πολίτες «να παραμείνουν ψύχραιμοι» και να αποφύγουν «να βγάλουν συμπεράσματα» για τα κίνητρα του δράστη προτού γίνουν γνωστά τα αποτελέσματα της αστυνομικής έρευνας.

Τον Απρίλιο είχε εκτυλιχθεί στο Τορόντο μία άλλη τραγωδία. Ένας άνδρας που είχε ρίξει το φορτηγάκι που οδηγούσε εναντίον πεζών, σκοτώνοντας 10 ανθρώπους και τραυματίζοντας ακόμη 15, σε μια από τις πιο αιματηρές επιθέσεις που έχουν σημειωθεί στον Καναδά.

Σύμφωνα με τον Τόρι, το χθεσινό περιστατικό υπογραμμίζει το γεγονός ότι το Τορόντο «έχει πρόβλημα με τα όπλα». «Τα όπλα είναι εύκολα διαθέσιμα σε πολλούς ανθρώπους», εκτίμησε.

Εξάλλου ο πρωθυπουργός της επαρχίας Οντάριο Νταγκ Φορντ κατήγγειλε στο Twitter «μια φρικτή πράξη ένοπλης βίας στο Τορόντο».

Οξύνεται η βία στο Τορόντο

Αξίζει να σημειωθεί ότι η κατάσταση στο Τορόντο όσον αφορά τα βίαια επεισόδια με τη χρήση πυροβόλων όπλων σημειώνει σημαντική όξυνση. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι θάνατοι σε τέτοια επεισόδια αυξήθηκαν στους 26 μέχρι στιγμής το 2018, δηλαδή κατά 53% σε σύγκριση με το αντίστοιχο χρονικό διάστημα του 2017, όταν είχαν σημειωθεί 17. Τα περιστατικά βίας στα οποία σημειώθηκε χρήση όπλων αυξήθηκαν στα 212 φέτος, κατά 13% από το αντίστοιχο χρονικό διάστημα πέρυσι, όταν είχαν καταγραφεί 188.

Για τον δήμαρχο του Τορόντο, τον Τζον Τόρι, η πόλη έχει σοβαρό πρόβλημα με τη βία και τη χρήση όπλων: τα πυροβόλα όπλα είναι πολύ εύκολα διαθέσιμα σε πάρα πολλούς, εξηγεί.